Τι είδους κοινωνία θέλουν οι αναρχικοί;

Οι αναρχικοί επιθυμούν μια αποκεντρωμένη κοινωνία, βασισμένη στην ελεύθερη ένωση. Θεωρούμε ότι αυτή η μορφή κοινωνίας είναι η καλύτερη για τη μεγιστοποίηση των αξιών που περιγράψαμε παραπάνω – ελευθερία, ισότητα και αλληλεγγύη. Μόνο με μια ορθολογική αποκέντρωση της πολιτικής ισχύος (power), τόσο διαρθρωτικά όσο και εδαφικά, μπορεί να προωθηθεί και να ενθαρρυνθεί η ατομική ελευθερία. Η εκχώρηση της ισχύος στα χέρια μιας μειοψηφίας αποτελεί προφανή άρνηση της ατομικής ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Οι αναρχικοί, αντί να απομακρύνουν από τους ανθρώπους τη διαχείριση των δικών τους υποθέσεων και να την εκχωρούν στα χέρια άλλων, ευνοούν οργανώσεις που ελαχιστοποιούν την εξουσία, διατηρώντας την (ως ισχύ) στη βάση, στα χέρια εκείνων που επηρεάζονται από τις όποιες αποφάσεις λαμβάνονται.

Η ελεύθερη ένωση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μιας αναρχικής κοινωνίας. Τα άτομα πρέπει να είναι ελεύθερα να ενώνονται όπως κρίνουν σκόπιμο, γιατί αυτό είναι η βάση της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ωστόσο, κάθε τέτοια ελεύθερη συμφωνία πρέπει να βασίζεται στην αποκέντρωση της ισχύος- διαφορετικά θα είναι μια απάτη (όπως στον καπιταλισμό), καθώς μόνο η ισότητα παρέχει το απαραίτητο κοινωνικό πλαίσιο για την ανάπτυξη και την εξέλιξη της ελευθερίας. Ως εκ τούτου, οι αναρχικοί υποστηρίζουν τις αμεσοδημοκρατικές συλλογικότητες, που βασίζονται στο “ένας άνθρωπος μία ψήφος” (για τη λογική της άμεσης δημοκρατίας ως το πολιτικό αντίστοιχο της ελεύθερης συμφωνίας, βλέπε ενότητα Α.2.11 – Γιατί οι περισσότεροι αναρχικοί υποστηρίζουν την άμεση δημοκρατία;).

Θα πρέπει να επισημάνουμε εδώ ότι μια αναρχική κοινωνία δεν συνεπάγεται κάποιο είδος ειδυλλιακής κατάστασης αρμονίας μέσα στην οποία όλοι θα συμφωνούν. Κάθε άλλο! Όπως επισημαίνει ο Λουίτζι Γκαλλεάνι, «διαφωνίες και τριβές θα υπάρχουν πάντα. Στην πραγματικότητα αυτές αποτελούν βασική προϋπόθεση της απεριόριστης προόδου. Αλλά μόλις εξαλειφθεί το αιματηρό επίπεδο του καθαρά ζωικού ανταγωνισμού – ο αγώνας για την τροφή – τα προβλήματα διαφωνιών θα μπορούσαν να επιλυθούν χωρίς την παραμικρή απειλή για την κοινωνική τάξη και την ατομική ελευθερία». [The End of Anarchism?, σ. 28] Ο αναρχισμός στοχεύει στο να «ξυπνήσει το πνεύμα της πρωτοβουλίας στα άτομα και τις ομάδες». Αυτά θα «δημιουργήσουν στις αμοιβαίες σχέσεις τους μια κίνηση και μια ζωή βασισμένη στις αρχές της ελεύθερης κατανόησης» και θα αναγνωρίσουν ότι «η ποικιλία, ακόμη και η σύγκρουση, είναι ζωή και ότι η ομοιομορφία είναι θάνατος». [Peter Kropotkin, Anarchism, σ. 143].

Ως εκ τούτου, μια αναρχική κοινωνία θα βασίζεται στη συνεργατική σύγκρουση, καθώς «η σύγκρουση, αυτή καθαυτή, δεν είναι επιβλαβής… οι διαφωνίες υπάρχουν [και δεν πρέπει να κρύβονται]… Αυτό που κάνει τη διαφωνία καταστροφική δεν είναι το γεγονός της σύγκρουσης καθεαυτής, αλλά η προσθήκη του ανταγωνισμού». Πράγματι, «μια άκαμπτη απαίτηση για συμφωνία σημαίνει ότι οι άνθρωποι ουσιαστικά θα εμποδίζονται να συνεισφέρουν τη σοφία τους σε μια ομαδική προσπάθεια». [Alfie Kohn, No Contest: The Case Against Competition, σ. 156] Για τον λόγο αυτό οι περισσότεροι αναρχικοί απορρίπτουν τη λήψη αποφάσεων με συναίνεση σε μεγάλες ομάδες (βλ. ενότητα Α.2.12).

