Υποστηρίζουν οι αναρχικοί την τρομοκρατία;

Όχι, κι’ αυτό για τρεις λόγους.

Τρομοκρατία σημαίνει είτε να στοχεύεις είτε να μην νοιάζεσαι για τη δολοφονία αθώων ανθρώπων. Για να υπάρξει αναρχία, πρέπει αυτή να δημιουργηθεί από τη μάζα των ανθρώπων. Δεν πείθει κανείς τους ανθρώπους για τις ιδέες του ανατινάζοντας τους. Δεύτερον, ο αναρχισμός αποσκοπεί στην αυτοαπελευθέρωση. Δεν μπορεί κανείς να ανατινάξει μια κοινωνική σχέση. Η ελευθερία δεν μπορεί να δημιουργηθεί από τις ενέργειες μιας ελίτ λίγων που θα καταστρέψουν τους άρχοντες για λογαριασμό της πλειοψηφίας. Με απλά λόγια, μια «δομή που βασίζεται σε αιώνες ιστορίας δεν μπορεί να καταστραφεί με μερικά κιλά εκρηκτικών». [Κροπότκιν, όπως αναφέρεται από τον Martin A. Millar, Kropotkin, σ. 174]. Όσο οι άνθρωποι αισθάνονται την ανάγκη για κυβερνώντες, η ιεραρχία θα υπάρχει (βλ. ενότητα Α.2.16 για περισσότερα σχετικά με αυτό). Όπως τονίσαμε προηγουμένως, η ελευθερία δεν μπορεί να δοθεί, παρά μόνο να κατακτηθεί. Τέλος, ο αναρχισμός στοχεύει στην ελευθερία. Εξ ου και το σχόλιο του Μπακούνιν ότι «όταν κάποιος πραγματοποιεί μια επανάσταση για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας, πρέπει να σέβεται τη ζωή και την ελευθερία των ανθρώπων». [παρατίθεται από τον K.J. Kenafick, Michael Bakunin and Karl Marx, σ. 125] Για τους αναρχικούς, τα μέσα καθορίζουν τους σκοπούς και η τρομοκρατία από τη φύση της παραβιάζει τη ζωή και την ελευθερία των ατόμων και έτσι δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία μιας αναρχικής κοινωνίας. Η ιστορία, ας πούμε, της Ρωσικής Επανάστασης, επιβεβαίωσε τη διαπίστωση του Κροπότκιν ότι «θα ήταν πολύ θλιβερή η μελλοντική επανάσταση αν μπορούσε να θριαμβεύσει μόνο με την τρομοκρατία». [παρατίθεται από τον Millar, Ό.π., σ. 175].

Επιπλέον, οι αναρχικοί δεν αντιτίθενται στα άτομα αλλά στους θεσμούς και τις κοινωνικές σχέσεις που έχουν ως συνέπεια ορισμένα άτομα να έχουν εξουσία πάνω σε άλλα και να κάνουν κατάχρηση (δηλαδή να χρησιμοποιούν) αυτή την εξουσία. Επομένως, η αναρχική επανάσταση αφορά την καταστροφή των δομών, όχι των ανθρώπων. Όπως επισήμανε ο Μπακούνιν, «δεν επιθυμούμε να σκοτώσουμε πρόσωπα, αλλά να καταργήσουμε την εξουσία και τα προνόμιά τους» και ο αναρχισμός «δεν συνεπάγεται το θάνατο των ατόμων που αποτελούν την αστική τάξη, αλλά το θάνατο της αστικής τάξης ως πολιτικής και κοινωνικής οντότητας που είναι οικονομικά διακριτή από την εργατική τάξη». [The Basic Bakunin, σελ. 71 και σελ. 70] Με άλλα λόγια, «Δεν μπορείς να ανατινάξεις μια κοινωνική σχέση» (για να παραθέσουμε τον τίτλο μιας αναρχικής μπροσούρας που παρουσιάζει την αναρχική επιχειρηματολογία ενάντια στην τρομοκρατία).

