Ποιες είναι οι διαφορές μεταξύ των ατομικιστών και των κοινωνικών αναρχικών;

Ενώ υπάρχει μια τάση ορισμένων ατόμων και στα δύο στρατόπεδα να ισχυρίζονται ότι οι προτάσεις του άλλου στρατοπέδου θα οδηγούσαν στη δημιουργία κάποιου είδους κράτους, οι διαφορές μεταξύ των ατομικιστών και των κοινωνικών αναρχικών δεν είναι πολύ μεγάλες. Και οι δύο είναι κατά του κράτους, κατά της εξουσίας και κατά του καπιταλισμού. Οι σημαντικότερες διαφορές είναι δύο.

Η πρώτη αφορά τα μέσα δράσης στο εδώ και στο τώρα (και άρα τον τρόπο με τον οποίο θα επέλθει η αναρχία). Οι ατομικιστές προτιμούν γενικά την εκπαίδευση και τη δημιουργία εναλλακτικών θεσμών, όπως τράπεζες αλληλοβοήθειας, συνδικάτα, κομμούνες κ.λπ. Συνήθως υποστηρίζουν τις απεργίες και άλλες μη βίαιες μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας (όπως οι απεργίες για τα ενοίκια, η μη καταβολή φόρων κ.ο.κ.). Μια τέτοια δραστηριότητα, υποστηρίζουν, θα εξασφαλίσει ότι η σημερινή κοινωνία θα εξελιχθεί σταδιακά από κρατική σε αναρχική. Είναι πρωτίστως εξελικτικοί, όχι επαναστάτες, και δεν αρέσκονται στη χρήση της άμεσης δράσης εκ μέρους των κοινωνικών αναρχικών για τη δημιουργία επαναστατικών καταστάσεων. Θεωρούν ότι η επανάσταση έρχεται σε αντίθεση με τις αναρχικές αρχές, καθώς περιλαμβάνει την απαλλοτρίωση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και, ως εκ τούτου, αυταρχικά μέσα. Αντίθετα, επιδιώκουν να επιστρέψουν στην κοινωνία τον πλούτο που έχει αφαιρεθεί από αυτήν μέσω της ιδιοκτησίας, μέσω ενός νέου, εναλλακτικού συστήματος οικονομίας (βασισμένου σε τράπεζες αλληλοβοήθειας και συνεταιρισμούς). Με αυτόν τον τρόπο μια γενική “κοινωνική εκκαθάριση” θα γινόταν εύκολη, με τον αναρχισμό να έρχεται μέσω μεταρρυθμίσεων και όχι μέσω απαλλοτρίωσης.

Οι περισσότεροι κοινωνικοί αναρχικοί αναγνωρίζουν την ανάγκη για εκπαίδευση και δημιουργία εναλλακτικών λύσεων (όπως τα ελευθεριακά συνδικάτα), αλλά οι περισσότεροι διαφωνούν ότι αυτό είναι αρκετό από μόνο του. Δεν πιστεύουν ότι ο καπιταλισμός μπορεί να μεταρρυθμιστεί βήμα-βήμα προς την αναρχία, αν και δεν αγνοούν τη σημασία των μεταρρυθμίσεων μέσω του κοινωνικού αγώνα που αυξάνουν τις ελευθεριακές τάσεις μέσα στον καπιταλισμό. Ούτε πιστεύουν ότι η επανάσταση έρχεται σε αντίθεση με τις αναρχικές αρχές, καθώς δεν είναι αυταρχικό να καταστρέφεις την εξουσία (είτε είναι κρατική είτε καπιταλιστική). Έτσι, η απαλλοτρίωση της καπιταλιστικής τάξης και η καταστροφή του κράτους από την κοινωνική επανάσταση είναι μια ελευθεριακή, όχι αυταρχική πράξη από τη φύση της, καθώς στρέφεται εναντίον εκείνων που κυβερνούν και εκμεταλλεύονται τη μεγάλη πλειοψηφία. Εν ολίγοις, οι κοινωνικοί αναρχικοί είναι συνήθως εξελικτικοί και επαναστάτες, προσπαθώντας να ενισχύσουν τις ελευθεριακές τάσεις μέσα στον καπιταλισμό, ενώ παράλληλα προσπαθούν να καταργήσουν αυτό το σύστημα με την κοινωνική επανάσταση. Ωστόσο, καθώς ορισμένοι κοινωνικοί αναρχικοί είναι επίσης αμιγώς εξελικτικοί, αυτή η διαφορά δεν είναι η πιο σημαντική που χωρίζει τους κοινωνικούς αναρχικούς από τους ατομικιστές.

