(1899)
Τι πρέπει να κάνουμε;
Αυτό είναι το ερώτημα που αντιμετωπίζουμε, όπως και όλοι όσοι έχουν ιδέες για να θέσουν σε εφαρμογή και συμφέροντα για να υπερασπιστούν, σε κάθε στιγμή της κινηματικής μας ζωής.
Θέλουμε να εξαλείψουμε την ιδιωτική ιδιοκτησία και την εξουσία, δηλαδή έχουμε σκοπό να απαλλοτριώσουμε τη γη και το κεφάλαιο από εκείνους που τα κρατούν στα χέρια τους, να ανατρέψουμε την κυβέρνηση και να θέσουμε τον πλούτο της κοινωνίας στη διάθεση όλων, έτσι ώστε όλοι να μπορούν να ζουν όπως θέλουν χωρίς κανέναν άλλο περιορισμό εκτός από εκείνους που επιβάλλονται από τη φυσική και κοινωνική αναγκαιότητα, ελεύθερα και εθελοντικά αναγνωρισμένοι και αποδεκτοί.
Εν ολίγοις, έχουμε σκοπό να εφαρμόσουμε το αναρχικό-σοσιαλιστικό πρόγραμμα. Και είμαστε πεπεισμένοι (και η καθημερινή εμπειρία μάς επιβεβαιώνει αυτή την πεποίθηση) ότι οι πλούσιοι και οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν υλική δύναμη για να προστατεύσουν την υπεροχή τους. Έτσι, για να τους νικήσουμε, πρέπει αναγκαστικά να καταφύγουμε σε υλική δύναμη, σε βίαιη επανάσταση.
Συνακόλουθα, είμαστε οι εχθροί όλων των προνομιούχων τάξεων και όλων των κυβερνήσεων, και επιζήμιοι για όλους όσοι, αν και με τις καλύτερες προθέσεις, τείνουν με τις ενέργειές τους στο να αποδυναμώνουν την επαναστατική ενεργητικότητα των ανθρώπων και να αντικαταστήσουν μία κυβέρνηση με μια άλλη.
Αλλά τι πρέπει να κάνουμε για να διασφαλίσουμε ότι είμαστε σε θέση να κάνουμε την επανάστασή μας, μια επανάσταση ενάντια σε όλα τα προνόμια και κάθε εξουσία κι ότι θα νικήσουμε;
Η καλύτερη τακτική θα ήταν να διαδίδουμε τις ιδέες μας πάντα και παντού, να χρησιμοποιούμε όλα τα δυνατά μέσα για να καλλιεργήσουμε στους προλετάριους το πνεύμα της σύνδεσής τους και της αντίστασης και να τους παρακινούμε σε όλο και μεγαλύτερες απαιτήσεις, να είμαστε ανυποχώρητοι στην αντίθεσή μας απέναντι σε κάθε αστικό και σε κάθε εξουσιαστικό κόμμα και να παραμένουμε ασυγκίνητοι από τις καταγγελίες τους, να οργανωθούμε μαζί με αυτούς που έχουν πειστεί και πείθονται από τις ιδέες μας και να εφοδιαστούμε με τα υλικά μέσα που απαιτούνται για τον αγώνα. Και μόλις αποκτήσουμε αρκετή δύναμη για να νικήσουμε, να ξεσηκωθούμε μόνοι, για τον δικό μας αποκλειστικό λογαριασμό, να εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας στο σύνολό του, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, να εξασφαλίσουμε σε κάθε άτομο απεριόριστη ελευθερία να πειραματιστεί, να εφαρμόσει και να τροποποιήσει σταδιακά τη μορφή της κοινωνικής ζωής που θα αισθάνεται ότι είναι η καλύτερη.