Πώς γίνεται, λοιπόν, να έχει συνδεθεί ο αναρχισμός με τη βία; Εν μέρει αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το κράτος και τα μέσα ενημέρωσης επιμένουν να αναφέρουν τεροριστές που δεν είναι αναρχικοί ως αναρχικούς. Για παράδειγμα, τα μέλη της γερμανικής οργάνωσης Baader-Meinhoff συχνά αποκαλούνταν “αναρχικοί” παρά τον αυτοδιακηρυγμένο μαρξισμό-λενινισμό τους. Οι συκοφαντίες, δυστυχώς, λειτουργούν. Ομοίως, όπως επεσήμανε η Έμμα Γκόλντμαν, «είναι γνωστό γεγονός που γνωρίζουν σχεδόν όλοι όσοι είναι εξοικειωμένοι με το αναρχικό κίνημα ότι ένας μεγάλος αριθμός [βίαιων] πράξεων, για τις οποίες οι αναρχικοί έπρεπε να υποφέρουν, είτε προήλθαν από τον καπιταλιστικό τύπο είτε υποκινήθηκαν, αν δεν διαπραχθούν άμεσα, από την αστυνομία». [Red Emma Speaks, σ. 262]

Ένα παράδειγμα αυτής της μεθόδου μπορεί να δει κανείς στο σημερινό κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης. Στο Σιάτλ, για παράδειγμα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ανέφεραν “βία” από διαδηλωτές (ιδίως αναρχικούς), η οποία όμως περιοριζόταν σε μερικά σπασμένα παράθυρα. Η πολύ μεγαλύτερη πραγματική βία της αστυνομίας κατά των διαδηλωτών (η οποία, παρεμπιπτόντως, ξεκίνησε πριν από το σπάσιμο ενός μόνο παραθύρου) δεν θεωρήθηκε άξια σχολιασμού. Η μετέπειτα κάλυψη των διαδηλώσεων κατά της παγκοσμιοποίησης από τα μέσα ενημέρωσης ακολούθησε αυτό το μοτίβο, συνδέοντας σταθερά τον αναρχισμό με τη βία, παρά το γεγονός ότι οι διαδηλωτές ήταν αυτοί που υπέστησαν τη μεγαλύτερη βία από το κράτος. Όπως σημειώνει ο αναρχικός ακτιβιστής Starhawk, «αν το να σπας παράθυρα και να αντιστέκεσαι όταν επιτίθενται οι μπάτσοι είναι “βία”, τότε δώστε μου μια νέα λέξη, μια λέξη χίλιες φορές ισχυρότερη, για να τη χρησιμοποιήσω όταν οι μπάτσοι χτυπούν μέχρι να πέσουν σε κώμα ανθρώπους που δεν αντιστέκονται». [Staying on the Streets, σ. 130].

