(1870)
Η σύγχρονη κοινωνία είναι τόσο πεπεισμένη για αυτή την αλήθεια: κάθε κράτος, ανεξάρτητα από την προέλευση ή τη μορφή του, πρέπει αναγκαστικά να οδηγεί στον δεσποτισμό, ώστε οι χώρες που στην εποχή μας απέσπασαν ένα ποσοστό ελευθερίας από το κράτος έσπευσαν να υποβάλουν τους κυβερνώντες τους, ακόμη και όταν αυτοί οι κυβερνώντες προέκυψαν από την επανάσταση και εκλέχθηκαν από το σύνολο του λαού, στον αυστηρότερο δυνατό έλεγχο. Προκειμένου να διαφυλάξουν την ελευθερία τους, βασίζονται στον πραγματικό και αποτελεσματικό έλεγχο που ασκεί η λαϊκή βούληση πάνω σε όσους είναι επιφορτισμένοι με τη δημόσια και κατασταλτική εξουσία. Σε όλα τα έθνη που ζουν υπό αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση η ελευθερία μπορεί να είναι πραγματική μόνο όταν αυτός ο έλεγχος είναι πραγματικός και αποτελεσματικός. Προκύπτει, επομένως, ότι αν ο έλεγχος αυτός είναι πλασματικός, τότε η ελευθερία του λαού καθίσταται ομοίως μια ολοκληρωτική απάτη.
Θα ήταν εύκολο να αποδείξουμε ότι πουθενά στην Ευρώπη δεν υπάρχει πραγματικός λαϊκός έλεγχος της κυβέρνησης, αλλά θα περιοριστούμε στην Ελβετία και θα δούμε πώς ασκείται ο λαϊκός έλεγχος στην ελβετική κυβέρνηση. Γιατί ό,τι ισχύει από αυτή την άποψη για την Ελβετία πρέπει να ισχύει ακόμη περισσότερο για οποιαδήποτε άλλη χώρα. Γύρω στο 1830, τα πιο προοδευτικά καντόνια της Ελβετίας προσπάθησαν να διασφαλίσουν τις ελευθερίες τους θεσπίζοντας την καθολική ψηφοφορία. Υπήρχαν σοβαροί λόγοι για το κίνημα αυτό. Όσο τα νομοθετικά μας συμβούλια εκλέγονταν από προνομιούχους πολίτες και όσο συνέχιζαν να υπάρχουν άνισα δικαιώματα ψήφου μεταξύ πόλεων και αγροτικών περιοχών, μεταξύ πατρικίων και πληβείων, οι αξιωματούχοι που διορίζονταν από αυτά τα συμβούλια καθώς και οι νόμοι που θεσπίζονταν από αυτά δεν θα μπορούσαν να μην διαιωνίσουν την κυριαρχία της άρχουσας αριστοκρατίας επί του έθνους. Ως εκ τούτου, κατέστη αναγκαίο να καταργηθεί αυτό το καθεστώς και να αντικατασταθεί από ένα καθεστώς που να τιμά την κυριαρχία του λαού, δηλαδή την καθολική ψηφοφορία.
Γενικά αναμενόταν ότι μόλις καθιερωθεί η καθολική ψηφοφορία, η πολιτική ελευθερία του λαού θα ήταν εξασφαλισμένη. Αυτό αποδείχθηκε ότι ήταν μια μεγάλη πλάνη. Στην πράξη, η καθολική ψηφοφορία οδήγησε στην κατάρρευση, ή τουλάχιστον στην κατάφωρη αποθράσυνση, του ριζοσπαστικού κόμματος, κάτι που είναι τόσο κραυγαλέα εμφανές σήμερα. Οι ριζοσπάστες [φιλελεύθεροι] δεν είχαν πρόθεση να εξαπατήσουν τον λαό, αλλά εξαπάτησαν τους εαυτούς τους. Ήταν αρκετά ειλικρινείς όταν υποσχέθηκαν να παράσχουν τη λαϊκή ελευθερία μέσω της καθολικής ψηφοφορίας. Εμπνεόμενοι από αυτή την πεποίθηση, μπόρεσαν να ξεσηκώσουν τις μάζες για να ανατρέψουν την εδραιωμένη αριστοκρατική κυβέρνηση. Σήμερα, αποθρασυμένοι από την άσκηση της εξουσίας, έχουν χάσει την πίστη τους στον εαυτό τους και στα ιδανικά τους- αυτό εξηγεί το βάθος της κατάθλιψής τους και το μέγεθος της διαφθοράς τους.
