Για τους περισσότερους αναρχικούς, η αμεσο-δημοκρατική ψηφοφορία για τις πολιτικές αποφάσεις στο πλαίσιο των ελεύθερων ενώσεων είναι το πολιτικό αντίστοιχο της ελεύθερης συμφωνίας (που είναι επίσης γνωστή ως “αυτοδιαχείριση“). Ο λόγος είναι ότι «πολλές μορφές κυριαρχίας μπορούν να πραγματοποιηθούν με “ελεύθερο” μη εξαναγκαστικό, συμβατικό τρόπο… και είναι αφελές να πιστεύουμε ότι η απλή εναντίωση στον πολιτικό έλεγχο θα οδηγήσει από μόνη της στο τέλος της καταπίεσης». [John P. Clark, Max Stirner’s Egoism, σ. 93] Έτσι, οι σχέσεις που δημιουργούμε μέσα σε μια οργάνωση είναι εξίσου σημαντικοί για τον καθορισμό της ελευθεριακής φύσης της όσο και για την εθελοντική της φύση (βλ. ενότητα Α.2.14 για περισσότερη ανάλυση).
Είναι προφανές ότι τα άτομα πρέπει να συνεργάζονται για να ζήσουν μια πλήρως ανθρώπινη ζωή. Και έτσι, «αφού πρέπει να ενωθεί με άλλους ανθρώπους» το άτομο έχει τρεις επιλογές: «πρέπει ή να υποταχθεί στη θέληση των άλλων (να είναι δηλαδή υπόδουλος) ή να υποτάξει τους άλλους στη θέλησή του (να είναι δηλαδή εξουσιαστής) ή να ζήσει με τους άλλους σε αδελφική συμφωνία προς όφελος του μεγαλύτερου κοινού καλού (να είναι δηλαδή σύντροφος). Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτή την αναγκαιότητα». [Errico Malatesta, Ζωή και ιδέες, σ. 85].
Οι αναρχικοί επιλέγουν προφανώς την τελευταία επιλογή, την ένωση, ως το μόνο μέσο με το οποίο τα άτομα μπορούν να συνεργαστούν ως ελεύθερα και ίσα ανθρώπινα όντα, σεβόμενα τη μοναδικότητα και την ελευθερία του άλλου. Μόνο στο πλαίσιο της άμεσης δημοκρατίας τα άτομα μπορούν να εκφραστούν, να ασκήσουν την κριτική σκέψη και την αυτοδιοίκηση, αναπτύσσοντας έτσι στο έπακρο τις διανοητικές και ηθικές τους ικανότητες. Από την άποψη της αύξησης της ελευθερίας του ατόμου και των διανοητικών, ηθικών και κοινωνικών ικανοτήτων του, είναι πολύ καλύτερο να είσαι μερικές φορές μειοψηφία παρά να υποτάσσεσαι συνεχώς στη θέληση ενός αφεντικού. Ποια είναι λοιπόν η θεωρία πίσω από την αναρχική άμεση δημοκρατία;
Όπως σημείωσε ο Μπέρτραντ Ράσελ, ο αναρχικός «δεν επιθυμεί να καταργήσει την κυβέρνηση με την έννοια των συλλογικών αποφάσεων: αυτό που επιθυμεί να καταργήσει είναι το σύστημα με το οποίο μια απόφαση επιβάλλεται σε όσους αντιτίθενται σε αυτήν». [Roads to Freedom, σ. 85] Οι αναρχικοί βλέπουν την αυτοδιαχείριση ως το μέσο για να επιτευχθεί αυτό. Μόλις ένα άτομο ενταχθεί σε μια κοινότητα ή σε έναν εργασιακό χώρο, γίνεται “πολίτης” (ελλείψει καλύτερης λέξης) αυτής της ένωσης. Η ένωση οργανώνεται γύρω από μια συνέλευση όλων των μελών της (στην περίπτωση μεγάλων χώρων εργασίας και πόλεων, αυτή μπορεί να είναι μια λειτουργική υποομάδα, όπως ένα ειδικό γραφείο ή μια γειτονιά). Σε αυτή τη συνέλευση, σε συνεννόηση με άλλους, καθορίζεται το περιεχόμενο των πολιτικών του υποχρεώσεων. Ενεργώντας στο πλαίσιο της ένωσης, οι άνθρωποι πρέπει να ασκούν κριτική αξιολόγηση και επιλογή, δηλαδή να διαχειρίζονται τη δραστηριότητά τους. Αντί να υπόσχονται να υπακούσουν (όπως στις ιεραρχικές οργανώσεις όπως το κράτος ή η καπιταλιστική επιχείρηση), τα άτομα συμμετέχουν στη λήψη των δικών τους συλλογικών αποφάσεων, των δικών τους δεσμεύσεων απέναντι στους συντρόφους τους. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές υποχρεώσεις δεν απορρέουν από μια ξεχωριστή οντότητα πάνω από την ομάδα ή την κοινωνία, όπως το κράτος ή η εταιρεία, αλλά από τους “συμπολίτες”.
