Η Έμμα Γκόλντμαν, η πιο επικίνδυνη γυναίκα της εποχής της για το σύστημα και τις κατεστημένες νοοτροπίες, γεννήθηκε στις 27 Ιουνίου 1869 σ’ ένα εβραϊκό γκέτο της Λιθουανίας, που τότε ήταν τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Σε ηλικία 13 χρονών, το 1882, η οικογένειά της εγκαταστάθηκε σε μια εβραϊκή συνοικία της Πετρούπολης. Τα οικονομικά προβλήματα της οικογένειάς της την ανάγκασαν να εργασθεί από μικρή ηλικία σ’ ένα εργοστάσιο. Το 1885 μετανάστευσε στην Αμερική, στο Ρότσεστερ της Νέας Υόρκης. Δεν πρόλαβαν να περάσουν δύο χρόνια και μέσω ενός Ρωσο-Εβραίου αναρχικού, του Χίλελ Σολοτάροφ, γνώρισε τον αναρχισμό και άρχισε να διαβάζει την εφημερίδα “Freiheit” (“Ελευθερία”) που εξέδιδε στη Νέα Υόρκη ο Γερμανός επαναστάτης Γιόχαν Μοστ.
Το 1892, σχεδίασε μαζί με τον Μπέρκμαν την εκτέλεση του μεγαλοβιομήχανου Χένρυ Κλέυ Φρικ ως υπεύθυνου για τη δολοφονία 9 εργατών, κατά τη διάρκεια μιας απεργίας στα χαλυβουργεία του Χόουμστεντ, κοντά στο Πίτσμπουργκ. Η Γκόλντμαν για να αγοράσει το όπλο προσπάθησε να κάνει πεζοδρόμιο στην 14η οδό της Νέας Υόρκης. Δεν τα κατάφερε και τελικά δανείσθηκε τα χρήματα από την αδελφή της. Ο Μπέρκμαν πυροβόλησε τον Φρικ μέσα στο γραφείο του, αλλά κατάφερε μόνο να τον πληγώσει. Καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 22 χρόνων και βγήκε από τη φυλακή μετά από 14 ολόκληρα χρόνια, έχοντας μια εμπειρία που την περιγράφει στο έργο του “Prison Memoirs of an Anarchist” (“Αναμνήσεις ενός Αναρχικού από τη φυλακή”, που εκδόθηκε το 1912). Η Γκόλντμαν, μετά την αποτυχημένη ενέργεια του Μπέρκμαν, σε δημόσιες ομιλίες της προσπαθούσε με θάρρος και χωρίς υπεκφυγές να εξηγήσει και να δικαιολογήσει την ενέργεια του Μπέρκμαν.
Το 1895-1896, επισκέφθηκε την Ευρώπη για ένα γύρο διαλέξεων. Οι διαλέξεις της στην Ευρώπη επαναλήφθηκαν το 1899-1900. Το 1906, άρχισε στην Αμερική την έκδοση του μηνιαίου περιοδικού “Mother Earth” (” Μητέρα Γη”), που συνέχισε να εκδίδεται μέχρι τον Αύγουστο του 1917. Στις γραμμές αυτού του περιοδικού, εκτός από την παρουσίαση των αναρχικών ιδεών, αναπτύσσονταν ο ιδέες του Ίψεν, του Στρίνμπεργκ, του Όσκαρ Ουάιλντ και άλλων. Το 1907, συμμετείχε ως ένας από τους Αμερικάνους αντιπροσώπους στο Διεθνές Αναρχικό Συνέδριο του Άμστερνταμ (24-31 Αυγούστου του 1907). Το 1910, εκδόθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες (και το 1911 στη Μεγάλη Βρετανία) το θεωρητικό της έργο “Anarchism and other Essays” (“Αναρχισμός και άλλα Δοκίμια”) . Το 1914, εκδόθηκε το έργο της “The Social Significance of the Modern Drama” (“Η Κοινωνική Σημασία του Σύγχρονου Δράματος”), όπου τονίζει και την αισθητική διάσταση του αγώνα για την ελευθερία.