Αλλά δυστυχώς, αυτή η τακτική δεν μπορεί να ακολουθείται πάντα πιστά και απαρέγκλιτα και δεν υπάρχει τρόπος να κάνει τον σκοπό μας να επιτύχει. Η αποτελεσματικότητα της προπαγάνδας είναι, το λιγότερο, περιορισμένη και όταν σε οποιοδήποτε δεδομένο πλαίσιο, όλα τα άτομα που είναι πιθανό, λόγω των ηθικών και υλικών συνθηκών τους, να κατανοήσουν και να ενστερνιστούν ένα δεδομένο σύνολο ιδεών έχουν πια μυηθεί, δεν υπάρχουν πολλά περισσότερα που μπορούν να επιτευχθούν μέσω του προφορικού και γραπτού λόγου μέχρις ότου μια αλλαγή στο κοινωνικό πλαίσιο να ανυψώσει ένα νέο στρώμα του πληθυσμού σε μια θέση όπου να μπορεί να εκτιμήσει αυτές τις ιδέες.
Ομοίως, η αποτελεσματικότητα της οργάνωσης της εργασίας περιορίζεται από τους ίδιους ακριβώς παράγοντες που παρεμποδίζουν την απεριόριστη εξάπλωση της προπαγάνδας καθώς και από τους αμέτρητους οικονομικούς και ηθικούς παράγοντες που αποδυναμώνουν ή εξουδετερώνουν πλήρως την επίδραση [στην υπόλοιπη κοινωνία] της αντίστασης των συνειδητών εργαζομένων.
Η ύπαρξη μιας ισχυρής, τεράστιας δικής μας οργάνωσης για τους σκοπούς της προπαγάνδας και της πάλης συναντά χίλια εμπόδια, την έλλειψη πόρων και, πάνω απ’ όλα, την κυβερνητική καταστολή. Και ακόμα κι αν ήταν δυνατόν, με την πάροδο του χρόνου, να φτάσουμε μέσω της προπαγάνδας και της οργάνωσης να έχουμε αρκετή δύναμη για να κάνουμε την επανάσταση, επιτιθέμενοι απευθείας προς την κατεύθυνση του αναρχικού σοσιαλισμού, κάθε μέρα που περνάει, πολύ πριν φτάσουμε σε αυτό το σημείο δύναμης, δημιουργεί πολιτικές καταστάσεις στις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να εμπλακούμε εάν δεν θέλουμε να χάσουμε, όχι μόνο τα οφέλη που θα αποκομίζαμε από αυτές, αλλά και κάθε επιρροή πάνω στους ανθρώπους, ανακόπτοντας μέρος της δουλειάς που έχει γίνει μέχρι στιγμής και καθιστώντας τη μελλοντική δουλειά πιο δύσκολη.
Συνεπώς, το πρόβλημα είναι να βρούμε κάποια μέσα με τα οποία, στο μέτρο του δυνατού, θα επιφέρουμε εκείνες τις αλλαγές στο κοινωνικό περιβάλλον που απαιτούνται ώστε να σημειώσει η προπαγάνδα μας πρόοδο και να επωφεληθούμε από τις συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων πολιτικών κομμάτων και από κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται, χωρίς να παραδώσουμε κανένα σημείο του προγράμματός μας και να το κάνουμε αυτό με τέτοιο τρόπο ώστε να καταστήσουμε τη νίκη ευκολότερη και περισσότερο επικείμενη.
Στην Ιταλία, για παράδειγμα, η κατάσταση είναι τέτοια που υπάρχει η πιθανότητα, αργά ή γρήγορα, μιας εξέγερσης κατά της μοναρχίας. Αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι το αποτέλεσμα της επόμενης εξέγερσης δεν θα είναι ο αναρχικός σοσιαλισμός.