Έτσι, σε μια αναρχική κοινωνία οι ενώσεις θα διευθύνονται από μαζικές συνελεύσεις όλων των εμπλεκομένων, βασισμένες σε εκτεταμένες συζητήσεις, αντιπαραθέσεις και συνεργατικές συγκρούσεις μεταξύ ίσων, ενώ τα καθαρά διοικητικά καθήκοντα θα διεκπεραιώνονται από εκλεγμένες επιτροπές. Αυτές οι επιτροπές θα αποτελούνται από εντεταλμένους, ανακλητούς και προσωρινούς εκπροσώπους, οι οποίοι θα εκτελούν τα καθήκοντά τους υπό το άγρυπνο βλέμμα της συνέλευσης που τους εξέλεξε. Έτσι, σε μια αναρχική κοινωνία, «θα φροντίζουμε μόνοι μας τις υποθέσεις μας και θα αποφασίζουμε τι θα κάνουμε γι’ αυτές. Και όταν, για να υλοποιήσουμε τις ιδέες μας, θα υπάρχει η ανάγκη να τεθεί κάποιος επικεφαλής ενός έργου, θα του πούμε να το κάνει αυτό με τον τάδε τρόπο και με κανέναν άλλο… τίποτα δεν θα γίνεται χωρίς τη δική μας απόφαση. Έτσι, οι εκπρόσωποί μας, αντί να είναι άτομα που τους έχουμε δώσει το δικαίωμα να μας διατάζουν, θα είναι άνθρωποι… χωρίς καμία εξουσία, παρά μόνο με το καθήκον να φέρουν εις πέρας αυτό που όλοι οι εμπλεκόμενοι επιθυμούν». [Errico Malatesta, Fra Contadini, σ. 34] Αν οι εκπρόσωποι ενεργήσουν ενάντια στην εντολή που τους δόθηκε ή προσπαθήσουν να επεκτείνουν την επιρροή ή το έργο τους πέρα από αυτό που έχει ήδη αποφασιστεί από τη συνέλευση (δηλαδή αν αρχίσουν να παίρνουν πολιτικές αποφάσεις), μπορούν να ανακληθούν αμέσως και οι αποφάσεις τους να καταργηθούν. Με αυτόν τον τρόπο, η οργάνωση παραμένει στα χέρια της ένωσης των ατόμων που τη δημιούργησαν.

Αυτή η αυτοδιαχείριση από τα μέλη μιας ομάδας στη βάση και η δύναμη της ανάκλησης είναι βασικές αρχές κάθε αναρχικής οργάνωσης. Η βασική διαφορά μεταξύ ενός κρατικιστικού ή ιεραρχικού συστήματος και μιας αναρχικής κοινότητας είναι ποιος ασκεί την εξουσία. Σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα, για παράδειγμα, οι άνθρωποι δίνουν την εξουσία σε μια ομάδα αντιπροσώπων να λαμβάνουν αποφάσεις για αυτούς για μια καθορισμένη χρονική περίοδο. Το αν θα εκπληρώσουν τις υποσχέσεις τους είναι αδιάφορο, καθώς οι πολίτες δεν μπορούν να τους ανακαλέσουν μέχρι τις επόμενες εκλογές. Η εξουσία βρίσκεται στην κορυφή και όσοι βρίσκονται στη βάση αναμένεται να υπακούσουν. Παρομοίως, στον καπιταλιστικό εργασιακό χώρο, η εξουσία ανήκει σε μια μη εκλεγμένη μειοψηφία αφεντικών και διευθυντών στην κορυφή και οι εργαζόμενοι αναμένεται να υπακούσουν.

Σε μια αναρχική κοινωνία η σχέση αυτή αντιστρέφεται. Κανένα άτομο ή ομάδα (εκλεγμένη ή μη) δεν κατέχει την εξουσία σε μια αναρχική κοινότητα. Αντ’ αυτού, οι αποφάσεις λαμβάνονται με τη χρήση αμεσοδημοκρατικών αρχών και, όταν απαιτείται, η κοινότητα μπορεί να εκλέξει ή να διορίσει εντολοδόχους για την εκτέλεση αυτών των αποφάσεων. Υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ της χάραξης πολιτικής (η οποία ανήκει σε όλους όσοι επηρεάζονται) και του συντονισμού και της διαχείρισης οποιασδήποτε υιοθετημένης πολιτικής (που είναι η δουλειά των εντολοδόχων).