Το 1919, μαζί με τον Μπέρκμαν και άλλους 247 Αμερικάνους ριζοσπάστες που κατάγονταν από τη Ρωσία, απελάθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες και έφυγε για τη Ρωσία με το στρατιωτικό σκάφος Μπάφορντ. Εκεί, συναντήθηκε με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, όπως τον Μαξίμ Γκόρκυ, την Αλεξάνδρα Κολλοντάι, τον Ανατόλι Λουνατσάρσκυ, την Αγγέλικα Μπαλαμπάνοφ και τον Λένιν.
Εξαιτίας της συνεχώς αυξημένης επίθεσης του λενινιστικού ολοκληρωτισμού κατά των επαναστατικών κατακτήσεων (σοβιέτ, εργοστασιακά συμβούλια) και κατά των αναρχικών και ιδιαίτερα εξαιτίας της κτηνώδους καταστολής της εξέγερσης της Κροστάνδης από τον Τρότσκυ και τον Κόκκινο Στρατό, η Γκόλντμαν και ο Μπέρκμαν δεν ήταν δυνατό να μείνουν άλλο και εγκατέλειψαν τη Ρωσία στα τέλη του 1921. Το 1923, κυκλοφόρησε στη Νέα Υόρκη το βιβλίο της “My disillusionment in Russia” (“Η διάλυση των αυταπατών μου στη Ρωσία”), που εκδόθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία σ’ ένα τόμο, το 1925.
Από το 1927, σε ηλικία πια 58 χρονών, άρχισε να γράφει τις αναμνήσεις της, που εκδόθηκαν τον Οκτώβριο του 1931 στις Ηνωμένες Πολιτείες (το 1932 εκδόθηκαν στη Μεγάλη Βρετανία) με τον τίτλο “Living My Life” (“Ζώντας τη ζωή μου”).
Το 1936, αυτοκτόνησε ο Μπέρκμαν με μια σφαίρα στο στομάχι. Ο χαμός του Μπέρκμαν και η ολοκληρωτική κατάληξη της Ρωσικής επανάστασης ήταν γεγονότα οδυνηρά για την Έμμα Γκόλντμαν και ευτυχώς που ξέσπασε η Ισπανική επανάσταση για να αναπτερωθούν οι ελπίδες της για το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Το Δεκέμβριο του 1938, μετά και την τελευταία επίσκεψή της στην Ισπανία, πήγε στο Άμστερνταμ, όπου παρέδωσε το δικό της αρχείο και αυτό του Μπέρκμαν στο Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας. Το 1940, πέθανε από εγκεφαλικό στο Τορόντο, σε ηλικία 71 χρόνων, και τάφηκε στο Σικάγο, κοντά στους μάρτυρες της εργατικής τάξης, που η θυσία τους το 1887 στάθηκε ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που την παρακίνησαν να αφοσιωθεί στον επαναστατικό αγώνα.
Πριν ακόμη φύγει από τη Ρωσία για τις Ηνωμένες Πολιτείες, πριν τη θυσία των αναρχικών εργαζομένων του Σικάγου, τα πρώτα της ερεθίσματα για την ενασχόλησή της με το κοινωνικό ζήτημα υπήρξαν οι τότε συνθήκες της κοινωνικοπολιτικής ζωής της Ρωσίας. Η εκτέλεση από μια ομάδα Σοσιαλεπαναστατών του Τσάρου Αλέξανδρου II (1882), η σκληρή οικογενειακή πατριαρχική καταπίεση, τα πογκρόμ εναντίον της εβραϊκής ρωσικής κοινότητας και η σοβαρή οικονομική κρίση ώθησαν την Γκόλντμαν να αποκτήσει επαφές με τους κύκλους των ριζοσπαστών φοιτητών της Πετρούπολης. Ιδιαίτερα επηρεάσθηκε από το έργο του Τουργκένιεφ “Πατέρες και Γυοί” και από τη ζωή των επαναστατριών γυναικών της εποχής της.