Παρομοίως, στις διαδηλώσεις της Γένοβας το 2001, τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης παρουσίασαν τους διαδηλωτές ως βίαιους, παρόλο που το κράτος ήταν αυτό που σκότωσε έναν από αυτούς και έστειλε στο νοσοκομείο πολλές χιλιάδες άλλους. Η παρουσία των προβοκατόρων της αστυνομίας στη πρόκληση της βίας δεν αναφέρθηκε από τα μέσα ενημέρωσης. Όπως σημείωσε εκ των υστέρων ο Starhawk, στη Γένοβα «αντιμετωπίσαμε μια επιμελώς ενορχηστρωμένη πολιτική εκστρατεία κρατικής τρομοκρατίας. Η εκστρατεία περιελάμβανε παραπληροφόρηση, χρήση μυστικών και προβοκατόρων, συνεργασία με δεδηλωμένες φασιστικές ομάδες…. , τη σκόπιμη στοχοποίηση μη βίαιων ομάδων με δακρυγόνα και ξυλοδαρμούς, την ενδημική αστυνομική βαρβαρότητα, τα βασανιστήρια κρατουμένων, την πολιτική δίωξη των διοργανωτών… Όλα αυτά τα έκαναν ανοιχτά, με τρόπο που δείχνει ότι δεν φοβόντουσαν τις επιπτώσεις και ανέμεναν πολιτική προστασία από τις ανώτατες αρχές». Ό.π., σ. 128-9] Αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν αναφέρθηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης επιδόθηκαν σε ακόμα περισσότερες αντι-αναρχικές υπερβολές, επινοώντας ιστορίες για να παρουσιάσουν τους αναρχικούς ως άτομα γεμάτα μίσος που σχεδιάζουν μαζικές βιαιοπραγίες. Για παράδειγμα, στην Ιρλανδία το 2004 τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι οι αναρχικοί σχεδίαζαν να χρησιμοποιήσουν δηλητηριώδη αέρια κατά τη διάρκεια των εορτασμών για την ΕΕ στο Δουβλίνο. Φυσικά, αποδείξεις για ένα τέτοιο σχέδιο δεν υπήρχαν και καμία τέτοια ενέργεια δεν έγινε. Ούτε και η εξέγερση που τα μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι οι αναρχικοί οργάνωναν. Μια παρόμοια διαδικασία παραπληροφόρησης συνόδευσε τις αντικαπιταλιστικές διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς στο Λονδίνο και τις διαδηλώσεις κατά του Ρεπουμπλικανικού Εθνικού Συνεδρίου στη Νέα Υόρκη. Παρά το γεγονός ότι αποδεικνύεται διαρκώς ότι κάνουν λάθος μετά το εκάστοτε συμβάν, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συνεχίζουν να δημοσιεύουν τις τρομοϊστορίες τους περί αναρχικής βίας (ακόμα και επινοώντας γεγονότα όπως στο Σιάτλ, ας πούμε, για να δικαιολογήσουν τα άρθρα τους και να δαιμονοποιήσουν περαιτέρω τον αναρχισμό). Έτσι διαιωνίζεται ο μύθος ότι ο αναρχισμός είναι ταυτόσημος με τη βία. Περιττό να πούμε ότι οι ίδιες εφημερίδες που υπερθεμάτιζαν για την (“ανύπαρκτη”) απειλή της αναρχικής βίας παρέμειναν σιωπηλές για την πραγματική βία και την καταστολή από την αστυνομία κατά των διαδηλωτών που συνέβησαν σε αυτές τις εκδηλώσεις. Ούτε ζήτησαν συγγνώμη αφού οι (χωρίς στοιχεία) καταστροφολογικές ιστορίες τους αποκαλύφθηκαν ως ανοησίες που πραγματικά ήταν από τα γεγονότα που ακολούθησαν.

Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Αναρχικοί δεν έχουν διαπράξει πράξεις βίας. Έχουν διαπράξει (όπως και μέλη άλλων πολιτικών και θρησκευτικών κινημάτων). Ο κύριος λόγος για τη συσχέτιση της τρομοκρατίας με τον αναρχισμό οφείλεται στην περίοδο της προπαγάνδας δια της πράξης στο αναρχικό κίνημα.

Αυτή η περίοδος – περίπου από το 1880 έως το 1900 – σημαδεύτηκε από έναν μικρό αριθμό αναρχικών που εκτέλεσαν μέλη της άρχουσας τάξης (βασιλείς, πολιτικούς και ούτω καθεξής). Στα χειρότερά της, αυτή η περίοδος είδε θέατρα και καταστήματα τα οποία επισκέπτονταν μέλη της αστικής τάξης να γίνονται στόχοι. Οι πράξεις αυτές ονομάστηκαν “προπαγάνδα δια της πράξης”. Η αναρχική υποστήριξη της τακτικής αυτής ενισχύθηκε από την εκτέλεση του Τσάρου Αλέξανδρου Β’ το 1881 από Ρώσους ποπουλιστές (το γεγονός αυτό προκάλεσε το περίφημο κύριο άρθρο του Γιόχαν Μοστ στην εφημερίδα Freiheit, με τίτλο “Επιτέλους!”, που εξυμνούσε τη βασιλοκτονία και την εκτέλεση τυράννων). Ωστόσο, υπήρχαν βαθύτεροι λόγοι για την αναρχική υποστήριξη αυτής της τακτικής: πρώτον, ως εκδίκηση για τις πράξεις καταστολής που στρέφονταν εναντίον των ανθρώπων της εργατικής τάξης και δεύτερον, ως μέσο ενθάρρυνσης των ανθρώπων να εξεγερθούν δείχνοντας ότι οι καταπιεστές τους μπορούσαν να νικηθούν.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτούς τους λόγους, δεν είναι τυχαίο ότι η προπαγάνδα δια της πράξης ξεκίνησε στη Γαλλία μετά τους 20.000 και πλέον θανάτους λόγω της βίαιης καταστολής της Παρισινής Κομμούνας από το γαλλικό κράτος, κατά την οποία σκοτώθηκαν πολλοί αναρχικοί. Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ενώ η αναρχική βία ως εκδίκηση για την Κομμούνα είναι σχετικά γνωστή, η μαζική δολοφονία των κομμουνάρων από το κράτος είναι σχετικά άγνωστη. Ομοίως, μπορεί να είναι γνωστό ότι ο Ιταλός αναρχικός Γκαετάνο Μπρέσι σκότωσε τον βασιλιά Ουμπέρτο της Ιταλίας το 1900 ή ότι ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν προσπάθησε να σκοτώσει τον διευθυντή της Carnegie Steel Corporation Χένρι Κλέι Φρικ το 1892. Αυτό που παραμένει συνήθως άγνωστο είναι ότι τα στρατεύματα του Ουμπέρτο είχαν πυροβολήσει και σκοτώσει διαμαρτυρόμενους αγρότες ή ότι οι Pinkertons [πληρωμένοι μπράβοι] του Φρικ είχαν επίσης δολοφονήσει απολυμένους εργάτες στο Homestead.