Και, πράγματι, με την πρώτη ματιά η ιδέα της καθολικής ψηφοφορίας φαινόταν τόσο λογική και τόσο απλή- από τη στιγμή που οι νομοθετικές και εκτελεστικές εξουσίες πηγάζουν απευθείας από τις λαϊκές επιλογές, οι εξουσίες αυτές δεν θα αντανακλούσαν πιστά τη βούληση του λαού; Και πώς θα μπορούσε αυτή η λαϊκή βούληση να αποτύχει να παράγει οτιδήποτε άλλο εκτός από ελευθερία και γενική ευημερία;
Ολόκληρο το σύστημα της αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης είναι μια τεράστια απάτη που στηρίζεται σ’ αυτή τη μυθοπλασία. ότι τα εκτελεστικά και νομοθετικά όργανα που εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία του λαού πρέπει ή έστω μπορούν να αντιπροσωπεύουν τη βούληση του λαού. Οι άνθρωποι ενστικτωδώς επιζητούν δύο πράγματα: τη μεγαλύτερη δυνατή ευημερία σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη δυνατή ελευθερία να ζουν τη ζωή τους, να αποφασίζουν, να δρουν. Θέλουν την καλύτερη οργάνωση των οικονομικών τους συμφερόντων σε συνδυασμό με την πλήρη απουσία κάθε πολιτικής εξουσίας και κάθε πολιτικής οργάνωσης, αφού κάθε πολιτική οργάνωση πρέπει αναπόφευκτα να ακυρώνει την ελευθερία του λαού. Αυτή είναι η δυναμική επιδίωξη όλων των λαϊκών κινημάτων.
Αλλά οι φιλοδοξίες αυτών που κυβερνούν, αυτών που διαμορφώνουν και εφαρμόζουν τους νόμους, είναι διαμετρικά αντίθετες με τις λαϊκές προσδοκίες. Ανεξάρτητα από τα δημοκρατικά τους αισθήματα ή τις προθέσεις τους, οι κυβερνώντες λόγω της ανώτερης θέσης τους βλέπουν την κοινωνία αφ’ υψηλού, όπως ένας ηγεμόνας βλέπει τους υπηκόους του. Όμως δεν μπορεί να υπάρχει ισότητα μεταξύ του ηγεμόνα και του υπηκόου. Από τη μία πλευρά υπάρχει το αίσθημα ανωτερότητας που αναγκαστικά προκαλείται από μια υψηλή θέση- από την άλλη, το αίσθημα κατωτερότητας που προκύπτει από την ανώτερη θέση του ηγεμόνα ως φορέα της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας. Πολιτική εξουσία σημαίνει κυριαρχία. Και όπου υπάρχει κυριαρχία, πρέπει να υπάρχει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού που παραμένει υποταγμένο στην κυριαρχία των κυβερνώντων του: και οι υπήκοοι θα μισούν φυσικά τους κυβερνώντες τους, οι οποίοι θα αναγκαστούν τότε φυσικά να υποτάξουν το λαό με ακόμη πιο καταπιεστικά μέτρα, περιορίζοντας περαιτέρω την ελευθερία του. Τέτοια είναι η φύση της πολιτικής εξουσίας από την απαρχή της στην ανθρώπινη κοινωνία. Αυτό εξηγεί επίσης γιατί και πώς οι άνθρωποι που ήταν οι πιο κόκκινοι δημοκράτες, οι πιο θορυβώδεις ριζοσπάστες, μόλις βρεθούν στην εξουσία γίνονται οι πιο μετριοπαθείς συντηρητικοί. Τέτοιες μεταστροφές θεωρούνται συνήθως και λανθασμένα ως ένα είδος προδοσίας. Η κύρια αιτία τους είναι η αναπόφευκτη αλλαγή θέσης και προοπτικής. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι οι θεσμικές θέσεις και τα προνόμια που τις συνοδεύουν είναι πολύ πιο ισχυρές κινητήριες δυνάμεις από το απλό ατομικό μίσος ή την κακή θέληση. Αν αύριο εκλεγόταν με καθολική ψηφοφορία μια κυβέρνηση αποτελούμενη αποκλειστικά από εργάτες, οι ίδιοι αυτοί εργάτες, που σήμερα είναι οι πιο αφοσιωμένοι δημοκράτες και σοσιαλιστές, αύριο θα γίνονταν οι πιο αποφασισμένοι αριστοκράτες, ανοιχτοί ή κρυφοί λάτρεις της αρχής της εξουσίας, εκμεταλλευτές και καταπιεστές.
Στην Ελβετία, όπως και σε όλα τα άλλα έθνη, όσο εξισωτικοί και αν είναι οι πολιτικοί θεσμοί της, η αστική τάξη είναι αυτή που κυβερνά και οι εργαζόμενες μάζες, συμπεριλαμβανομένων των αγροτών, είναι αυτές που πρέπει να υπακούουν στους νόμους της αστικής τάξης. Ο λαός δεν έχει ούτε το χρόνο ούτε τις απαιτούμενες γνώσεις για να συμμετάσχει στις κυβερνητικές λειτουργίες. Η αστική τάξη κατέχει και τα δύο- ως εκ τούτου, όχι δικαιωματικά, αλλά στην πραγματικότητα, κατέχει το αποκλειστικό προνόμιο της διακυβέρνησης. Η πολιτική ισότητα στην Ελβετία, όπως και σε όλες τις άλλες χώρες, είναι επομένως μια παιδαριώδης μυθοπλασία, μια ολοκληρωτική απάτη.
Τώρα, αφού η αστική τάξη, λόγω των οικονομικών και πολιτικών προνομίων της, είναι τόσο μακριά από το λαό, πώς μπορούν η διακυβέρνηση και οι νόμοι της να εκφράζουν πραγματικά τα συναισθήματα, τις ιδέες και τη βούληση του λαού; Είναι αδύνατον, και η καθημερινή εμπειρία αποδεικνύει ότι στη νομοθετική και σε όλες τις άλλες εξουσίες, η αστική τάξη ενδιαφέρεται πρωτίστως για την προώθηση των δικών της συμφερόντων και όχι των νόμιμων συμφερόντων του λαού. Είναι αλήθεια ότι όλοι οι περιφερειακοί αξιωματούχοι και οι νομοθέτες εκλέγονται άμεσα ή έμμεσα από το λαό. Αλήθεια, την ημέρα των εκλογών ακόμη και οι πιο υπερήφανοι αστοί που διεκδικούν αξιώματα αναγκάζονται να φλερτάρουν τη μεγαλειότητά τους, τον Κυρίαρχο Λαό. Έρχονται στον κυρίαρχο λαό, με το καπέλο στο χέρι, δηλώνοντας ότι δεν επιθυμούν τίποτε άλλο από το να τον υπηρετήσουν. Για τον υποψήφιο για αξίωμα αυτή είναι μια δυσάρεστη αγγαρεία, που σύντομα θα τελειώσει και επομένως θα πρέπει να την υπομείνει υπομονετικά. Την επομένη των εκλογών ο καθένας συνεχίζει τη δουλειά του, ο λαός επιστρέφει εκ νέου στο μόχθο, η αστική τάξη στην αποκομιδή κερδών και στην πολιτική συνδιαλλαγή. – Σπάνια συναντιούνται και ποτέ δεν χαιρετιούνται μεταξύ τους μέχρι τις επόμενες εκλογές, όταν η φάρσα επαναλαμβάνεται… Εφόσον ο λαϊκός έλεγχος στο αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι η μόνη εγγύηση της λαϊκής ελευθερίας, είναι προφανές ότι και αυτή η ελευθερία είναι εντελώς ψεύτικη.