Μέσα στα πλαίσια της γενικότερης ένταξης και δραστηριοποίησής της μέσα στο αναρχικό κίνημα, η συνεισφορά της Γκόλντμαν υπήρξε ιδιαιτέρως σημαντική στα ζητήματα του μιλιταρισμού και του φεμινισμού, που αποτελούν και την αιτία για τις δύο από τις τρεις συνολικά φυλακίσεις της. Φυλακίσθηκε για πρώτη φορά το 1893, για ένα χρόνο, επειδή παρακινούσε τους ανέργους να βρουν ψωμί με τη βία. Στη διάρκεια της δίκης υποστήριξε με σθένος τις επαναστατικές ιδέες. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος που είχε με το Δικαστήριο:
– Υπάρχει καμιά κυβέρνηση πάνω στη γη που εγκρίνετε τους νόμους της;
– Όχι, κύριε, διότι όλοι είναι εναντίον του λαού.
Και γιατί δε φεύγετε από αυτή τη χώρα, από τη στιγμή που δε σας αρέσουν οι νόμοι της;
– Και πού να πάω; Παντού πάνω στη γη οι νόμοι είναι εναντίον των φτωχών.
Το 1915-1916 έδωσε πολλές διαλέξεις για το ζήτημα του ελέγχου των γεννήσεων. Συνελήφθη, δικάσθηκε και, έχοντας να διαλέξει μεταξύ ενός προστίμου 100 δολαρίων και μιας δεκαπενθήμερης φυλάκισης, προτίμησε τη δεύτερη και έτσι φυλακίσθηκε για δεύτερη φορά μεταξύ του Απριλίου και του Μαΐου του 1916. Την τρίτη φορά φυλακίσθηκε για δύο χρόνια, από το 1917 μέχρι το 1919, μαζί με τον Μπέρκμαν, με την κατηγορία της συνωμοσίας για παρεμπόδιση της στρατολογίας των Αμερικάνων, όταν το 1917 οι Ηνωμένες Πολιτείες εισήλθαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η δεύτερη φυλάκιση της Γκόλντμαν δεν οφειλόταν απλώς στην προπαγάνδα της υπέρ του ελέγχου των γεννήσεων, που βέβαια και από μόνη της ήταν πολύ προωθημένη για την εποχή της, όπου κυριαρχούσε, σχεδόν απόλυτα, η ανδροκρατική ιδεολογία. Οφειλόταν κυρίως στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίον η Γκόλντμαν έθετε τα προβλήματα των γυναικών μέσα σε μια συνολικότερη επαναστατική αναρχοφενιστική οπτική. Μια οπτική που την έφερε σε σύγκρουση ακόμα και με τις μαχητικές σουφραζέτες, ακόμη και με την κατεστημένη ανδροκρατική νοοτροπία πολλών αναρχικών.
Καταγγέλλοντας σε όλο της το εύρος, την “Υποκρισία του Πουριτανισμού”, που ουσιαστικά ήθελε τις “ανύπανδρες” γυναίκες ή παρθένες ή πόρνες, απομονώθηκε ακόμη και από τις φεμινίστριες της εποχής της, αλλά οι ιδέες της επανήλθαν στην επικαιρότητα, μετά από 50 περίπου χρόνια, με τις φεμινίστριες των δεκαετιών του 1960 και μετά. Η καταγγελία του γάμου από την Σιμόν ντε Μποβουάρ ως αστικού συμβολαίου είχε πρωτοδιατυπωθεί σαφώς από την Έμμα Γκόλντμαν, όταν αναφερόταν στο γάμο ως μια οικονομική συμφωνία (economic arrangement) που παρέχει στη γυναίκα ασφάλεια και στον άνδρα ένα ωραίο παιχνιδάκι. Αλλά, γιατί ο αναρχοφεμινισμός της Γκόλντμαν βρισκόταν σε σύγκρουση με το γυναικείο κίνημα της εποχής, ακόμη και με το μαχητικό κίνημα των σουφραζέτων; Διότι αυτό το κίνημα έθετε στο επίκεντρο του αγώνα για τη χειραφέτηση της γυναίκας την απόκτηση του δικαιώματος της ψήφου (“universal suffrage”: καθολικό δικαίωμα ψήφου, εξ ου και το όνομα σουφραζέτες). Στο πλαίσιο της αναρχικής λογικής της άμεσης δράσης και της απόρριψης κάθε αντιπροσωπευτικής και κοινοβουλευτικής λογικής της αριστεράς (και της ακροαριστεράς, που είναι εξωκοινοβουλευτική –και όχι αντικοινοβουλευτική–, στο βαθμό που αποτυγχάνει να κατακτήσει κοινοβουλευτικές έδρες), η Γκόλντμαν επικέντρωνε το λόγο και τη δράση της στη χειραφέτηση απ’ αυτή τη “χειραφέτηση δια της ψήφου”, που είχε ήδη ληστέψει την αξιοπρέπεια του άνδρα και την εμπιστοσύνη στον εαυτό του, στην άμεση δημιουργική δράση του. Έτσι, θεωρούσε παράλογη την ιδέα ότι η γυναίκα θα πετύχαινε εκεί ακριβώς που απέτυχε ο άνδρας.