Μια τέτοια υποβάθμιση της κρατικής και καπιταλιστικής βίας δεν αποτελεί έκπληξη. «Η δράση του κράτους είναι βία», επισημαίνει ο Μαξ Στίρνερ, «και αποκαλεί τη βία του “νόμο” ενώ εκείνη του ατόμου “έγκλημα”». The Ego and Its Own, σ. 197] Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η αναρχική βία καταδικάζεται, αλλά η καταστολή (και συχνά η χειρότερη βία) που την προκάλεσε αγνοείται και ξεχνιέται. Οι αναρχικοί επισημαίνουν την υποκρισία της μομφής ότι οι αναρχικοί είναι “βίαιοι”, δεδομένου ότι τέτοιοι ισχυρισμοί προέρχονται είτε από υποστηρικτές της κυβέρνησης είτε από τις ίδιες τις κυβερνήσεις, κυβερνήσεις «οι οποίες δημιουργήθηκαν μέσω της βίας, οι οποίες διατηρούνται στην εξουσία μέσω της βίας και οι οποίες χρησιμοποιούν συνεχώς βία για να καταπνίξουν την εξέγερση και να τρομοκρατήσουν άλλα έθνη». [Howard Zinn, The Zinn Reader, σ. 652].

Μπορούμε να πάρουμε μια αίσθηση της υποκρισίας που περιβάλλει την καταδίκη της αναρχικής βίας από μη αναρχικούς, εξετάζοντας την αντίδρασή τους στην κρατική βία. Για παράδειγμα, πολλές καπιταλιστικές εφημερίδες και άτομα στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 εξυμνούσαν τον φασισμό καθώς και τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ. Οι αναρχικοί, αντίθετα, πολέμησαν τον φασισμό μέχρι θανάτου και προσπάθησαν να εκτελέσουν τόσο τον Μουσολίνι όσο και τον Χίτλερ. Προφανώς η υποστήριξη δολοφονικών δικτατοριών δεν είναι “βία” και “τρομοκρατία” αλλά η αντίσταση σε τέτοια καθεστώτα είναι! Ομοίως, οι μη αναρχικοί μπορούν να υποστηρίζουν καταπιεστικά και αυταρχικά κράτη, τον πόλεμο και την καταστολή απεργιών και εξεγέρσεων με βία (“αποκατάσταση του νόμου και της τάξης”) και να μην θεωρούνται “βίαιοι”. Οι αναρχικοί, αντίθετα, καταδικάζονται ως “βίαιοι” και “τρομοκράτες” επειδή μερικοί από αυτούς προσπάθησαν να εκδικηθούν τέτοιες πράξεις καταπίεσης και κρατικής/καπιταλιστικής βίας! Παρομοίως, φαίνεται το αποκορύφωμα της υποκρισίας για κάποιον να καταγγέλλει την αναρχική “βία” που παράγει μερικά σπασμένα παράθυρα, ας πούμε, στο Σιάτλ, ενώ υποστηρίζει την πραγματική βία της αστυνομίας για την επιβολή της κρατικής κυριαρχίας ή, ακόμα χειρότερα, υποστηρίζει την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003. Αν κάποιος πρέπει να θεωρείται βίαιος είναι ο υποστηρικτής του κράτους και των ενεργειών του, όμως οι άνθρωποι δεν βλέπουν το προφανές με αποτέλεσμα «να αποδοκιμάζουν το είδος της βίας που καταδικάζει το κράτος και να επικροτούν τη βία που το κράτος ασκεί». [Christie and Meltzer, The Floodgates of Anarchy, σ. 132].