Για να διορθώσουν τα προφανή ελαττώματα αυτού του συστήματος, οι ριζοσπάστες δημοκράτες του καντονιού της Ζυρίχης εισήγαγαν το δημοψήφισμα, την άμεση νομοθέτηση από το λαό. Το δημοψήφισμα είναι επίσης μια αναποτελεσματική θεραπεία- άλλη μια απάτη. Προκειμένου να ψηφίσει έξυπνα για τις προτάσεις των νομοθετών ή τα μέτρα που προωθούνται από ενδιαφερόμενες ομάδες, ο λαός πρέπει να έχει το χρόνο και τις απαραίτητες γνώσεις για να μελετήσει διεξοδικά αυτά τα μέτρα… Το δημοψήφισμα έχει νόημα μόνο σε εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις που η προτεινόμενη νομοθετική πράξη επηρεάζει και διεγείρει ζωτικά όλους τους ανθρώπους και τα ζητήματα που εμπλέκονται είναι σαφώς κατανοητά από όλους. Αλλά σχεδόν όλοι οι προτεινόμενοι νόμοι είναι τόσο εξειδικευμένοι, τόσο περίπλοκοι, που μόνο οι πολιτικοί εμπειρογνώμονες μπορούν να αντιληφθούν πώς θα επηρεάσουν τελικά τον λαό. Ο λαός, φυσικά, δεν αρχίζει καν να κατανοεί ή να δίνει προσοχή στους προτεινόμενους νόμους και τους ψηφίζει τυφλά όταν τον παροτρύνουν να το κάνει οι αγαπημένοι του ρήτορες.
Ακόμα και όταν το αντιπροσωπευτικό σύστημα βελτιώνεται με δημοψήφισμα, δεν υπάρχει ακόμα λαϊκός έλεγχος και η πραγματική ελευθερία – υπό την αντιπροσωπευτική κυβέρνηση που μεταμφιέζεται σε αυτοδιοίκηση – είναι μια ψευδαίσθηση. Λόγω των οικονομικών δυσκολιών τους, οι άνθρωποι είναι αδαείς και αδιάφοροι και γνωρίζουν μόνο τα πράγματα που τους αφορούν στενά. Καταλαβαίνουν και γνωρίζουν πώς να διεκπεραιώνουν τις καθημερινές τους υποθέσεις. Μακριά από τις οικείες ανησυχίες τους γίνονται μπερδεμένοι, αβέβαιοι και πολιτικά αμήχανοι. Έχουν μια υγιή, πρακτική κοινή λογική όταν πρόκειται για κοινοτικές υποθέσεις. Είναι αρκετά καλά πληροφορημένοι και ξέρουν πώς να επιλέγουν από τους κόλπους τους τα πιο ικανά στελέχη. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο αποτελεσματικός έλεγχος είναι αρκετά δυνατός, επειδή οι δημόσιες υποθέσεις διεξάγονται υπό το άγρυπνο βλέμμα των πολιτών και αφορούν ζωτικά και άμεσα την καθημερινή τους ζωή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι δημοτικές εκλογές αντικατοπτρίζουν πάντα καλύτερα την πραγματική στάση και βούληση του λαού. Οι επαρχιακές και νομαρχιακές κυβερνήσεις, ακόμη και όταν οι τελευταίες εκλέγονται άμεσα, είναι ακόμη λιγότερο αντιπροσωπευτικές του λαού. Τις περισσότερες φορές, ο λαός δεν γνωρίζει τα σχετικά πολιτικά, νομικά και διοικητικά μέτρα- αυτά είναι πέρα από το άμεσο ενδιαφέρον του και σχεδόν πάντα διαφεύγουν του ελέγχου του. Οι υπεύθυνοι των τοπικών