Το άλλο μεγάλο ζήτημα για το οποίο δραστηριοποιήθηκε έντονα και που της “στοίχισε” την τρίτη της, δίχρονη, φυλάκιση είναι αυτό του μιλιταρισμού. Εναντίον του ιδεολογήματος ότι “όλοι οι άνθρωποι θέλουν την ειρήνη”, η Γκόλντμαν σαφώς τονίζει, μιλώντας για την Αμερική του καιρού της, ότι οι μόνοι υπερασπιστές της ειρήνης, οι μόνοι που προσπαθούν να εμποδίσουν την αυξανόμενη τάση προς το μιλιταρισμό είναι οι αναρχικοί. Όσοι υιοθετούν τον κρατισμό, διακατέχονται αναγκαστικά από τις λογικές της δύναμης και της βίας.
Εναντίον των κυρίαρχων, ακόμη και σήμερα, ιδεολογημάτων περί ενός καλού πατριωτισμού (π.χ οι Έλληνες ήταν και είναι πατριώτες) και περί ενός κακού μιλιταρισμού (π.χ οι Τούρκοι ήταν και είναι μιλιταριστές), για την Γκόλντμαν ο πατριωτισμός αποτελεί μια απειλή για την ελευθερία, τροφοδοτεί το μιλιταρισμό και πρέπει να αντικατασταθεί από την παγκόσμια αδελφοσύνη. Από το 1914, μαζί με τον Μπέρκμαν, αντιτάχθηκε σθεναρά στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν πήρε το μέρος της μιας εκ των δύο ληστρικών συμμαχιών και από το 1917, που η Αμερική εισήλθε στον Πόλεμο, συμμετείχε στην ίδρυση των Ενώσεων Εναντίον της Στρατολογίας (“No-Conscription Leagues”). Για την Γκόλντμαν, όπως και για τον Τολστόι, ο στρατιώτης δεν είναι παρά ένας “επαγγελματίας σφαγέας” (“professional mankiller”). Αν και τονίζει πως η οργανωμένη βία του Κράτους στην κορυφή είναι εκείνη που δημιουργεί την ατομική βία στη βάση της κοινωνίας, δε χάνει από το μυαλό της την ευρύτερη κοινωνική μετοχή σ’ αυτό το φανατισμό της δύναμης. Έτσι, στηλιτεύει την εκπαίδευση, την οικογένεια, τον ανδρισμό, την ίδια τη γυναίκα, που ενσταλάζει στα παιδιά της το πόθο του δυνατού και του κατακτητή, που τους ψιθυρίζει τις δόξες του πολέμου και τα νανουρίζει με ήχους τρομπέτας και κλαγγές όπλων. Ο μόνος δίκαιος πόλεμος για την Γκόλντμαν είναι ο ταξικός-κοινωνικός αγώνας εναντίον των εκμεταλλευτών και των καταπιεστών, ενώ η προετοιμασία για έναν πόλεμο μεταξύ κρατών ανοίγει “το Δρόμο για την Παγκόσμια Σφαγή” (“The road to Universal Slaughter”). Ήταν τυχερή που δεν πρόλαβε να δει σ’ όλο της το μεγαλείο την προθυμία με την οποία αλληλοσφάχθηκαν οι λαοί στο Παγκόσμιο Σφαγείο του Δευτέρου Πολέμου, που δεν πρόλαβε να δει τον καταποντισμό του σοσιαλιστικού ιδεώδους της παγκόσμιας αδελφοσύνης μέσα στους εθνικισμούς των “Εθνικών Αντιστάσεων”.