Η δεύτερη σημαντική διαφορά αφορά τη μορφή της αναρχικής οικονομίας που προτείνεται. Οι ατομικιστές προτιμούν ένα σύστημα διανομής που βασίζεται στην αγορά, ενώ οι κοινωνικοί αναρχικοί ένα σύστημα που βασίζεται στις ανάγκες. Και οι δύο συμφωνούν ότι το σημερινό σύστημα των καπιταλιστικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας πρέπει να καταργηθεί και ότι τα δικαιώματα χρήσης πρέπει να αντικαταστήσουν τα δικαιώματα ιδιοκτησίας στα μέσα διαβίωσης (δηλαδή η κατάργηση του ενοικίου, των τόκων και των κερδών – “τοκογλυφία”, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που προτιμούν οι αναρχικοί ατομικιστές για αυτή την ανίερη τριάδα). Στην πραγματικότητα, και οι δύο σχολές ακολουθούν το κλασικό έργο του Προυντόν «Τι είναι η ιδιοκτησία;» και υποστηρίζουν ότι η κατοχή πρέπει να αντικαταστήσει την ιδιοκτησία σε μια ελεύθερη κοινωνία (βλ. ενότητα Β.3 για μια εξέταση των αναρχικών απόψεων σχετικά με την ιδιοκτησία). Έτσι, η ιδιοκτησία «θα χάσει μια ορισμένη ιδιότητα που την καθαγιάζει τώρα. Η απόλυτη ιδιοκτησία – “το δικαίωμα χρήσης ή κατάχρησης” – θα καταργηθεί, και η κατοχή, η χρήση, θα είναι ο μόνος τίτλος. Θα φανεί πόσο αδύνατο θα είναι για ένα άτομο να “κατέχει” ένα εκατομμύριο στρέμματα γης, χωρίς τίτλο ιδιοκτησίας, υποστηριζόμενο από μια κυβέρνηση έτοιμη να προστατεύσει τον τίτλο με κάθε κόστος». [Lucy Parsons, Freedom, Equality & Solidarity, σ. 33]

Ωστόσο, μέσα σε αυτό το πλαίσιο δικαιωμάτων χρήσης, οι δύο σχολές του αναρχισμού προτείνουν διαφορετικά συστήματα. Ο κοινωνικός αναρχικός γενικά υποστηρίζει την κοινοτική (ή κοινωνική) ιδιοκτησία και χρήση. Αυτό θα περιελάμβανε την κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και διανομής, με την προσωπική ιδιοκτησία να παραμένει για τα πράγματα που χρησιμοποιούμε, αλλά όχι αυτό που χρησιμοποιήθηκε για τη δημιουργία τους. Έτσι, «το ρολόι σου θα είναι δικό σου, αλλά το εργοστάσιο ρολογιών θα ανήκει στον λαό». «Η πραγματική χρήση», συνεχίζει ο Μπέρκμαν, «θα θεωρείται ο μόνος τίτλος – όχι ιδιοκτησίας αλλά κατοχής. Η οργάνωση των ανθρακωρύχων, για παράδειγμα, θα είναι υπεύθυνη για τα ανθρακωρυχεία, όχι ως ιδιοκτήτης αλλά ως φορέας διαχείρισης… Η συλλογική κατοχή, η συνεταιριστική διαχείριση προς το συμφέρον της κοινότητας, θα πάρει τη θέση της προσωπικής ιδιοκτησίας που ασκείται ιδιωτικά με γνώμονα το κέρδος». [What is Anarchism?, σ. 217]

Αυτό το σύστημα θα βασιζόταν στην αυτοδιαχείριση της εργασίας των εργαζομένων και (για τους περισσότερους κοινωνικούς αναρχικούς) στην ελεύθερη διανομή του προϊόντος αυτής της εργασίας (δηλαδή ένα οικονομικό σύστημα χωρίς χρήμα). Αυτό συμβαίνει επειδή «στην παρούσα κατάσταση της βιομηχανίας, όταν τα πάντα είναι αλληλοεξαρτώμενα, όταν κάθε κλάδος της παραγωγής είναι συνυφασμένος με όλους τους υπόλοιπους, η προσπάθεια να ισχυριστούμε την ατομική προέλευση των προϊόντων της βιομηχανίας είναι αβάσιμη». Με αυτό το δεδομένο, είναι αδύνατο να «εκτιμηθεί το μερίδιο του καθενός στον πλούτο που όλοι συμβάλλουν στη δημιουργία του» και, επιπλέον, η «κοινή κατοχή των εργαλείων της εργασίας πρέπει αναγκαστικά να φέρει μαζί της την κοινή απόλαυση των καρπών της κοινής εργασίας». [Κροπότκιν, The Conquest of Bread, σελ. 45 και σελ. 46] Με αυτό οι κοινωνικοί αναρχικοί εννοούν απλώς ότι το κοινωνικό προϊόν που παράγεται από όλους θα είναι διαθέσιμο σε όλους και κάθε άτομο που έχει συνεισφέρει παραγωγικά στην κοινωνία θα μπορεί να παίρνει ό,τι χρειάζεται (το πόσο γρήγορα μπορούμε να φτάσουμε σε ένα τέτοιο ιδεώδες είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα, όπως εξετάζουμε στην ενότητα Ι.2.2). Ορισμένοι κοινωνικοί αναρχικοί, όπως για παράδειγμα οι μουτουαλιστές, αντιτίθενται σε ένα τέτοιο σύστημα ελευθεριακού (ή ελεύθερου) κομμουνισμού, αλλά, γενικά, η συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνικών αναρχικών προσβλέπει στο τέλος του χρήματος και, επομένως, της αγοράς και της πώλησης. Όλοι συμφωνούν, ωστόσο, ότι η αναρχία θα οδηγήσει στο να «τερματιστεί παντού η καπιταλιστική και ιδιοκτησιακή εκμετάλλευση και το μισθολογικό σύστημα στο να καταργηθεί» είτε μέσω της “ισότιμης και δίκαιης ανταλλαγής” (του Προυντόν) είτε μέσω της ελεύθερης διανομής (του Κροπότκιν). [Προυντόν, The General Idea of the Revolution, σ. 281]