Αυτές οι εξισωτικές κοινότητες, που ιδρύθηκαν με ελεύθερη συμφωνία, συνδέονται επίσης ελεύθερα μεταξύ τους σε συνομοσπονδίες. Μια τέτοια ελεύθερη συνομοσπονδία θα διοικείται από κάτω προς τα πάνω, με τις αποφάσεις να λαμβάνονται από τις στοιχειακές συνελεύσεις προς τα πάνω. Οι συνομοσπονδίες θα διοικούνται με τον ίδιο τρόπο όπως οι κοινότητες. Θα πραγματοποιούνται τακτικά τοπικά περιφερειακά, “εθνικά” και διεθνή συνέδρια στα οποία θα συζητούνται όλα τα σημαντικά θέματα και προβλήματα που αφορούν τις εμπλεκόμενες κοινότητες. Επιπλέον, θα συζητούνταν οι θεμελιώδεις, κατευθυντήριες αρχές και ιδέες της κοινωνίας και θα λαμβάνονταν πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες θα εφαρμόζονταν στην πράξη, θα επανεξετάζονταν και θα συνδιαμορφώνονταν. Οι εκπρόσωποι θα «έπαιρναν απλώς τις συγκεκριμένες εντολές στις σχετικές συνεδριάσεις και θα προσπαθούσαν να εναρμονίσουν τις διάφορες ανάγκες και επιθυμίες τους. Οι διαβουλεύσεις θα υπόκειντο πάντα στον έλεγχο και την έγκριση εκείνων που τις αναθέτουν» και έτσι «δεν θα υπήρχε κίνδυνος μήπως αγνοηθεί το συμφέρον του λαού». [Malatesta, ό.π., σ. 36].

Αν χρειαστεί, θα συγκροτηθούν επιτροπές δράσης για το συντονισμό και τη διεκπεραίωση των αποφάσεων των συνελεύσεων και των συνεδρίων τους, υπό αυστηρό έλεγχο από τα κάτω, όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Οι εντεταλμένοι σε αυτά τα όργανα θα έχουν περιορισμένη θητεία και, όπως και οι απεσταλμένοι στα συνέδρια, θα έχουν καθορισμένη εντολή – δεν θα είναι σε θέση να λαμβάνουν αποφάσεις για λογαριασμό των ανθρώπων τους οποίους εκπροσωπούν. Επιπλέον, όπως και οι εκπρόσωποι σε διασκέψεις και συνέδρια, θα υπόκεινται σε άμεση ανακλητότητα από τις συνελεύσεις και τα συνέδρια από τα οποία προήλθαν αρχικά. Με αυτόν τον τρόπο, οι όποιες επιτροπές απαιτούνται για το συντονισμό των κοινών δραστηριοτήτων θα είναι, για να παραθέσουμε τα λόγια του Μαλατέστα, «πάντα υπό τον άμεσο έλεγχο του πληθυσμού» και έτσι θα εκφράζουν τις «αποφάσεις που λαμβάνονται στις λαϊκές συνελεύσεις». [Errico Malatesta: His Life and Ideas, σ. 175 και σ. 129].

Το πιο σημαντικό είναι ότι οι αρχικές κοινοτικές συνελεύσεις μπορούν να ανατρέψουν οποιεσδήποτε αποφάσεις των διασκέψεων και να αποχωρήσουν από οποιαδήποτε συνομοσπονδία. Οποιοσδήποτε συμβιβασμός που γίνεται από έναν σύνεδρο κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων πρέπει να επιστρέψει στη γενική συνέλευση για επικύρωση. Χωρίς αυτή την επικύρωση, οι συμβιβασμοί που γίνονται από έναν απεσταλμένο δεν δεσμεύουν την κοινότητα που έχει αναθέσει ένα συγκεκριμένο έργο σε ένα συγκεκριμένο άτομο ή μια επιτροπή. Επιπλέον, μπορούν να συγκαλέσουν συνομοσπονδιακές διασκέψεις για να συζητήσουν τις νέες εξελίξεις και να ενημερώσουν τις επιτροπές δράσης για τις τροποποιημένες επιθυμίες και να τους δώσουν οδηγίες για το τι πρέπει να πράξουν σχετικά με τις όποιες αλλαγές αλλά και ιδέες.