Με την αποφυλάκισή της, μετά τη δίχρονη φυλάκισή της λόγω της αντιπολεμικής δράσης της, πήρε το δρόμο για τη Ρωσία, γεμάτη ελπίδες. Θα διαψευσθεί, όμως, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα και θα πάρει πάλι το δρόμο για την Ευρώπη. Πολύ πριν τη Ρωσική Επανάσταση, η Γκόλντμαν, συγκρουόμενη με τους σοσιαλιστές της εποχής της για το ρόλο του Κράτους, συνέλαβε “προφητικά” τις ρωσικές εξελίξεις, γράφοντας πως αν κάποτε προστεθεί στην πολιτική δύναμη του Κράτους και η οικονομική μονοκρατία, τότε η εργατική τάξη θα υποφέρει πιο πολύ και από τον σημερινό καπιταλισμό. Στη συζήτηση που είχε με τον Λένιν κατάλαβε αμέσως ότι, εν αντιθέσει με το ισχυρό ελευθεριακό πνεύμα των πρώτων ημερών της επανάστασης, για τον Λένιν το συγκεντρωτικό κράτος ήταν μια θεότητα στην οποία έπρεπε να θυσιάζονται τα πάντα. Κάνοντας μια σύγκριση μεταξύ του ρωσικού μπολσεβικισμού και του Ισπανικού αναρχισμού, τονίζει την ύπαρξη μιας ξεκάθαρης διαφοράς: ενώ ο Λένιν και το κόμμα του φιλοδοξούσαν να εδραιώσουν τη δικτατορία τους, οι αναρχικοί της Ισπανίας ευθύς εξ αρχής αποκήρυξαν τη δικτατορία, αν και μπορούσαν να την ασκήσουν οι ίδιοι, αμέσως μετά την 19η Ιουλίου στη Βαρκελώνη.
Εγκαταλείποντας τη Ρωσία, στο τέλος του 1921, έθεσε ως κύριο στόχο της να γνωστοποιήσει τη ρωσική πραγματικότητα. “Η καρδιά μου – έγραψε – ήταν βαριά από την τραγωδία της Ρωσίας. Μια σκέψη ξεπηδούσε τολμηρά και με ανακούφιζε. Πρέπει να σηκώσω τη φωνή μου ενάντια στα εγκλήματα που γίνανε στο όνομα της “Επανάστασης”. Γι’ αυτό εξέδωσε και το βιβλίο της για τη “Διάψευση των Αυταπατών μου στη Ρωσία”, που αντιμετωπίσθηκε με σιωπή, ακόμη και με ύβρεις, από τους περισσότερους σοσιαλιστές και κομμουνιστές σχολιαστές. Αντίθετα, το περιοδικό Times Literary Supplement έγραψε, στις 5 Μαρτίου του 1925, ότι “Δεν έχει γραφεί καμιά καυστικότερη κριτική εναντίον της σοβιετικής τυραννίας και των ηγετών της απ’ αυτή τη σοβαρή και έγκυρη μελέτη της Γκόλντμαν”. Η επικράτηση του ολοκληρωτισμού στη Ρωσία έκανε την Γκόλντμαν να ξανασκεφθεί το ζήτημα της βίας και να προβεί στη σαφή διάκριση ανάμεσα στην επαναστατική βία ως μέσου άμυνας και στη βία (τρομοκρατία) των μπολσεβίκων. Θέλοντας να δώσει τον τόνο στη δημιουργική πλευρά της επανάστασης, έγραψε προς τον Μπέρκμαν, στις 3 Ιουλίου του 1928, ότι πρέπει να απορρίψουμε την ιδέα της επανάστασης ως μιας “βίαιης έκρηξης που καταστρέφει τα πάντα”.
Δεν εγκατέλειψε, βέβαια, ποτέ τον επαναστατικό αγώνα και αυτό το έδειξε κυρίως με το ξέσπασμα της Ισπανικής επανάστασης του 1936. Με την έναρξη της Ισπανικής επανάστασης, πέρα από τη δραστηριότητά της για τη διάδοση των ιδεών της CNT-FAI στο Λονδίνο, ταξίδεψε τρεις φορές στην Ισπανία για να βοηθήσει την επανάσταση και για να τη γνωρίσει από κοντά. Η πρώτη της επίσκεψη έγινε από τον Αύγουστο μέχρι το Δεκέμβριο του 1936, η δεύτερη από το Σεπτέμβριο μέχρι το Νοέμβριο του 1937 και η τρίτη από το Σεπτέμβριο μέχρι το Νοέμβριο του 1938. Καρπός αυτών των επισκέψεων υπήρξε η αλληλογραφία της με γνωστούς, με συντρόφους και με άλλες σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, μέσα από την οποία αναπτύσσονται και διασαφηνίζονται οι θέσεις της για τα όσα συνέβησαν στην Ισπανική επανάσταση.