Αντίθετα, ο ατομικιστής αναρχικός (όπως και ο μουτουαλιστής) αρνείται ότι αυτό το σύστημα δικαιωμάτων χρήσης θα πρέπει να περιλαμβάνει το προϊόν της εργασίας των εργαζομένων. Αντί της κοινωνικής ιδιοκτησίας, οι ατομικιστές αναρχικοί προτείνουν ένα σύστημα που θα βασίζεται περισσότερο στην αγορά, στο οποίο οι εργάτες θα κατέχουν τα δικά τους μέσα παραγωγής και θα ανταλλάσσουν ελεύθερα το προϊόν της εργασίας τους με άλλους εργάτες. Υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός δεν είναι, στην πραγματικότητα, μια πραγματικά ελεύθερη αγορά. Αντίθετα, μέσω του κράτους, οι καπιταλιστές έχουν επιβάλει δεσμά στην αγορά για να επιτύχουν και να προστατεύσουν την οικονομική και κοινωνική τους εξουσία (πειθαρχία της αγοράς για την εργατική τάξη, κρατική βοήθεια για την άρχουσα τάξη με άλλα λόγια). Αυτά τα κρατικά μονοπώλια (του χρήματος, της γης, των δασμών και των πατεντών) και η κρατική επιβολή των καπιταλιστικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας είναι η πηγή της οικονομικής ανισότητας και της εκμετάλλευσης. Με την κατάργηση της κυβέρνησης, θα προέκυπτε ο πραγματικός ελεύθερος ανταγωνισμός και έτσι θα εξασφαλιζόταν το τέλος του καπιταλισμού και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης (δείτε το δοκίμιο του Benjamin Tucker, State Socialism and Anarchism για μια εξαιρετική περίληψη αυτού του επιχειρήματος).

Οι ατομικιστές αναρχικοί υποστηρίζουν ότι τα μέσα παραγωγής (εκτός από τη γη) είναι προϊόν ατομικής εργασίας και έτσι δέχονται ότι οι άνθρωποι πρέπει να μπορούν να πωλούν τα μέσα παραγωγής που χρησιμοποιούν, αν το επιθυμούν. Ωστόσο, απορρίπτουν τα καπιταλιστικά ιδιοκτησιακά δικαιώματα και, αντίθετα, ευνοούν ένα σύστημα “κατοχής και χρήσης”. Εάν τα μέσα παραγωγής, π.χ. η γη, δεν χρησιμοποιούνται, επιστρέφουν στην κοινή ιδιοκτησία και είναι διαθέσιμα σε άλλους προς χρήση. Πιστεύουν ότι αυτό το σύστημα, που ονομάζεται αμοιβαιότητα, θα οδηγήσει στον έλεγχο της παραγωγής από τους εργαζόμενους και στο τέλος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και της τοκογλυφίας. Αυτό συμβαίνει επειδή, λογικά και πρακτικά, ένα καθεστώς “κατοχής και χρήσης” δεν μπορεί να συνδυαστεί με τη μισθωτή εργασία. Αν ένας χώρος εργασίας χρειάζεται μια ομάδα για να τον λειτουργήσει, τότε πρέπει να ανήκει στην ομάδα που τον χρησιμοποιεί. Εάν ένα άτομο ισχυρίζεται ότι του ανήκει ενώ στην πραγματικότητα χρησιμοποιείται από περισσότερα άτομα από αυτό, τότε, προφανώς, παραβιάζεται η “κατοχή και χρήση”. Ομοίως, αν ένας ιδιοκτήτης απασχολεί άλλους για να χρησιμοποιούν τον χώρο εργασίας, τότε το αφεντικό μπορεί να ιδιοποιηθεί το προϊόν της εργασίας των εργαζομένων, παραβιάζοντας έτσι το αξίωμα ότι η εργασία πρέπει να λαμβάνει το πλήρες προϊόν της. Έτσι, οι αρχές του ατομικιστικού αναρχισμού οδηγούν σε αντικαπιταλιστικά συμπεράσματα (βλ. ενότητα Ζ.3).