Με άλλα λόγια, οι εκπρόσωποι που απαιτούνται σε μια αναρχική οργάνωση ή κοινωνία δεν είναι αντιπρόσωποι (όπως είναι σε μια δημοκρατική κυβέρνηση). Ο Κροπότκιν καθιστά τη διαφορά σαφή:

«Το ζήτημα της πραγματικής ανάθεσης (“εξουσιοδότησης”) έναντι της αντιπροσώπευσης μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό αν φανταστεί κανείς εκατό ή διακόσιους ανθρώπους, οι οποίοι συναντώνται κάθε μέρα στη δουλειά τους και μοιράζονται κοινές ανησυχίες… οι οποίοι έχουν συζητήσει κάθε πτυχή του ζητήματος που τους απασχολεί και έχουν καταλήξει σε μια απόφαση. Στη συνέχεια, επιλέγουν κάποιον και τον στέλνουν να καταλήξει σε συμφωνία με άλλους εκπροσώπους του ίδιου είδους… Ο απεσταλμένος δεν είναι εξουσιοδοτημένος να κάνει κάτι περισσότερο από το να εξηγήσει στους άλλους εκπροσώπους τις εκτιμήσεις που οδήγησαν τους συναδέλφους του στο συμπέρασμά τους. Μη μπορώντας να επιβάλει τίποτα, θα επιδιώξει τη συνεννόηση και θα επιστρέψει με μια απλή πρόταση την οποία οι εντολείς του μπορούν να αποδεχτούν ή να απορρίψουν. Αυτό συμβαίνει όταν υφίσταται πραγματική εξουσιοδότηση». [Words of a Rebel, σ. 132].

Σε αντίθεση με ένα αντιπροσωπευτικό σύστημα, η ισχύς [power] δεν μεταβιβάζεται στα χέρια λίγων. Αντίθετα, κάθε εκπρόσωπος είναι απλώς ένα φερέφωνο της κοινότητας που τον εξέλεξε (ή διαφορετικά τον επέλεξε) εξ αρχής. Όλοι οι εκπρόσωποι και οι επιτροπές δράσης θα έχουν εντολή και θα υπόκεινται σε άμεση ανακλητότητα, ώστε να διασφαλίζεται ότι εκφράζουν τις επιθυμίες των συνελεύσεων από τις οποίες προήλθαν και όχι τις δικές τους. Με αυτόν τον τρόπο η κυβέρνηση αντικαθίσταται από την αναρχία, ένα δίκτυο ελεύθερων ενώσεων και κοινοτήτων που συνεργάζονται ως ίσες με βάση ένα σύστημα εντεταλμένων εκπροσώπων, άμεσης ανάκλησης, ελεύθερης συμφωνίας και ελεύθερης ομοσπονδίας από τα κάτω προς τα πάνω.

Μόνο αυτό το σύστημα θα εξασφάλιζε την «ελεύθερη οργάνωση του λαού, μια οργάνωση από κάτω προς τα πάνω». Αυτή η «ελεύθερη ομοσπονδία από κάτω προς τα πάνω» θα ξεκινούσε με τις βασικές “ενώσεις” και την ομοσπονδία τους «πρώτα σε μια κοινότητα, μετά σε μια ομοσπονδία των κοινοτήτων σε περιφέρειες, των περιφερειών σε έθνη και των εθνών σε μια διεθνή αδελφική ένωση». [Michael Bakunin, The Political Philosophy of Bakunin, σ. 298]

Αυτό το δίκτυο αναρχικών κοινοτήτων θα λειτουργούσε σε τρία επίπεδα. Θα υπήρχαν «ανεξάρτητες κοινότητες για την τοπική οργάνωση, ομοσπονδίες συνδικάτων [δηλαδή ενώσεις εργαζομένων] για την οργάνωση των ανθρώπων σύμφωνα με τις διάφορες εργασίες τους και ελεύθερες ενώσεις και συλλογικότητες για την ικανοποίηση όλων των πιθανών και φανταστικών αναγκών˙ οικονομικών, υγειονομικών και εκπαιδευτικών, για την αμοιβαία προστασία, για την διάδοση των ιδεών, για τις τέχνες, για τη ψυχαγωγία και ούτω καθεξής».  [Peter Kropotkin, Evolution and Environment, σελ. 79] Όλα θα βασίζονταν στην αυτοδιαχείριση, την ελεύθερη ένωση, την ελεύθερη ομοσπονδία και την αυτοοργάνωση από κάτω προς τα πάνω.