Παρόλο που οι αυτοδιοικούμενοι άνθρωποι θεσπίζουν συλλογικά τους κανόνες που διέπουν την ένωσή τους και δεσμεύονται από αυτούς ως άτομα, είναι επίσης ανώτεροι από αυτούς υπό την έννοια ότι οι κανόνες αυτοί μπορούν πάντα να τροποποιούνται ή να καταργούνται. Συλλογικά, οι ενωμένοι “πολίτες” συνιστούν μια πολιτική “εξουσία”, αλλά καθώς αυτή η “εξουσία” βασίζεται σε οριζόντιες σχέσεις μεταξύ τους και όχι σε κάθετες σχέσεις μεταξύ τους και μιας ελίτ, η “εξουσία” είναι μη ιεραρχική (“ορθολογική” ή “φυσική”, βλ. ενότητα Β.1 – “Γιατί οι αναρχικοί είναι κατά της εξουσίας και της ιεραρχίας;”). – για περισσότερα σχετικά με αυτό).
Σύμφωνα με τον Προυντόν:
“Στη θέση των νόμων θα βάλουμε συμβάσεις [δηλαδή ελεύθερες συμφωνίες]. Όχι πια νόμοι που ψηφίζονται από την πλειοψηφία, ούτε καν ομόφωνα- κάθε πολίτης, κάθε πόλη, κάθε βιομηχανική ένωση, φτιάχνει τους δικούς της κανόνες”. [The General Idea of the Revolution, σελ. 245-6].
Ένα τέτοιο σύστημα δεν σημαίνει, φυσικά, ότι όλοι συμμετέχουν σε κάθε αναγκαία απόφαση, όσο ασήμαντη και αν είναι. Αν και κάθε απόφαση μπορεί να τεθεί στη συνέλευση (αν η συνέλευση το αποφασίσει, ίσως με την προτροπή κάποιων μελών της), στην πράξη ορισμένες δραστηριότητες (και άρα αμιγώς λειτουργικές αποφάσεις) θα διεκπεραιώνονται από την εκλεγμένη διοίκηση της ένωσης. Αυτό συμβαίνει επειδή, για να παραθέσουμε ένα ισπανικό αναρχικό ακτιβιστή, «μια συλλογικότητα ως τέτοια δεν μπορεί να γράψει μια επιστολή ή να συμπληρώσει έναν κατάλογο στοιχείων ή να κάνει εκατοντάδες δουλειές που μόνο ένα άτομο μπορεί να εκτελέσει». Συνεπώς, υπάρχει η ανάγκη «να οργανωθεί η διοίκηση». Αν υποθέσουμε ότι μια ένωση είναι «οργανωμένη χωρίς διοικητικό συμβούλιο ή οποιαδήποτε ιεραρχικά αξιώματα», η οποία «συνεδριάζει σε γενική συνέλευση μια φορά την εβδομάδα ή συχνότερα, όταν ρυθμίζει όλα τα θέματα που είναι απαραίτητα για την πρόοδό της», εξακολουθεί να «διορίζει μια επιτροπή με αυστηρά διοικητικά καθήκοντα». Ωστόσο, η συνέλευση «προδιαγράφει μια συγκεκριμένη γραμμή συμπεριφοράς για την επιτροπή αυτή ή της δίνει μια δεσμευτική εντολή» και έτσι «θα ήταν απόλυτα αναρχική». Έτσι, «προκύπτει ότι η ανάθεση αυτών των καθηκόντων σε ειδικευμένα άτομα, τα οποία έχουν εκ των προτέρων οδηγίες για το πώς να προχωρήσουν, … δεν σημαίνει παραίτηση της ίδιας της συλλογικότητας από την ελευθερία της». [Jose Llunas Pujols, παρατίθεται από τον Max Nettlau, A Short History of Anarchism, σ. 187]. Αυτό, πρέπει να σημειωθεί, ακολουθεί τις ιδέες του Προυντόν ότι μέσα στις εργατικές ενώσεις «όλες οι θέσεις είναι εκλέξιμες και οι εσωτερικοί κανονισμοί υπόκεινται στην έγκριση των μελών». [Προυντόν, ό.π., σ. 222].