Αυτή η δεύτερη διαφορά είναι η πιο σημαντική. Ο ατομικιστής φοβάται ότι θα αναγκαστεί να ενταχθεί σε μια κοινότητα και έτσι θα χάσει την ελευθερία του (συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας να ανταλλάσσει ελεύθερα με τους άλλους). Ο Μαξ Στίρνερ διατυπώνει καλά αυτή τη θέση όταν υποστηρίζει ότι «ο κομμουνισμός, με την κατάργηση κάθε προσωπικής ιδιοκτησίας, με πιέζει μόνο να επιστρέψω ακόμη περισσότερο στην εξάρτηση από κάποιον άλλο, δηλαδή από τη γενικότητα ή τη συλλογικότητα… [που είναι] μια συνθήκη που εμποδίζει την ελεύθερη κίνησή μου, μια κυρίαρχη εξουσία πάνω μου. Ο κομμουνισμός δικαίως επαναστατεί ενάντια στην πίεση που βιώνω από τους ατομικούς ιδιοκτήτες- αλλά ακόμα πιο αποτρόπαια είναι η δύναμη που βάζει στα χέρια της συλλογικότητας». [The Ego and Its Own, σ. 257] Ο Προυντόν επιχειρηματολόγησε επίσης κατά του κομμουνισμού, δηλώνοντας ότι η κοινότητα γίνεται ιδιοκτήτης στον κομμουνισμό και έτσι ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός βασίζονται στην ιδιοκτησία και άρα στην εξουσία (βλ. την ενότητα “Χαρακτηριστικά του κομμουνισμού και της ιδιοκτησίας” στο Τι είναι ιδιοκτησία;). Έτσι, ο ατομικιστής αναρχικός υποστηρίζει ότι η κοινωνική ιδιοκτησία θέτει σε κίνδυνο την ελευθερία του ατόμου, καθώς κάθε μορφή κομμουνισμού υποτάσσει το άτομο στην κοινωνία ή στην κοινότητα. Φοβούνται ότι, εκτός από την υπαγόρευση της ατομικής ηθικής, η κοινωνικοποίηση θα εξαλείψει ουσιαστικά τον έλεγχο των εργαζομένων, καθώς η “κοινωνία” θα λέει στους εργαζόμενους τι να παράγουν και θα παίρνει το προϊόν της εργασίας τους. Στην πραγματικότητα, υποστηρίζουν ότι ο κομμουνισμός (ή η κοινωνική ιδιοκτησία γενικά) θα ήταν παρόμοιος με τον καπιταλισμό, με την εκμετάλλευση και την εξουσία του αφεντικού να αντικαθίσταται από εκείνη της “κοινωνίας”.

Περιττό να πούμε ότι οι κοινωνικοί αναρχικοί διαφωνούν. Υποστηρίζουν ότι τα σχόλια του Στίρνερ και του Προυντόν είναι απολύτως σωστά – αλλά μόνο για τον εξουσιαστικό κομμουνισμό. Όπως υποστήριξε ο Κροπότκιν, «πριν και κατά τη διάρκεια του 1848, η θεωρία [του κομμουνισμού] προτάθηκε σε τέτοια μορφή ώστε να δικαιολογεί πλήρως τη δυσπιστία του Προυντόν ως προς την επίδρασή της στην ελευθερία. Η παλιά ιδέα του κομμουνισμού ήταν η ιδέα των μοναστικών κοινοτήτων υπό την αυστηρή διακυβέρνηση των πρεσβυτέρων ή των ανθρώπων της επιστήμης για την καθοδήγηση των ιερέων. Τα τελευταία απομεινάρια της ελευθερίας και της ατομικής πρωτοβουλίας θα καταστρέφονταν, αν η ανθρωπότητα έπρεπε ποτέ να περάσει από έναν τέτοιο κομμουνισμό». [Act for Yourselves, σ. 98] Ο Κροπότκιν υποστήριζε πάντα ότι ο κομμουνιστικός αναρχισμός ήταν μια νέα εξέλιξη και δεδομένου ότι χρονολογείται από τη δεκαετία του 1870, οι παρατηρήσεις του Προυντόν και του Στίρνερ δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι στρέφονται εναντίον του, καθώς δεν θα μπορούσαν να είναι εξοικειωμένοι με αυτόν.

Αντί να υποτάσσουν το άτομο στην κοινότητα, οι κοινωνικοί αναρχικοί υποστηρίζουν ότι η κοινοτική ιδιοκτησία θα παρέχει το απαραίτητο πλαίσιο για την προστασία της ατομικής ελευθερίας σε όλες τις πτυχές της ζωής, καταργώντας την εξουσία του ιδιοκτήτη της ιδιοκτησίας, με οποιαδήποτε μορφή και αν αυτή έχει. Επιπλέον, αντί να καταργήσει κάθε ατομική “ιδιοκτησία”, ο κομμουνιστικός αναρχισμός αναγνωρίζει τη σημασία της προσωπικής κατοχής και του προσωπικού χώρου. Έτσι βρίσκουμε τον Κροπότκιν να επιχειρηματολογεί ενάντια σε μορφές κομμουνισμού που «επιθυμούν να διαχειριστούν την κοινότητα κατά το πρότυπο της οικογένειας… να ζουν όλοι στο ίδιο σπίτι και… να αναγκάζονται έτσι να συναντούν συνεχώς τους ίδιους “αδελφούς και αδελφές”… είναι θεμελιώδες σφάλμα να επιβάλλεται σε όλους η “μεγάλη οικογένεια” αντί να προσπαθούμε, αντίθετα, να εγγυηθούμε όσο το δυνατόν περισσότερη ελευθερία και οικιακή ζωή σε κάθε άτομο». [Μικρά κοινοτικά πειράματα και γιατί αποτυγχάνουν, σελ. 8-9] Ο στόχος του αναρχικού κομμουνισμού είναι, για να παραθέσουμε και πάλι τον Κροπότκιν, να θέσει «τα προϊόντα που αποκομίζονται ή κατασκευάζονται στη διάθεση όλων, αφήνοντας στον καθένα την ελευθερία να τα καταναλώνει όπως θέλει στο σπίτι του». [The Place of Anarchism in the Evolution of Socialist Thought, σ. 7] Αυτό εξασφαλίζει την ατομική έκφραση των προτιμήσεων και των επιθυμιών και άρα την ατομικότητα – τόσο στην κατανάλωση όσο και στην παραγωγή, καθώς οι κοινωνικοί αναρχικοί είναι σταθεροί υποστηρικτές της αυτοδιαχείρισης των εργαζομένων.