Με την οργάνωση με αυτόν τον τρόπο, η ιεραρχία καταργείται σε όλες τις πτυχές της ζωής, επειδή οι άνθρωποι στη βάση της οργάνωσης έχουν τον έλεγχο, όχι οι αντιπρόσωποί τους. Μόνο αυτή η μορφή οργάνωσης μπορεί να αντικαταστήσει την κυβέρνηση (την πρωτοβουλία και την εξουσία των λίγων) με την αναρχία (την πρωτοβουλία και την ισχύ όλων). Αυτή η μορφή οργάνωσης θα υπήρχε σε όλες τις δραστηριότητες που απαιτούν ομαδική εργασία και συντονισμό πολλών ανθρώπων. Θα ήταν, όπως είπε ο Μπακούνιν, το μέσο «για την ενσωμάτωση των ατόμων σε δομές που αυτά θα μπορούσαν να κατανοήσουν και να ελέγξουν». [παρατίθεται από τον Κορνήλιο Καστοριάδη, Political and Social Writings, τόμος 2, σ. 97]. Για τις ατομικές πρωτοβουλίες, το άτομο που θα εμπλεκόταν θα τις διαχειριζόταν.

Όπως γίνεται αντιληπτό, οι αναρχικοί επιθυμούν να δημιουργήσουν μια κοινωνία βασισμένη σε δομές που εξασφαλίζουν ότι κανένα άτομο ή ομάδα δεν θα μπορεί να ασκεί εξουσία πάνω σε άλλους. Η ελεύθερη συμφωνία, η συνομοσπονδία και η δυνατότητα ανάκλησης, οι καθορισμένες εντολές και η περιορισμένη θητεία είναι μέσα με τα οποία η ισχύς αφαιρείται από τα χέρια των κυβερνήσεων και εναποτίθεται στα χέρια εκείνων που επηρεάζονται άμεσα από τις αποφάσεις.

Για μια εκτενέστερη παρουσίαση σχετικά με το πώς θα έμοιαζε μια αναρχική κοινωνία, δείτε την ενότητα Ι. Η αναρχία, εν τούτοις, δεν είναι κάποιος μακρινός στόχος, αλλά μάλλον μια πτυχή των σημερινών αγώνων ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση. Τα μέσα και οι σκοποί συνδέονται, με την άμεση δράση δημιουργώντας μαζικές συμμετοχικές οργανώσεις και προετοιμάζοντας τους ανθρώπους να διαχειριστούν άμεσα τις προσωπικές και συλλογικές τους υποθέσεις. Αυτό συμβαίνει επειδή οι αναρχικοί, όπως αναλύουμε στην ενότητα Ι.2.3, θεωρούν ότι το πλαίσιο μιας ελεύθερης κοινωνίας βασίζεται στις οργανώσεις που δημιουργούνται από τους καταπιεσμένους στον αγώνα τους ενάντια στον καπιταλισμό στο εδώ και στο τώρα. Με αυτή την έννοια, ο συλλογικός αγώνας δημιουργεί τις οργανώσεις καθώς και τις ατομικές στάσεις που χρειάζεται ο αναρχισμός για να πετύχει. Ο αγώνας ενάντια στην καταπίεση είναι το σχολείο της αναρχίας. Μας διδάσκει όχι μόνο πώς να είμαστε αναρχικοί, αλλά μας δίνει επίσης μια γεύση από το πώς θα ήταν μια αναρχική κοινωνία, ποιο θα μπορούσε να είναι το βασικό οργανωτικό της πλαίσιο και την εμπειρία της διαχείρισης των δικών μας δραστηριοτήτων, η οποία απαιτείται για να λειτουργήσει μια τέτοια κοινωνία. Ως εκ τούτου, οι αναρχικοί προσπαθούμε να δημιουργήσουμε το είδος του κόσμου που θέλουμε στους σημερινούς μας αγώνες και δεν πιστεύουμε ότι οι ιδέες μας μπορούν να εφαρμοστούν μόνο «μετά την επανάσταση». Στην πραγματικότητα, εφαρμόζοντας τις αρχές μας στο σήμερα, φέρνουμε την αναρχία ακόμα πιο κοντά.

 

https://theanarchistlibrary.org/library/the-anarchist-faq-editorial-collective-an-anarchist-faq-full#text-amuse-label-seca29