Πρέπει να σημειωθεί ότι η πλειοψηφία των αναρχικών δεν υποστήριζε αυτή την τακτική. Από αυτούς που διέπραξαν “προπαγάνδα δια της πράξης” (πράξεις οι οποίες μερικές φορές ονομάζονται “attentats“), όπως επισημαίνει ο Murray Bookchin, μόνο «λίγοι… ήταν μέλη αναρχικών ομάδων. Η πλειονότητά τους… έδρασε μεμονωμένα». [Οι Ισπανοί Αναρχικοί, σ. 102] Περιττό να πούμε ότι το κράτος και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης χρωμάτισαν όλους τους αναρχικούς με την ίδια μπογιά. Το κάνουν ακόμα, συνήθως με ανακρίβειες (όπως το να κατηγορούν τον Μπακούνιν για τέτοιες πράξεις, παρόλο που είχε πεθάνει χρόνια πριν καν συζητηθεί η τακτική αυτή στους αναρχικούς κύκλους ή χαρακτηρίζοντας ως αναρχικές ομάδες που δεν είναι αναρχικές!)

Σε γενικές γραμμές,, η περίοδος του αναρχισμού της “προπαγάνδας δια της πράξης” ήταν μια αποτυχία, όπως η συντριπτική πλειοψηφία των αναρχικών σύντομα συνειδητοποίησε. Ο Κροπότκιν μπορεί να θεωρηθεί χαρακτηριστική περίπτωση. «Ποτέ δεν του άρεσε το σύνθημα προπαγάνδα με την πράξη και δεν το χρησιμοποίησε για να περιγράψει τις δικές του ιδέες για την επαναστατική δράση». Ωστόσο, το 1879, ενώ εξακολουθούσε να «τονίζει τη σημασία της συλλογικής δράσης», άρχισε να «εκφράζει ιδιαίτερη συμπάθεια και ενδιαφέρον για τις attentats» (αυτές οι «συλλογικές μορφές δράσης» θεωρούνταν ότι λειτουργούσαν «σε συνδικαλιστικό και κοινοτικό επίπεδο»). Το 1880 «ασχολήθηκε λιγότερο με τη συλλογική δράση και αυτός ο ενθουσιασμός για πράξεις εξέγερσης από άτομα και μικρές ομάδες αυξήθηκε». Αυτό δεν κράτησε για πολύ και ο Κροπότκιν σύντομα απέδωσε «προοδευτικά λιγότερη σημασία στις μεμονωμένες πράξεις εξέγερσης», ιδιαίτερα όταν «είδε μεγαλύτερες ευκαιρίες για την ανάπτυξη συλλογικής δράσης στο νέο μαχητικό συνδικαλισμό». [Caroline Cahm, Kropotkin and the Rise of Revolutionary Anarchism, σ. 92, σ. 115, σ. 129, σ. 129-30, σ. 205]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1880 και στις αρχές της δεκαετίας του 1890 έφτασε να αποδοκιμάζει τέτοιες πράξεις βίας. Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην απλή απέχθεια για τις χειρότερες από τις πράξεις αυτές (όπως η βομβιστική επίθεση στο θέατρο της Βαρκελώνης ως απάντηση στην κρατική δολοφονία των αναρχικών που συμμετείχαν στην εξέγερση της Χερέθ το 1892 και η βομβιστική επίθεση του Εμίλ Ανρί σε ένα καφενείο ως απάντηση στην κρατική καταστολή) και εν μέρει στη συνειδητοποίηση ότι προκαλούσε πλήγμα την αναρχική υπόθεση.