Έτσι, για τους κοινωνικούς αναρχικούς, η Ατομικιστική Αναρχική αντίθεση στον κομμουνισμό ισχύει μόνο για τον κρατικό ή εξουσιαστικό κομμουνισμό και αγνοεί τη θεμελιώδη φύση του κομμουνιστικού αναρχισμού. Οι κομμουνιστές αναρχικοί δεν αντικαθιστούν την ατομικότητα με την κοινότητα, αλλά μάλλον χρησιμοποιούν την κοινότητα για να υπερασπιστούν την ατομικότητα. Αντί η “κοινωνία” να ελέγχει το άτομο, όπως φοβάται ο ατομικιστής αναρχικός, ο κοινωνικός αναρχισμός βασίζεται στη σημασία της ατομικότητας και της ατομικής έκφρασης:

«Ο αναρχικός κομμουνισμός διατηρεί την πιο πολύτιμη από όλες τις κατακτήσεις -την ατομική ελευθερία- και επιπλέον την επεκτείνει και της δίνει μια σταθερή βάση -την οικονομική ελευθερία- χωρίς την οποία η πολιτική ελευθερία είναι απατηλή, δεν ζητάει από το άτομο που έχει απορρίψει τον θεό, τον παγκόσμιο τύραννο, τον θεό βασιλιά και τον θεό κοινοβούλιο, να δώσει στον εαυτό του έναν θεό πιο τρομερό από οποιονδήποτε από τους προηγούμενους – τον θεό Κοινότητα, ή να παραιτηθεί στο βωμό του από την ανεξαρτησία του [ή της], τη θέλησή του [ή της], τα γούστα του [ή της] και να αναβιώσει τον όρκο ασκητισμού που έδωσε επίσημα ενώπιον του εσταυρωμένου θεού. Του λέει, αντίθετα, “Καμία κοινωνία δεν είναι ελεύθερη όσο το άτομο δεν είναι ελεύθερο!”…» [Ό.π., σ. 14-15].

Επιπρόσθετα, οι κοινωνικοί αναρχικοί ανέκαθεν αναγνώριζαν την ανάγκη για εθελοντική κολεκτιβοποίηση. Αν οι άνθρωποι επιθυμούν να εργαστούν μόνοι τους, αυτό δεν θεωρείται πρόβλημα (βλέπε The Conquest of Bread του Κροπότκιν, σελ. 61 και Act for Yourselves, σελ. 104-5, καθώς και Errico Malatesta: His Life and Ideas του Μαλατέστα, σελ. 99 και 103). Αυτό, όπως τονίζουν οι κοινωνικοί αναρχικοί, δεν έρχεται σε καμία περίπτωση σε αντίθεση με τις αρχές τους ή τον κομμουνιστικό χαρακτήρα της επιθυμητής κοινωνίας τους, καθώς οι εξαιρέσεις αυτές έχουν τις ρίζες τους στο σύστημα “δικαιωμάτων χρήσης” στο οποίο βασίζονται και οι δύο (βλ. ενότητα I.6.2 για μια πλήρη εξέταση). Επιπλέον, για τους κοινωνικούς αναρχικούς μια ένωση υπάρχει αποκλειστικά προς όφελος των ατόμων που την αποτελούν- είναι το μέσο με το οποίο οι άνθρωποι συνεργάζονται για να καλύψουν τις κοινές τους ανάγκες. Ως εκ τούτου, όλοι οι αναρχικοί τονίζουν τη σημασία της ελεύθερης συμφωνίας ως τη βάση μιας αναρχικής κοινωνίας. Έτσι, όλοι οι αναρχικοί συμφωνούν με τον Μπακούνιν:

«Ο κολεκτιβισμός θα μπορούσε να επιβληθεί μόνο σε σκλάβους, και αυτό το είδος κολεκτιβισμού θα ήταν τότε η άρνηση της ανθρωπινότητας. Σε μια ελεύθερη κοινότητα, ο κολεκτιβισμός μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από την πίεση των περιστάσεων, όχι με επιβολή από τα πάνω, αλλά με μια ελεύθερη αυθόρμητη κίνηση από τα κάτω». [Bakunin on Anarchism, σ. 200].

Αν οι ατομικιστές επιθυμούν να εργάζονται για τον εαυτό τους και να ανταλλάσσουν αγαθά με άλλους, οι κοινωνικοί αναρχικοί δεν έχουν αντίρρηση. Εξ ου και τα σχόλιά μας ότι οι δύο μορφές αναρχισμού δεν είναι αμοιβαία αποκλειόμενες. Οι κοινωνικοί αναρχικοί υποστηρίζουν το δικαίωμα των ατόμων να μην ενταχθούν σε μια κομμούνα, ενώ οι ατομικιστές αναρχικοί υποστηρίζουν το δικαίωμα των ατόμων να μοιράζονται τα αγαθά τους όπως αυτοί κρίνουν σκόπιμο, συμπεριλαμβανομένων των κομμουνιστικών ενώσεων. Ωστόσο, αν, στο όνομα της ελευθερίας, ένα άτομο επιθυμούσε να διεκδικήσει δικαιώματα ιδιοκτησίας ώστε να εκμεταλλευτεί την εργασία των άλλων, οι κοινωνικοί αναρχικοί θα αντιστέκονταν πάραυτα σε αυτή την προσπάθεια αναδημιουργίας του κρατισμού στο όνομα της “ελευθερίας”. Οι αναρχικοί δεν σέβονται την “ελευθερία” κανενός να κυβερνά! Σύμφωνα με τα λόγια του Λουίτζι Γκαλλεάνι:

«Δεν είναι λιγότερο σοφιστική η τάση εκείνων που, κάτω από τον βολικό μανδύα του αναρχικού ατομικισμού, θα καλωσόριζαν την ιδέα της κυριαρχίας… Αλλά οι κήρυκες της κυριαρχίας αναλαμβάνουν να ασκήσουν τον ατομικισμό στο όνομα του εγώ τους, πάνω στο υπάκουο, παραιτημένο ή αδρανές εγώ των άλλων». [The End of Anarchism?, σ. 40].

Επιπλέον, για τους κοινωνικούς αναρχικούς, η ιδέα ότι τα μέσα παραγωγής μπορούν να πωληθούν συνεπάγεται ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία θα μπορούσε να επανέλθει σε μια αναρχική κοινωνία. Σε μια ελεύθερη αγορά, κάποιοι πετυχαίνουν και άλλοι αποτυγχάνουν. Όπως υποστήριζε ο Προυντόν, στον ανταγωνισμό η νίκη πηγαίνει στον ισχυρότερο. Όταν η διαπραγματευτική δύναμη κάποιου είναι ασθενέστερη από κάποιον άλλο, τότε οποιαδήποτε “ελεύθερη ανταλλαγή” θα ωφελήσει το ισχυρότερο μέρος. Έτσι, η αγορά, ακόμη και μια μη καπιταλιστική αγορά, θα τείνει να μεγεθύνει τις ανισότητες πλούτου και δύναμης με την πάροδο του χρόνου αντί να τις εξισώνει. Στον καπιταλισμό αυτό είναι πιο προφανές, καθώς εκείνοι που έχουν να πουλήσουν μόνο την εργατική τους δύναμη βρίσκονται σε ασθενέστερη θέση από εκείνους που διαθέτουν κεφάλαιο, αλλά ο ατομικιστικός αναρχισμός θα επηρεαζόταν επίσης.

Έτσι, όπως υποστηρίζουν οι κοινωνικοί αναρχικοί, μια ατομικιστική αναρχική κοινωνία, εντελώς αντίθετα προς τη θέλησή της, θα οδηγούσε μακριά από τις δίκαιες ανταλλαγές πίσω στον καπιταλισμό. Αν, όπως φαίνεται πιθανό, οι “αποτυχημένοι” ανταγωνιστές αναγκαστούν να μείνουν άνεργοι, ίσως αναγκαστούν να πουλήσουν την εργασία τους στους “επιτυχημένους” για να επιβιώσουν. Αυτό θα δημιουργούσε εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις και την κυριαρχία των λίγων επί των πολλών μέσω της σύναψης “ελεύθερων συμβάσεων”. Η επιβολή τέτοιων συμβάσεων (και άλλων παρόμοιων), κατά πάσα πιθανότητα, «θα άνοιγε… το δρόμο για την ανασύσταση υπό τον τίτλο της “προστασίας” όλων των λειτουργιών του κράτους». [Peter Kropotkin, Anarchism, σ. 297].

Ο Μπέντζαμιν Τάκερ, ο αναρχικός που επηρεάστηκε περισσότερο από τον φιλελευθερισμό και τις ιδέες της ελεύθερης αγοράς, αντιμετώπισε επίσης τα προβλήματα που συνδέονται με όλες τις σχολές αφηρημένου ατομικισμού – ειδικότερα, την αποδοχή αυταρχικών κοινωνικών σχέσεων ως έκφραση της “ελευθερίας”. Αυτό οφείλεται στην ταύτιση της ιδιοκτησίας με το κράτος. Ο Τάκερ υποστήριξε ότι το κράτος χαρακτηρίζεται από δύο πράγματα, την επιθετικότητα και «την ανάληψη εξουσίας πάνω σε μια δεδομένη περιοχή και σε όλα όσα βρίσκονται εντός αυτής, η οποία ασκείται γενικά με διπλό σκοπό την πληρέστερη καταπίεση των υπηκόων του και την επέκταση των ορίων του». [Instead of a Book, σ. 22] Ωστόσο, το αφεντικό και ο ιδιοκτήτης έχουν επίσης εξουσία πάνω σε μια δεδομένη περιοχή (την εν λόγω ιδιοκτησία) και σε όλους μέσα σε αυτήν (εργάτες και ενοικιαστές). Οι πρώτοι ελέγχουν τις ενέργειες των δεύτερων, όπως ακριβώς το κράτος κυβερνά τον πολίτη ή τον υπήκοο. Με άλλα λόγια, η ατομική ιδιοκτησία παράγει τις ίδιες κοινωνικές σχέσεις με αυτές που γεννά το κράτος, καθώς προέρχεται από την ίδια πηγή (μονοπώλιο εξουσίας πάνω σε μια δεδομένη περιοχή και σε όσους τη χρησιμοποιούν).

