«Είμαι αναρχικός». Φώναζε το παλικάρι στους βασανιστές του!

του ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΡΩΝΙΤΗ

 

Είναι ακόμα τόσο κοντά μας, θα έλεγα ανάμεσά μας τα δεινά της επτάχρονης δικτατορίας, ώστε δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε για αναμνήσεις. Η μνήμη προϋποθέτει κάποιαν ανακουφιστική απόσταση, κι αυτή ακόμη δεν υπάρχει. Δεν είναι μόνο ζήτημα χρόνου, όσο αλλαγής συνθηκών.  Άμποτε να αλλάξουν οι συνθήκες τόσο, ώστε να μας επιτρέψουν να θυμόμαστε.

Προς το παρόν θα ήθελα να φέρω στη δημοσιότητα ένα νωπό γεγονός που κατοικεί τα αυλάκια του μυαλού μου και τρέφει σε ώρες δύσκολες την πικρή μου αισιοδοξία:

Πρέπει να ήταν Ιούνιος του 1972. Βρισκόμαστε πια στα τσιμεντένια κελιά του ΚΕΣΑ1 με τις βαριές σιδερένιες πόρτες. Είχαμε ήδη περάσει από τα υπόγεια του ΕΑΤ/ΕΣΑ2 με τους επώνυμους και τους ανώνυμους ανακριτές-βασανιστές. Η σωματική και νευρική μας αντοχή είχε πολύ δοκιμαστεί – δε λέω: εξαντληθεί, μολονότι κι αυτό θα ήταν δυνατό να είχε συμβεί.

Ένα μεσημέρι, λοιπόν, εκείνου του Ιουνίου, άρχισε η συνηθισμένη «τελετή»: άνοιγαν τα κελιά, ένα ένα, για να πάρει καθένας μας το φαγητό του. Ορισμένα όμως κελιά (δεν ήταν πια η δική μου περίπτωση), έμεναν για ώρα ανοιχτά, και στο μεταξύ όσοι απομέναμε πίσω από τις κλειστές μας πόρτες ακούγαμε τρέμοντας κραυγές και άγρια βογκητά. Οι δεσμοφύλακες, ενισχυμένοι και από ένα συρφετό εσατζήδων που διασκέδαζαν τη μεσημεριανή τους ανάπαυση, επιδίδονταν στα καθημερινά τους καθήκοντα: έβριζαν χυδαία, χτυπούσαν αλύπητα, εξευτέλιζαν όσο μπορούσαν.

Εκείνο, λοιπόν, το μεσημέρι έμεινε ανοιχτό για ώρα το διπλανό κελί μου (το 5 ή το 6, εγώ ήμουν τότε στο 4). Δεν έμαθα ποτέ ποιο παλικάρι σφάδαζε στο διάδρομο. Μούγκριζε υπόκωφα, αλλά δεν έβγαλε ούτε μια φορά δυνατή κραυγή. Κάποτε άκουσα να τον σέρνουν στο κελί του, ενώ ο δεσμοφύλακας τον περιέλουζε με βρισιές που δεν φημίζονταν για την πρωτοτυπία τους: «Ρε π…, βρωμοκομμουνιστή, εδώ θα σαπίσεις». Κι ενώ η πόρτα έκλεινε, ακούστηκε μια ήρεμη, καθαρή, απόλυτα ζυγισμένη φωνή: «Δεν είμαι κομμουνιστής˙ είμαι αναρχικός».

Θα ήθελα κάποτε να διηγηθώ το περιστατικό πολύ απλά, κι ύστερα να ζητήσω να μπει στα αναγνώσματα του σχολείου. Γιατί αυτή η γενναία, απροσδόκητη απόκριση εμένα τότε με παρηγόρησε βαθιά και μου έδειξε μια και καλή πώς προχωρεί η αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως το θάνατο.

 

  1. Σ.τ.Σ.: ΚΕΣΑ: Κέντρον Εκπαιδεύσεως Στρατιωτικής Αστυνομίας. Χρησιμοποιήθηκε ως τόπος κράτησης και βασανιστηρίων στη διάρκεια της δικτατορίας.
  2. Σ.τ.Σ.: ΕΑΤ/ΕΣΑ: Ειδικόν Ανακριτικόν Τμήμα ΕΣΑ: Το τμήμα της ΕΣΑ που ασχολείτο με τη δίωξη των πολιτικών αντιπάλων της χούντας. Το στρατόπεδό του, διαβόητος τόπος βασανιστηρίων, βρισκόταν μεταξύ αμερικανικής πρεσβείας και Λυκαβητού.

 

Κείμενο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Το Βήμα, Αθήνα, 27 Απριλίου 1975. Ο Δ. Ν. Μαρωνίτης ήταν διαρκής στόχος της Χούντας. Απολύθηκε από τη θέση του, συνελήφθη με την κατηγορία συμμετοχής στο ΠΑΚ και παρέμεινε ένα μήνα στο ΕΑΤ/ΕΣΑ. Και έξι μήνες στις φυλακές Κορυδαλλού. Στο ΚΕΣΑ υπέστη διάτρηση στομάχου. Συνελήφθη πάλι μετά την κατάληψη της Νομικής με την κατηγορία ότι την υποκίνησε και κρατήθηκε ως τον Αύγουστο του 1973, όπου αποφυλακίστηκε με την αμνηστία.

 

 

Το κείμενο μαζί με τις σημειώσεις που το ακολουθούν αντλήθηκε από το βιβλίο “ΟΤΑΝ Ο ΚΟΚΚΟΡΑΣ ΛΑΛΟΥΣΕ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ…” – Ανθολογία αναρχικών κειμένων 1971-1978, των εκδόσεων ΒΙΒΛΙΟΠΈΛΑΓΟΣ με εισαγωγή, επιμέλεια κειμένων και υπομνηματισμό του Μιχαήλ Πρωτοψάλτη.