και περιφερειακών κυβερνήσεων ζουν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον, μακριά από τους πολίτες, οι οποίοι γνωρίζουν ελάχιστα γι’ αυτούς. Δεν γνωρίζουν προσωπικά τους χαρακτήρες αυτών των ιθυνόντων και τους κρίνουν μόνο από τις δημόσιες ομιλίες τους, οι οποίες είναι γεμάτες ψέματα για να ξεγελάσουν τον λαό ώστε να τους υποστηρίξει… Αν ο λαϊκός έλεγχος των περιφερειακών και τοπικών υποθέσεων είναι εξαιρετικά δύσκολος, τότε ο λαϊκός έλεγχος της ομοσπονδιακής ή εθνικής κυβέρνησης είναι εντελώς αδύνατος.
Οι περισσότερες από τις δημόσιες υποθέσεις και τους νόμους, ιδίως αυτές που αφορούν την ευημερία και τα υλικά συμφέροντα των τοπικών κοινοτήτων και ενώσεων, ρυθμίζονται με τρόπους που δεν είναι κατανοητοί από τους ανθρώπους, χωρίς τη γνώση ή την ανησυχία τους και χωρίς την παρέμβασή τους. Ο λαός δεσμεύεται σε καταστροφικές πολιτικές, και όλα αυτά χωρίς να το καταλαβαίνει. Δεν έχουν ούτε την εμπειρία ούτε το χρόνο να μελετήσουν όλους αυτούς τους νόμους και έτσι αφήνουν τα πάντα στους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους. Αυτοί προωθούν φυσικά τα συμφέροντα της τάξης τους και όχι την ευημερία του λαού, και το μεγαλύτερο ταλέντο τους είναι να χρυσώνουν το χάπι στα πικρά τους μέτρα, για να τα κάνουν πιο εύπεπτα στο λαό. Η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση είναι ένα σύστημα υποκρισίας και διαρκούς ψεύδους. Η επιτυχία της στηρίζεται στην ηλιθιότητα του λαού και στη διαστρέβλωση της κοινής γνώμης.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι εμείς, οι επαναστάτες σοσιαλιστές, δεν θέλουμε καθολική ψηφοφορία – ότι προτιμούμε περιορισμένη ψηφοφορία ή έναν μόνο δυνάστη; Καθόλου. Αυτό που υποστηρίζουμε είναι ότι η καθολική ψηφοφορία, εξεταζόμενη από μόνη της και εφαρμοζόμενη σε μια κοινωνία που βασίζεται στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα, δεν θα είναι παρά μια απάτη και παγίδα για το λαό- δεν είναι παρά ένα απεχθές ψέμα των αστών-δημοκρατών, ο πιο σίγουρος τρόπος για να εδραιωθεί κάτω από το μανδύα του φιλελευθερισμού και της δικαιοσύνης η μόνιμη κυριαρχία του λαού από τις ιδιοκτήτριες τάξεις, εις βάρος της λαϊκής ελευθερίας. Αρνούμαστε ότι η καθολική ψηφοφορία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από το λαό για την κατάκτηση της οικονομικής και κοινωνικής ισότητας. Πρέπει πάντα και αναγκαστικά να είναι ένα όργανο εχθρικό προς το λαό, πάνω στο οποίο στηρίζεται η de facto δικτατορία της αστικής τάξης.
Bakunin on Anarchy, μετάφραση και επιμέλεια Sam Dolgoff, 1971.