Οι κοινωνικοί αναρχικοί υποστηρίζουν ότι η αποδοχή της ατομικής ιδιοκτησίας από τους ατομικιστές αναρχικούς και η ατομικιστική τους αντίληψη για την ατομική ελευθερία μπορεί να οδηγήσει στην άρνηση της ατομικής ελευθερίας με τη δημιουργία κοινωνικών σχέσεων που είναι ουσιαστικά αυταρχικές/κρατιστικές από τη φύση τους. «Οι ατομικιστές», υποστήριξε ο Μαλατέστα, «δίνουν τη μεγαλύτερη σημασία σε μια αφηρημένη έννοια της ελευθερίας και αποτυγχάνουν να λάβουν υπόψη τους ή να σταθούν στο γεγονός ότι η πραγματική, συγκεκριμένη ελευθερία είναι το αποτέλεσμα της αλληλεγγύης και της εθελοντικής συνεργασίας». [The Anarchist Revolution, σ. 16] Έτσι, η μισθωτή εργασία, για παράδειγμα, τοποθετεί τον εργαζόμενο στην ίδια σχέση με το αφεντικό όπως η ιθαγένεια τοποθετεί τον πολίτη στο κράτος, δηλαδή σε μια σχέση κυριαρχίας και υποταγής. Ομοίως με τον ενοικιαστή και τον ιδιοκτήτη.

Μια τέτοια κοινωνική σχέση δεν μπορεί παρά να παράγει τις άλλες πτυχές του κράτους. Όπως επισημαίνει ο Albert Meltzer, αυτό δεν μπορεί παρά να έχει κρατιστικές συνέπειες, διότι «η σχολή του Μπέντζαμιν Τάκερ -λόγω του ατομικισμού της- αποδέχθηκε την ανάγκη της αστυνομίας να σπάσει τις απεργίες, ώστε να εγγυηθεί την “ελευθερία” του εργοδότη. Όλη αυτή η σχολή των λεγόμενων ατομικιστών αποδέχεται… την αναγκαιότητα της αστυνομίας, και άρα της κυβέρνησης, και ο πρωταρχικός ορισμός του αναρχισμού είναι η μη κυβέρνηση». [Anarchism: Arguments For and Against, σελ. 8] Εν μέρει γι’ αυτόν τον λόγο οι κοινωνικοί αναρχικοί υποστηρίζουν την κοινωνική ιδιοκτησία ως το καλύτερο μέσο για την προστασία της ατομικής ελευθερίας.

Αποδεχόμενοι την ατομική ιδιοκτησία, το πρόβλημα αυτό μπορεί να “ξεπεραστεί” μόνο με την αποδοχή, μαζί με τον Προυντόν (πηγή πολλών από τις οικονομικές ιδέες του Τάκερ), της ανάγκης για συνεταιρισμούς για τη λειτουργία χώρων εργασίας που απαιτούν περισσότερους από έναν εργαζόμενους. Αυτό συμπληρώνει φυσικά την υποστήριξή τους προς την “κατοχή και χρήση” της γης, η οποία θα καταργούσε ουσιαστικά τους ιδιοκτήτες. Χωρίς συνεταιρισμούς, οι εργάτες θα υφίστανται εκμετάλλευση, διότι «είναι αρκετά καλό να μιλάμε για την αγορά [από τον εργάτη] χειροκίνητων εργαλείων ή μικρών μηχανημάτων που μπορούν να μετακινηθούν, αλλά τι γίνεται με τα γιγαντιαία μηχανήματα που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία ενός ορυχείου ή ενός εργοστασίου; Απαιτούνται πολλοί για να τα δουλέψουν. Αν αυτά ανήκουν σε έναν, δεν θα βάλει αυτός τους άλλους να πληρώσουν φόρο για τη χρήση τους;” Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι «κανένας άνθρωπος δεν θα προσελάμβανε άλλον για να εργαστεί γι’ αυτόν, εκτός κι αν μπορούσε να κερδίσει περισσότερα για το προϊόν του απ’ όσα θα χρειαζόταν να πληρώσει γι’ αυτό, και εφόσον συμβαίνει αυτό, η αναπόφευκτη πορεία της συναλλαγής και της επανα-συναλλαγής θα ήταν να λαμβάνει κάποιος λιγότερο από το πλήρες ποσό που δικαιούται». [Voltairine de Cleyre, “Why I am an Anarchist”, Exquisite Rebel, σ. 61 και σ. 60] Μόνο όταν οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν έναν πόρο είναι κύριοι αυτού του πόρου, η ατομική ιδιοκτησία δεν μπορεί να οδηγήσει σε ιεραρχική εξουσία ή εκμετάλλευση (δηλ. κρατισμό/καπιταλισμό). Μόνο όταν μια βιομηχανία ανήκει στο συνεταιρισμό, οι εργαζόμενοι μπορούν να διασφαλίσουν ότι αυτοδιοικούνται κατά τη διάρκεια της εργασίας και ότι μπορούν να λάβουν την πλήρη αξία των αγαθών που παράγουν όταν αυτά πωληθούν.