Ο Κροπότκιν αναγνώριζε ότι η «έξαρση των τεροριστικών ενεργειών» της δεκαετίας του 1880 είχε οδηγήσει «τις αρχές στη λήψη κατασταλτικών μέτρων κατά του κινήματος» και επίσης «δεν ήταν κατά την άποψή του συμβατές με το αναρχικό ιδεώδες και δεν έκαναν τίποτα ή ελάχιστα για την προώθηση της λαϊκής εξέγερσης». Επιπλέον, ήταν «ανήσυχος για την απομόνωση του κινήματος από τις μάζες, η οποία είχε μάλλον αυξηθεί παρά μειωθεί ως αποτέλεσμα της ενασχόλησης με την προπαγάνδα δια της πράξης. Είδε την καλύτερη δυνατότητα για τη λαϊκή επανάσταση στην ανάπτυξη της νέας μαχητικότητας στο εργατικό κίνημα. Από τώρα και στο εξής εστίαζε την προσοχή του όλο και περισσότερο στη σημασία των επαναστατικών μειοψηφιών που εργάζονταν ανάμεσα στις μάζες για να αναπτύξουν το πνεύμα της εξέγερσης». Ωστόσο, ακόμη και στις αρχές της δεκαετίας του 1880, όταν η υποστήριξή του στις ατομικές πράξεις εξέγερσης (αν όχι στην προπαγάνδα με την πράξη) ήταν υψηλότερη, έβλεπε την ανάγκη για συλλογική ταξική πάλη και, ως εκ τούτου, «ο Κροπότκιν επέμενε πάντα στη σημασία του εργατικού κινήματος για τους αγώνες που θα οδηγούσαν στην επανάσταση». [Ό.π., σ. 205-6, σ. 208 και σ. 280].

Ο Κροπότκιν δεν ήταν ο μόνος. Όλο και περισσότεροι αναρχικοί έβλεπαν ότι η “προπαγάνδα με την πράξη” έδινε στο κράτος μια δικαιολογία για να πατάξει τόσο το αναρχικό όσο και το εργατικό κίνημα. Επιπλέον, έδινε την ευκαιρία στα μέσα ενημέρωσης (και στους αντιπάλους του αναρχισμού) να συνδέσουν τον αναρχισμό με την απερίσκεπτη βία, αποξενώνοντας έτσι μεγάλο μέρος του πληθυσμού από το κίνημα. Αυτός ο ψευδής συνειρμός ανανεώνεται με κάθε ευκαιρία, ανεξάρτητα από τα γεγονότα (για παράδειγμα, παρόλο που οι ατομικιστές αναρχικοί απέρριπταν πλήρως την “προπαγάνδα δια της πράξης“, συκοφαντήθηκαν επίσης από τον Τύπο ως “βίαιοι” και “τρομοκράτες”).

Επιπλέον, όπως επεσήμανε ο Κροπότκιν, η εικασία πίσω από την προπαγάνδα δια της πράξης, δηλαδή ότι όλοι περίμεναν την ευκαιρία να επαναστατήσουν, ήταν εσφαλμένη. Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι είναι προϊόντα του συστήματος μέσα στο οποίο ζουν – ως εκ τούτου, αποδέχονταν τους περισσότερους από τους μύθους που χρησιμοποιούνταν για να διατηρηθεί αυτό το σύστημα. Με την αποτυχία της προπαγάνδας μέσω της πράξης, οι αναρχικοί στράφηκαν πίσω σε αυτό που ούτως ή άλλως έκανε το μεγαλύτερο μέρος του κινήματος: στην ενθάρρυνση της ταξικής πάλης και της διαδικασίας αυτοαπελευθέρωσης. Αυτή η επιστροφή στις ρίζες του αναρχισμού φαίνεται από την άνοδο των αναρχοσυνδικαλιστικών συνδικάτων μετά το 1890 (βλ. ενότητα Α.5.3). Αυτή η θέση απορρέει φυσικά από την αναρχική θεωρία, σε αντίθεση με την ιδέα των ατομικών πράξεων βίας:

«για να πραγματοποιηθεί μια επανάσταση, και ειδικά η αναρχική επανάσταση, είναι απαραίτητο ο λαός να έχει συνείδηση των δικαιωμάτων του και της δύναμής του, είναι απαραίτητο να είναι έτοιμος να αγωνιστεί και έτοιμος να πάρει τη διαχείριση των υποθέσεών του στα χέρια του. Πρέπει να είναι διαρκής επιδίωξη των επαναστατών, το σημείο προς το οποίο πρέπει να στοχεύει όλη η δραστηριότητά τους, η διαμόρφωση αυτής της νοητικής κατάστασης στις μάζες… Όποιος περιμένει η χειραφέτηση της ανθρωπότητας να έρθει, όχι από την επίμονη και αρμονική συνεργασία όλων των ανθρώπων της προόδου, αλλά από το τυχαίο ή ευτυχές συμβάν κάποιων ηρωικών πράξεων, δεν είναι σε καλύτερη μοίρα από εκείνον που την περιμένει από την παρέμβαση ενός έξυπνου νομοθέτη ή ενός νικηφόρου στρατηγού… οι ιδέες μας μάς υποχρεώνουν να εναποθέσουμε όλες μας τις ελπίδες στις μάζες, γιατί δεν πιστεύουμε στη δυνατότητα επιβολής του καλού με τη βία και δεν θέλουμε να μας διατάζουν… Σήμερα, αυτό που ήταν η λογική κατάληξη των ιδεών μας, ο όρος που μας επιβάλλει η αντίληψή μας για την επανάσταση και την αναδιοργάνωση της κοινωνίας, είναι να ζούμε ανάμεσα στο λαό και να τον κερδίζουμε υπέρ των ιδεών μας συμμετέχοντας ενεργά στους αγώνες και τα βάσανά του». [Errico Malatesta, “The Duties of the Present Hour”, σελ. 181-3, Anarchism, Robert Graham (επ.), σελ. 180-1]

Παρά την τακτική διαφωνία των περισσότερων αναρχικών με την προπαγάνδα μέσω της πράξης, λίγοι θα την θεωρούσαν τρομοκρατία ή θα απέκλειαν τη δολοφονία υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Η βομβιστική επίθεση σε ένα χωριό κατά τη διάρκεια ενός πολέμου επειδή μπορεί να υπάρχει εχθρός σε αυτό είναι τρομοκρατία, ενώ η εκτέλεση ενός αιμοσταγούς δικτάτορα ή ενός επικεφαλής κάποιου καταπιεστικού καθεστώτος είναι στην καλύτερη περίπτωση άμυνα και στη χειρότερη εκδίκηση. Όπως έχουν επισημάνει εδώ και καιρό οι αναρχικοί, αν με τον όρο τρομοκρατία εννοείται η “δολοφονία αθώων ανθρώπων”, τότε το κράτος είναι ο μεγαλύτερος τρομοκράτης από όλους (καθώς και ότι διαθέτει τις μεγαλύτερες βόμβες και άλλα όπλα καταστροφής που υπάρχουν στον πλανήτη). Αν οι άνθρωποι που διαπράττουν “τρομοκρατικές ενέργειες” ήταν πραγματικά αναρχικοί, θα έκαναν ό,τι ήταν δυνατόν για να αποφύγουν να βλάψουν αθώους ανθρώπους και δεν θα χρησιμοποιούσαν ποτέ την κρατικίστικη δικαιολογία ότι οι “παράπλευρες απώλειες” είναι λυπηρές αλλά αναπόφευκτες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η συντριπτική πλειονότητα των πράξεων “προπαγάνδας δια της πράξης” στρέφονταν εναντίον ατόμων της άρχουσας τάξης, όπως πρόεδροι και βασιλείς, και ήταν το αποτέλεσμα προηγούμενων πράξεων κρατικής και καπιταλιστικής βίας.

Έτσι, “τρομοκρατικές” πράξεις έχουν διαπραχθεί από αναρχικούς. Αυτό είναι γεγονός. Ωστόσο, δεν έχει καμία σχέση με τον αναρχισμό ως κοινωνικοπολιτική θεωρία. Όπως υποστήριξε η Έμμα Γκόλντμαν, «δεν ήταν ο αναρχισμός, ως τέτοιος, αλλά η βάναυση σφαγή των έντεκα εργατών χάλυβα που αποτέλεσε την αφορμή για την πράξη του Αλεξάντερ Μπέρκμαν». [Ό.π., σ. 268.] Ομοίως, μέλη άλλων πολιτικών και θρησκευτικών ομάδων έχουν επίσης διαπράξει τέτοιες πράξεις. Όπως υποστήριξε η Ομάδα Freedom του Λονδίνου:

«Υπάρχει μια κοινοτοπία που ο μέσος άνθρωπος φαίνεται να ξεχνάει πάντα, όταν καταφέρεται εναντίον των αναρχικών, ή οποιουδήποτε κόμματος τυχαίνει να είναι το μαύρο πρόβατο εκείνη τη στιγμή, ως αιτία κάποιου εγκλήματος που μόλις διαπράχθηκε. Αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι οι δολοφονικές επιθέσεις ήταν, από αμνημονεύτων χρόνων, η απάντηση των καταπονημένων και απελπισμένων τάξεων, και των καταπονημένων και απελπισμένων ατόμων, στις αδικίες που υφίσταντο οι συνάνθρωποί τους, τις οποίες θεωρούσαν αβάσταχτες. Τέτοιες πράξεις είναι η βίαιη απόκρουση της βίας, είτε επιθετικής είτε κατασταλτικής, […] η αιτία τους δεν έγκειται σε κάποια ιδιαίτερη πεποίθηση, αλλά στα βάθη της ίδιας της ανθρώπινης φύσης. Ολόκληρη η πορεία της ιστορίας, πολιτικής και κοινωνικής, είναι διάσπαρτη από αποδείξεις αυτού του γεγονότος». [παρατίθεται από την Emma Goldman, ό.π., σ. 259].

Η τρομοκρατία έχει χρησιμοποιηθεί από πολλές άλλες πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές ομάδες και κόμματα. Για παράδειγμα, χριστιανοί, μαρξιστές, ινδουιστές, εθνικιστές, ρεπουμπλικάνοι, μουσουλμάνοι, σιχ, φασίστες, εβραίοι και πατριώτες έχουν διαπράξει τρομοκρατικές ενέργειες. Λίγα από αυτά τα κινήματα ή τις ιδέες έχουν χαρακτηριστεί ως “τρομοκρατικά από τη φύση τους” ή έχουν συνδεθεί ανελλιπώς με τη βία˙ γεγονός που καταδεικνύει την απειλή που συνιστά ο αναρχισμός για το status quo. Τίποτα δεν είναι πιο πιθανό να δυσφημίσει και να περιθωριοποιήσει μια ιδέα από το να παρουσιάζουν κακόβουλα ή/και κακώς πληροφορημένα άτομα αυτούς που την πιστεύουν και την εφαρμόζουν ως “τρελούς βομβιστές” που δεν έχουν καθόλου απόψεις ή ιδανικά, παρά μόνο μια παράλογη επιθυμία να καταστρέψουν.

Φυσικά, η συντριπτική πλειονότητα των χριστιανών κ.ο.κ. έχει αντιταχθεί στην τρομοκρατία ως ηθικά αποκρουστική και αντιπαραγωγική. Όπως και η συντριπτική πλειοψηφία των αναρχικών, σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους. Ωστόσο, φαίνεται ότι στην περίπτωσή μας είναι απαραίτητο να δηλώνουμε ξανά και ξανά την αντίθεσή μας στην τρομοκρατία.

Έτσι, για να συνοψίσουμε, μόνο μια μικρή μειοψηφία τεροριστών ήταν ποτέ αναρχικοί, και μόνο μια μικρή μειοψηφία αναρχικών ήταν ποτέ τεροριστές. Το αναρχικό κίνημα στο σύνολό του πάντα αναγνώριζε ότι οι κοινωνικές σχέσεις δεν μπορούν να εξοντωθούν με εκτελέσεις ή βομβιστικές επιθέσεις. Σε σύγκριση με τη βία του κράτους και του καπιταλισμού, η αναρχική βία είναι σταγόνα στον ωκεανό. Δυστυχώς οι περισσότεροι άνθρωποι θυμούνται τις πράξεις των λίγων αναρχικών που έχουν διαπράξει βία και όχι τις πράξεις βίας και καταστολής από το κράτος και το κεφάλαιο που προκάλεσαν αυτές τις πράξεις.

 

https://anarchistfaq.org/afaq/sectionA.html#seca218