Το παρόν κείμενο αποτελεί εισαγωγικό σημείωμα του Γιάννη Καρύτσα* στο βιβλίο: “Η Έμμα Γκόλντμαν για την Ισπανική Επανάσταση, Οράματα στη Φωτιά, Α. Το Ισπανικό Αναρχικό Κίνημα”, εκδόσεις Άρδην. Η ελληνική αυτή έκδοση περιλαμβάνει τη μετάφραση του δευτέρου κεφαλαίου της 1ης αμερικανικής έκδοσης του 1983, που έγινε από τον Ντέιβιντ Πόρτερ (David Porter): “Οράματα στη φωτιά. Η Έμμα Γκόλντμαν για την Ισπανική Επανάσταση”, Νέα Υόρκη, εκδόσεις Commonground Press.
(*) Σημείωση
Για τη συγγραφή αυτού του εισαγωγικού κειμένου γύρω από τη ζωή, τη δράση και τις ιδέες της Έμμα Γκόλντμαν, ο συγγραφέας χρησιμοποίησε τα εξής έργα και κείμενα:
– Έμμα Γκόλντμαν: “Vivendo la mia Vita ” (“Ζώντας τη ζωή μου”), εκδόσεις “Zero in Codotta”.
– “Emma Goldman: un modo diverso di essere donna ” (“Έμμα Γκόλντμαν: ένας διαφορετικός τρόπος του να είσαι γυναίκα”), κείμενο δημοσιευμένο στο ιταλικό αναρχικό περιοδικό “Rivista Anarchica”, το Μάρτιο του 1979.
– Το 24ο Κεφάλαιο με τίτλο: “Emma Goldman: The Most Dangerous Woman” (“Έμμα Γκόλντμαν: Η πιο επικίνδυνη Γυναίκα”) από τη μεγάλη ιστορία του αναρχισμού του Πήτερ Μάρσαλ: “Demanding the Impossible. A history of Anarchism” (“Η Απαίτηση του αδύνατου. Μια Ιστορία του Αναρχισμού”).
– Το κείμενο του Nicolas Walter: “Emma Goldman’s Disillusionment in Russia” (“Η Διάψευση των Αυταπατών της Έμμα Γκόλντμαν στη Ρωσία”, δημοσιευμένο στο 7ο τεύχος του αγγλικού αναρχικού περιοδικού “The Raven” (Ιούλιος του 1989).
– Το κείμενο του David Goodway “Emma Goldman in Exile: English Conservatism and the Spanish Revolution ” (“Η Έμμα Γκόλντμαν στην Εξορία: Αγγλικός Συντηρητισμός και Ισπανική Επανάσταση”), δημοσιευμένο στο 23ο τεύχος του περιοδικού “The Raven” (Ιούλιος- Σεπτέμβριος του 1993).
– Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού “The Raven” το κείμενο της Donna Farmer “Emma Goldman: a voice for women ” (“Έμμα Γκόλντμαν: μια φωνή για τη γυναίκα”).
– Επίσης, έλαβε υπ’ όψη την ελληνική έκδοση του βιβλίου της Γκόλντμαν “Η Κόκκινη Έμμα Μιλάει ” (1η έκδοση “Πόλη Γυναικών”, 2η έκδοση “Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη”), που αποτελείται από 98 σελίδες επιλεγμένων κειμένων της Γκόλντμαν. Η Αμερικανική έκδοση αποτελείται από 398 σελίδες και είναι μια ανθολογία γραπτών κειμένων και ομιλιών της Γκόλντμαν (“Red Emma Speaks, by Alix Kates Shulman, εκδόσεις Vintage Books, Νέα Υόρκη 1972). 15 August 2011 |