Αντί της καπιταλιστικής ή κρατικής ιεραρχίας, η αυτοδιαχείριση (δηλαδή η άμεση δημοκρατία) θα είναι η κατευθυντήρια αρχή των ελεύθερα ενταγμένων ενώσεων που συνθέτουν μια ελεύθερη κοινωνία. Αυτό θα ίσχυε και για τις ομοσπονδίες ενώσεων που θα χρειαζόταν μια αναρχική κοινωνία για να λειτουργήσει. «Όλες οι επιτροπές ή οι αντιπροσωπείες που διορίζονται σε μια αναρχική κοινωνία», υποστήριξε σωστά ο Jose Llunas Pujols, «πρέπει να υπόκεινται σε αντικατάσταση και ανάκληση ανά πάσα στιγμή από τη μόνιμη ψηφοφορία του τμήματος ή των τμημάτων που τους εξέλεξαν». Σε συνδυασμό με την «δεσμευτική εντολή» και τις «αμιγώς διοικητικές λειτουργίες», αυτό «καθιστά έτσι αδύνατο για οποιονδήποτε να προσδώσει στον εαυτό του έστω και ένα ίχνος εξουσίας». [παρατίθεται από τον Max Nettlau, Ό.π., σ. 188-9]. Και πάλι, ο Pujols ακολουθεί τον Προυντόν, ο οποίος απαιτούσε είκοσι χρόνια πριν, την «εφαρμογή της δεσμευτικής εντολής» για να διασφαλίσει ότι ο λαός δεν θα «απωλέσει την κυριαρχία του». [No Gods, No Masters, τ. 1, σ. 63].
Μέσω ενός φεντεραλισμού που βασίζεται σε εντολές και ψηφοφορίες, οι αναρχικοί διασφαλίζουν ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από κάτω προς τα πάνω. Παίρνοντας τις δικές μας αποφάσεις, φροντίζοντας οι ίδιοι για τα κοινά μας συμφέροντα, αποκλείουμε άλλους να μας κυβερνούν. Η αυτοδιαχείριση, για τους αναρχικούς, είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της ελευθερίας μέσα στις οργανώσεις που είναι τόσο απαραίτητες για κάθε αξιοπρεπή ανθρώπινη ύπαρξη.
Βέβαια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αν ανήκεις σε μια μειονότητα, κυβερνιέσαι από άλλους («Η δημοκρατική διακυβέρνηση εξακολουθεί να είναι διακυβέρνηση» [L. Susan Brown, The Politics of Individualism, σ. 53]). Τώρα, η έννοια της άμεσης δημοκρατίας, όπως την περιγράψαμε, δεν συνδέεται απαραίτητα με την έννοια της πλειοψηφίας. Αν κάποιος βρεθεί στη μειοψηφία σε μια συγκεκριμένη ψηφοφορία, βρίσκεται αντιμέτωπος με την επιλογή είτε να συναινέσει είτε να αρνηθεί να την αναγνωρίσει ως δεσμευτική. Η άρνηση σε μια μειοψηφία να ασκήσει την κρίση και την επιλογή της σημαίνει ότι παραβιάζεται η αυτονομία της και της επιβάλλεται μία υποχρέωση την οποία δεν έχει αποδεχτεί ελεύθερα. Η εξαναγκαστική επιβολή της βούλησης της πλειοψηφίας είναι αντίθετη προς το ιδεώδες της εθελούσιας δέσμευσης, και έτσι είναι αντίθετη προς την άμεση δημοκρατία και την ελεύθερη ένωση. Επομένως, μακράν του να αποτελεί άρνηση της ελευθερίας, η άμεση δημοκρατία στο πλαίσιο της ελεύθερης ένωσης και της εθελούσιας δέσμευσης είναι το μόνο μέσο με το οποίο μπορεί να καλλιεργηθεί η ελευθερία. («Η ατομική αυτονομία περιορίζεται από την υποχρέωση τήρησης δοσμένων υποσχέσεων». [παρατίθεται από τον Max Nettlau, Errico Malatesta: The Biography of an Anarchist]). Είναι περιττό να πούμε ότι μια μειοψηφία, αν παραμείνει στην ένωση, μπορεί να υποστηρίξει τα επιχειρήματά της και να προσπαθήσει να πείσει την πλειοψηφία για τα λάθη της.