Θα πρέπει να λάβουμε μέρος στην προετοιμασία ή την στήριξη αυτής της εξέγερσης; Και πώς;
Υπάρχουν κάποιοι σύντροφοι που πιστεύουν ότι δεν είναι προς το συμφέρον μας να ασχοληθούμε με μια άνοδο που θα αφήσει τον θεσμό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας αλώβητο και που απλά θα αντικαταστήσει τη μία κυβέρνηση με μια άλλη, δηλαδή θα ιδρύσει μια δημοκρατία, που θα ήταν εξίσου αστική και καταπιεστική όσο και η μοναρχία. Λένε: ας αφήσουμε τους αστούς και τους επίδοξους κυβερνόντες να φαγωθούν μόνοι τους, ενώ εμείς θα συνεχίζουμε το δικό μας δρόμο, διατηρώντας την αντι-ιδιοκτησιακή και αντιεξουσιαστική προπαγάνδα μας.
Λοιπόν, το αποτέλεσμα οποιασδήποτε τέτοιας αποχής εκ μέρους μας θα ήταν πρώτον, ότι ελλείψει της συμβολής μας, οι πιθανότητες επιτυχίας της εξέγερσης θα μειώνονταν και ότι, ως εκ τούτου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η μοναρχία κέρδισε εξαιτίας μας – αυτή η μοναρχία που ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή που μάχεται για την επιβίωσή της και γίνεται επιθετική εξ αιτίας του φόβου της, εμποδίζει το δρόμο προς την προπαγάνδα και την πρόοδο. Επιπλέον, εάν η άνοδος [της Δημοκρατίας] προχωρούσε χωρίς τη συμβολή μας, δεν θα είχαμε καμία επιρροή στις επακόλουθες εξελίξεις, δεν θα ήμασταν σε θέση να αντλήσουμε πλεονεκτήματα από τις ευκαιρίες που εμφανίζονται πάντα κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου από το ένα καθεστώς στο άλλο, θα δυσφημιζόμασταν ως κόμμα δράσης και θα μας έπαιρνε πολύ χρόνο για να μπορέσουμε να επιτύχουμε κάτι αξιοσημείωτο.
Δεν πρόκειται για μια περίπτωση όπου οι αστοί θα πολεμήσουν μεταξύ τους για να τους αφήσουμε, διότι σε οποιαδήποτε εξέγερση η πηγή της δύναμης, της υλικής δύναμης σε κάθε περίπτωση, είναι πάντα ο λαός και αν δεν είμαστε μέσα στον ξεσηκωμό για να μοιραστούμε τους κινδύνους και τις επιτυχίες και να προσπαθήσουμε να μετατρέψουμε μια πολιτική αναταραχή σε κοινωνική επανάσταση, ο λαός θα είναι απλώς ένα εργαλείο στα χέρια φιλόδοξων προσώπων τα οποία είναι πρόθυμα να τον εξουσιάσουν.
Ενώ αντίθετα, παίρνοντας μέρος στην εξέγερση (μια εξέγερση που δεν θα ήμασταν ποτέ αρκετά δυνατοί για να την πραγματοποιήσουμε μόνοι μας) και παίζοντας όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ρόλο, θα κερδίζαμε τη συμπάθεια του ξεσηκωμένου λαού και θα ήμασταν σε θέση να πιέσουμε τα πράγματα όσο το δυνατόν περισσότερο.
Γνωρίζουμε πολύ καλά και ποτέ δεν κουραστήκαμε να το λέμε και να το αποδεικνύουμε, ότι η δημοκρατία και η μοναρχία είναι εξίσου κακές και ότι όλες οι κυβερνήσεις έχουν την ίδια τάση να επεκτείνουν τις εξουσίες τους και να καταπιέζουν τους υπηκόους τους όλο και περισσότερο. Γνωρίζουμε επίσης ωστόσο, ότι όσο ασθενέστερη είναι μια κυβέρνηση, τόσο ισχυρότερη είναι η αντίσταση σε αυτήν μεταξύ των ανθρώπων, και τόσο μεγαλύτερη είναι η διαθέσιμη ελευθερία και οι πιθανότητες προόδου.