Αυτή η λύση είναι αυτή που όντως φαίνεται να αποδέχονται οι ατομικιστές αναρχικοί και η μόνη που συνάδει με όλες τις διακηρυγμένες αρχές τους (καθώς και με τον αναρχισμό). Αυτό φαίνεται όταν ο Γάλλος ατομικιστής E. Armand υποστήριξε ότι η βασική διαφορά μεταξύ της σχολής του αναρχισμού του και του κομμουνιστικού αναρχισμού είναι ότι, εκτός του ότι θεωρεί ότι «η ιδιοκτησία των καταναλωτικών αγαθών αντιπροσωπεύει μια επέκταση της προσωπικότητας [του εργάτη]», θεωρεί επίσης ότι «η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και η ελεύθερη διάθεση των προϊόντων του είναι η πεμπτουσία της εγγύησης της αυτονομίας του ατόμου. Η λογική είναι ότι η ιδιοκτησία αυτή συνοψίζεται στη δυνατότητα να αναπτύξει (ως άτομα, ζευγάρια, οικογενειακές ομάδες κ.λπ.) το απαιτούμενο οικόπεδο ή τα μηχανήματα παραγωγής για να καλύψει τις ανάγκες της κοινωνικής μονάδας, υπό την προϋπόθεση ότι ο ιδιοκτήτης δεν τα μεταβιβάζει σε κάποιον άλλον ή δεν ζητά τις υπηρεσίες κάποιου άλλου για τη λειτουργία τους». Έτσι, ο ατομικιστής αναρχικός θα μπορούσε να «υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια… στην εκμετάλλευση οποιουδήποτε από κάποιον από τους γείτονές του, ο οποίος θα τον βάλει να δουλέψει στην υπηρεσία του και προς όφελός του» και «στην απληστία, δηλαδή στην ευκαιρία ενός ατόμου, ενός ζευγαριού ή μιας οικογενειακής ομάδας να κατέχει περισσότερα από όσα απαιτούνται αυστηρά για την κανονική συντήρησή τους». [Mini-Manual of the Anarchist Individualist, σελ. 145-9, Anarchism, Robert Graham (επ.), σελ. 147 και σελ. 147-8].

Οι ιδέες των Αμερικανών ατομικιστών αναρχικών οδηγούν λογικά στα ίδια συμπεράσματα. Η «Κατοχή και Χρήση» αποκλείει αυτόματα τη μισθωτή εργασία και άρα την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Όπως σωστά επισημαίνει ο Wm. Gary Kline, οι Αμερικανοί ατομικιστές αναρχικοί «προσέβλεπαν σε μια κοινωνία σε μεγάλο βαθμό αυτοαπασχολούμενων εργατών χωρίς σημαντικές διαφορές στον πλούτο μεταξύ οποιουδήποτε από αυτούς». [The Individualist Anarchists, σ. 104] Αυτό το όραμα μιας κοινωνίας αυτοαπασχολούμενων που απορρέει λογικά από τις αρχές τους είναι που εξασφαλίζει ότι οι ιδέες τους είναι πραγματικά αναρχικές. Όπως και να έχει, η πεποίθησή τους ότι το σύστημά τους θα εξασφάλιζε την εξάλειψη του κέρδους, του ενοικίου και των τόκων, τους τοποθετεί ξεκάθαρα στο αντικαπιταλιστικό στρατόπεδο μαζί με τους κοινωνικούς αναρχικούς.

Περιττό να πούμε ότι οι κοινωνικοί αναρχικοί διαφωνούν με τον ατομικιστικό αναρχισμό, υποστηρίζοντας ότι υπάρχουν ανεπιθύμητα χαρακτηριστικά ακόμη και των μη καπιταλιστικών αγορών που θα υπονόμευαν την ελευθερία και την ισότητα. Επιπλέον, η ανάπτυξη της βιομηχανίας έχει οδηγήσει σε φυσικά εμπόδια πρόσβασης στις αγορές και αυτό όχι μόνο καθιστά σχεδόν αδύνατη την κατάργηση του καπιταλισμού μέσω του ανταγωνισμού εναντίον του, αλλά καθιστά επίσης πιθανή τη δυνατότητα αναδημιουργίας της τοκογλυφίας με νέες μορφές. Αν το συνδυάσετε αυτό με τη δυσκολία προσδιορισμού της ακριβούς συνεισφοράς κάθε εργαζόμενου σε ένα προϊόν σε μια σύγχρονη οικονομία, καταλαβαίνετε γιατί οι κοινωνικοί αναρχικοί υποστηρίζουν ότι η μόνη πραγματική λύση στον καπιταλισμό είναι η εξασφάλιση της κοινοτικής ιδιοκτησίας και διαχείρισης της οικονομίας. Είναι αυτή η αναγνώριση των εξελίξεων στην καπιταλιστική οικονομία που κάνει τους κοινωνικούς αναρχικούς να απορρίπτουν τον ατομικιστικό αναρχισμό υπέρ της κοινοκτημοσύνης, και άρα της αποκέντρωσης, της παραγωγής μέσω της ελεύθερα συνδεδεμένης και συνεταιριστικής εργασίας σε μεγάλη κλίμακα και όχι μόνο στο χώρο εργασίας.

Για περισσότερη ανάλυση σχετικά με τις ιδέες των ατομικιστών αναρχικών, και γιατί οι κοινωνικοί αναρχικοί τις απορρίπτουν, δείτε την ενότητα Ζ – «Είναι ο ατομικιστικός αναρχισμός καπιταλιστικός;».

 

 

https://anarchistfaq.org/afaq/sectionA.html#seca31