Και πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι η αναρχική υποστήριξη της άμεσης δημοκρατίας δεν σημαίνει ότι πιστεύουμε ότι η πλειοψηφία έχει πάντα δίκιο. Κάθε άλλο! Το επιχείρημα υπέρ της δημοκρατικής συμμετοχικότητας δεν είναι ότι η πλειοψηφία έχει πάντα δίκιο, αλλά ότι καμία μειοψηφία δεν μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι θα προτιμήσει το καλό του συνόλου αντί για το δικό της. Η ιστορία αποδεικνύει αυτό που λέει η κοινή λογική, ότι δηλαδή οποιοσδήποτε έχει δικτατορικές εξουσίες (αν είναι αρχηγός κράτους, αφεντικό, σύζυγος ή οτιδήποτε άλλο) θα χρησιμοποιήσει τη δύναμή του για να πλουτίσει και να ενδυναμώσει τον εαυτό του εις βάρος εκείνων που υπόκεινται στις αποφάσεις του.
Οι αναρχικοί αναγνωρίζουμε ότι οι πλειοψηφίες μπορούν να κάνουν και όντως κάνουν λάθη και γι’ αυτό οι θεωρίες μας για την ένωση δίνουν μεγάλη σημασία στα δικαιώματα των μειοψηφιών. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί από τη θεωρία μας για την εθελούσια δέσμευση, η οποία βασίζεται στο δικαίωμα των μειοψηφιών να αντιτίθενται στις αποφάσεις της πλειοψηφίας και καθιστά τη διαφωνία βασικό παράγοντα στη λήψη των αποφάσεων. Σύμφωνα με την Carole Pateman:
«Αν η πλειοψηφία έχει ενεργήσει κακόπιστα… [τότε] η μειοψηφία θα πρέπει να αναλάβει πολιτική δράση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής ανυπακοής, αν είναι απαραίτητο, για να υπερασπιστεί την ιδιότητα του πολίτη και την ανεξαρτησία της, καθώς και την ίδια την πολιτική ένωση… Η πολιτική ανυπακοή είναι απλώς μια πιθανή έκφραση της ενεργού ιδιότητας του πολίτη στην οποία βασίζεται μια αυτοδιαχειριζόμενη δημοκρατία… Η κοινωνική πρακτική της δεσμευτικότητας περιλαμβάνει το δικαίωμα άρνησης ή αλλαγής των δεσμεύσεων- ομοίως, η πρακτική της εθελούσιας αποδοχής της πολιτικής υπακοής δεν έχει νόημα χωρίς την πρακτική αναγνώριση του δικαιώματος των μειονοτήτων να αρνούνται ή να αποσύρουν τη συγκατάθεσή τους ή, όπου είναι απαραίτητο, να μην υπακούν.» [The Problem of Political Obligation, σ. 162].
Πέρα από τις σχέσεις εντός των ενώσεων, πρέπει να επισημάνουμε τον τρόπο με τον οποίο οι διάφορες ενώσεις συνεργάζονται. Όπως θα μπορούσε να φανταστεί κανείς, οι δεσμοί μεταξύ των ενώσεων ακολουθούν το ίδιο περίγραμμα όπως και οι ίδιες οι ενώσεις. Αντί για άτομα που εντάσσονται σε μια ένωση, έχουμε ενώσεις που εντάσσονται σε συνομοσπονδίες. Οι δεσμοί μεταξύ των ενώσεων στη συνομοσπονδία έχουν τον ίδιο οριζόντιο και εθελοντικό χαρακτήρα όπως και στο εσωτερικό των ενώσεων, με τα ίδια δικαιώματα ” λόγου και εξόδου” για τα μέλη και τα ίδια δικαιώματα για τις μειονότητες. Με αυτόν τον τρόπο η κοινωνία γίνεται μια ένωση ενώσεων, μια κοινότητα κοινοτήτων, μια κομμούνα κομμούνων, βασισμένη στη μεγιστοποίηση της ατομικής ελευθερίας μέσω της μεγιστοποίησης της συμμετοχής και της αυτοδιαχείρισης.