Έχοντας μια αποτελεσματική συμβολή στην ανατροπή της μοναρχίας, θα ήμασταν σε θέση να αντιταχθούμε περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικά στην ίδρυση ή την εδραίωση μιας δημοκρατίας, θα μπορούσαμε να παραμείνουμε οπλισμένοι και να αρνηθούμε να υπακούσουμε στη νέα κυβέρνηση, και θα μπορούσαμε, εδώ και εκεί, να πραγματοποιήσουμε απόπειρες απαλλοτρίωσης και οργάνωσης της κοινωνίας σύμφωνα με τις αναρχικές και κομμουνιστικές γραμμές. Θα μπορούσαμε να αποτρέψουμε το να ξεφουσκώσει η επανάσταση με το καλημέρα, και την ενεργητικότητα του λαού που αφυπνίστηκε από την εξέγερση, να ξανακοιμηθεί. Όλα αυτά τα πράγματα δεν θα μπορούσαμε να τα κάνουμε, για προφανείς λόγους μαζικής ψυχολογίας, παρεμβαίνοντας εκ των υστέρων, μόλις η εξέγερση κατά της μοναρχίας θα έχει πραγματοποιηθεί και επιτύχει επί τη απουσία μας.
Στον αντίποδα αυτών των επιχειρημάτων, άλλοι σύντροφοι θα μας καλούσαν να αφήσουμε στην άκρη την αναρχική προπαγάνδα μας προς το παρόν, προκειμένου να επικεντρωθούμε αποκλειστικά στον αγώνα κατά της μοναρχίας και στη συνέχεια να συνεχίσουμε τις ειδικά αναρχικές μας προσπάθειες μόλις η εξέγερση επιτύχει. Δεν τους περνάει από το μυαλό ότι αν ανακατευόμασταν σήμερα με τους ρεπουμπλικάνους, θα εργαζόμασταν για χάρη της επερχόμενης δημοκρατίας, θα καταδικάζαμε τις δικές μας τάξεις σε αποδιοργάνωση, θα ζαλίζαμε τα μυαλά των υποστηρικτών μας και ότι όταν πια θα το θέλαμε, δεν θα ήμασταν αρκετά δυνατοί για να εμποδίσουμε την δημοκρατία να καθιερωθεί και να ριζώσει.
Μεταξύ αυτών των δύο αντίθετων σφαλμάτων, η πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί μας φαίνεται αρκετά σαφής.
Πρέπει να συνεργαστούμε με τους ρεπουμπλικάνους, τους δημοκρατικούς σοσιαλιστές και οποιοδήποτε άλλο αντιμοναρχικό κόμμα για να ρίξουμε τη μοναρχία· αλλά πρέπει να το πράξουμε ως αναρχικοί, προς όφελος της αναρχίας, χωρίς να διαλύσουμε τις δυνάμεις μας ή ανακατεύοντάς τις με τις δυνάμεις των άλλων και χωρίς να δεσμευτούμε για τίποτα πέρα από τη συνεργασία στην ένοπλη δράση.
Μόνο έτσι, κατά τη γνώμη μας, μπορούμε στα επόμενα γεγονότα να αποκομίσουμε όλα τα οφέλη μιας συμμαχίας με τα άλλα αντιμοναρχιακά κόμματα χωρίς να παραδίδουμε κανένα μέρος του δικού μας προγράμματος.
Το παραπάνω κείμενο βρίσκεται στον 4ο τόμο των απάντων του Μαλατέστα «”Προς την Αναρχία” – Ο Μαλατέστα στην Αμερική, 1899 – 1900».
Το άρθρο του Μαλατέστα δημοσιεύτηκε αρχικά με τον τίτλο “Il compito degli anarchici”, στο La Questione Sociale (“Πάτερσον, Νιου Τζέρσεϊ”) 5, νέα σειρά, αρ. 13 (2 Δεκεμβρίου 1899).