Η λειτουργία μιας τέτοιας συνομοσπονδίας περιγράφεται στην ενότητα Α.2.9 (“Τι είδους κοινωνία θέλουν οι αναρχικοί;”) και συζητείται λεπτομερέστερα στην ενότητα Ι (“Πώς θα έμοιαζε μια αναρχική κοινωνία;”).
Αυτό το σύστημα άμεσης δημοκρατίας ταιριάζει απόλυτα με την αναρχική θεωρία. Ο Μαλατέστα μιλάει εκ μέρους όλων των αναρχικών όταν υποστηρίζει ότι «οι αναρχικοί αρνούνται το δικαίωμα της πλειοψηφίας να κυβερνά την ανθρώπινη κοινωνία γενικά». Όπως γίνεται αντιληπτό, η πλειοψηφία δεν έχει κανένα δικαίωμα να επιβληθεί σε μια μειοψηφία – η μειοψηφία μπορεί να εγκαταλείψει την ένωση ανά πάσα στιγμή και έτσι, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Μαλατέστα, δεν χρειάζεται να «υποτάσσεται στις αποφάσεις της πλειοψηφίας πριν καν ακούσει ποιες μπορεί να είναι αυτές». [Η Αναρχική Επανάσταση, σελ. 100 και σελ. 101] Ως εκ τούτου, η άμεση δημοκρατία στο πλαίσιο της εθελοντικής ένωσης δεν δημιουργεί «κυριαρχία της πλειοψηφίας» ούτε προϋποθέτει ότι η μειοψηφία πρέπει να υποτάσσεται στην πλειοψηφία ό,τι κι αν συμβεί. Στην πραγματικότητα, οι αναρχικοί υποστηρικτές της άμεσης δημοκρατίας υποστηρίζουν ότι αυτή ταιριάζει με το επιχείρημα του Μαλατέστα:
«Σίγουρα οι αναρχικοί αναγνωρίζουν ότι όπου η ζωή βιώνεται από κοινού, είναι συχνά απαραίτητο για τη μειοψηφία να αποδεχτεί τη γνώμη της πλειοψηφίας. Όταν υπάρχει μια προφανής ανάγκη ή χρησιμότητα στο να γίνει κάτι και, για να γίνει αυτό απαιτείται η συμφωνία όλων, οι λίγοι θα πρέπει να αισθάνονται την ανάγκη να προσαρμοστούν στις επιθυμίες των πολλών… Αλλά αυτή η προσαρμογή εκ μέρους μιας ομάδας πρέπει να είναι αμοιβαία, εθελοντική και να πηγάζει από την επίγνωση της ανάγκης και της καλής θέλησης για να μην παραλύσει η λειτουργία των κοινωνικών υποθέσεων από το πείσμα. Δεν μπορεί να επιβληθεί ως αρχή και θεσμοθετημένος κανόνας…». [Ο.π., σ. 100].
Καθώς η μειοψηφία έχει το δικαίωμα να αποχωρήσει από την ένωση, καθώς και εκτεταμένα δικαιώματα δράσης, διαμαρτυρίας και ένστασης, ο κανόνας της πλειοψηφίας δεν επιβάλλεται ως αρχή. Αντίθετα, είναι καθαρά ένα εργαλείο λήψης αποφάσεων που επιτρέπει στη μειοψηφία να εκφράσει τη διαφωνία και τη γνώμη της (και να ενεργήσει σύμφωνα με αυτήν), διασφαλίζοντας παράλληλα ότι καμία μειοψηφία δεν επιβάλλει τη θέλησή της στην πλειοψηφία. Με άλλα λόγια, οι αποφάσεις της πλειοψηφίας δεν είναι δεσμευτικές για τη μειοψηφία. Εξάλλου, όπως υποστήριξε ο Μαλατέστα:
«δεν μπορεί κανείς να περιμένει, ούτε καν να επιθυμεί, ότι κάποιος που είναι σταθερά πεπεισμένος ότι η πορεία που ακολουθεί η πλειοψηφία οδηγεί στην καταστροφή, θα πρέπει να θυσιάσει τις δικές του πεποιθήσεις και να παρακολουθεί παθητικά, ή ακόμα χειρότερα, ότι θα πρέπει να υποστηρίξει μια πολιτική που θεωρεί λανθασμένη». [Errico Malatesta: His Life and Ideas, σ. 132].
Ακόμα και ο ατομικιστής αναρχικός Lysander Spooner αναγνώρισε ότι η άμεση δημοκρατία έχει τη χρησιμότητά της, όταν σημείωσε ότι «όλες, ή σχεδόν όλες, οι εθελοντικές ενώσεις δίνουν στην πλειοψηφία ή σε κάποιο άλλο ποσοστό των μελών, μικρότερο από το σύνολο, το δικαίωμα να χρησιμοποιούν κάποια περιορισμένη διακριτική ευχέρεια ως προς τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκουν». Ωστόσο, μόνο η ομόφωνη απόφαση ενός σώματος ενόρκων (το οποίο «θα κρίνει το νόμο και τη δικαιοσύνη του νόμου») θα μπορούσε να καθορίσει τα ατομικά δικαιώματα, καθώς αυτό το «σώμα εκπροσωπεί δικαίως ολόκληρο τον λαό», καθώς «κανένας νόμος δεν μπορεί να επιβληθεί νομίμως από την ένωση με τη νομική της ιδιότητα, κατά των αγαθών, των δικαιωμάτων ή του προσώπου οποιουδήποτε ατόμου, εκτός αν είναι τέτοιος που όλα τα μέλη της ένωσης συμφωνούν ότι μπορεί να επιβληθεί» (η υποστήριξή του προς τα σώματα ενόρκων απορρέει από το γεγονός ότι ο Spooner αναγνωρίζει ότι «θα ήταν αδύνατο στην πράξη» να συμφωνήσουν όλα τα μέλη μιας ένωσης) [Trial by Jury, σ. 130-1f, σ. 134, σ. 214, σ. 152 και σ. 132].
Έτσι, η άμεση δημοκρατία και τα ατομικά/μειοψηφικά δικαιώματα δεν χρειάζεται να συγκρούονται. Στην πράξη, μπορούμε να φανταστούμε ότι η άμεση δημοκρατία θα χρησιμοποιείται για τη λήψη των περισσότερων αποφάσεων μέσα στις περισσότερες ενώσεις (ίσως με υπερ-πλειοψηφίες που θα απαιτούνται για τις θεμελιώδεις αποφάσεις) συν κάποιο συνδυασμό ενός συστήματος ενόρκων και μειοψηφικών ενστάσεων/άμεσης δράσης και αξιολόγησης/προστασίας των μειοψηφικών διεκδικήσεων/δικαιωμάτων σε μια αναρχική κοινωνία. Οι λειτουργικές μορφές ελευθερίας μπορούν να δημιουργηθούν μόνο μέσω της πρακτικής εμπειρίας από τους άμεσα εμπλεκόμενους ανθρώπους.
Τέλος, πρέπει να τονίσουμε ότι η αναρχική υποστήριξη της άμεσης δημοκρατίας δεν σημαίνει ότι αυτή η λύση πρέπει να προτιμάται σε όλες τις περιπτώσεις. Για παράδειγμα, πολλές μικρές ενώσεις μπορεί να προτιμούν τη λήψη αποφάσεων με ομοφωνία (βλ. την επόμενη ενότητα για την ομοφωνία και γιατί οι περισσότεροι αναρχικοί δεν πιστεύουν ότι αποτελεί βιώσιμη εναλλακτική λύση στην άμεση δημοκρατία). Ωστόσο, οι περισσότεροι αναρχικοί πιστεύουν ότι η άμεση δημοκρατία στο πλαίσιο της ελεύθερης ένωσης είναι η καλύτερη (και πιο ρεαλιστική) μορφή οργάνωσης που συνάδει με τις αναρχικές αρχές της ατομικής ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της ισότητας.