του Ερρίκο Μαλατέστα
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει καμία αρχή που να δίνει ή να αφαιρεί το δικαίωμα να αποκαλεί κανείς τον εαυτό του αναρχικό, είμαστε υποχρεωμένοι να παρατηρούμε κατά καιρούς την εμφάνιση κάποιου προσηλυτισμένου στον κοινοβουλευτισμό που συνεχίζει, τουλάχιστον για ένα διάστημα, να δηλώνει αναρχικός.
Δεν βρίσκουμε τίποτα κακό, τίποτα το ατιμωτικό στο να αλλάζει κανείς απόψεις, όταν η εν λόγω αλλαγή προέρχεται από νέες και ειλικρινείς αντιλήψεις και όχι από ιδιοτελή κίνητρα˙ θα θέλαμε, ωστόσο, να λέει κανείς με ειλικρίνεια τι έχει γίνει και τι έχει πάψει να είναι, ώστε να αποφεύγονται παρεξηγήσεις και ανώφελες συζητήσεις. Ίσως όμως αυτό να μην είναι δυνατόν, διότι εκείνοι που αλλάζουν τις ιδέες τους δεν γνωρίζουν, συνήθως, στην αρχή πού θα καταλήξουν.
Επιπλέον, αυτό που συμβαίνει σε εμάς συμβαίνει, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερες αναλογίες, σε όλα τα πολιτικά και κοινωνικά κόμματα και κινήματα. Οι σοσιαλιστές, για παράδειγμα, είχαν να υποστούν τους εκμεταλλευτές σοσιαλιστές και τους πάσης φύσεως πολιτικούς, και οι ρεπουμπλικάνοι αναγκάζονται ακόμη και σήμερα να ανέχονται ορισμένες πουλημένες στο κυρίαρχο στρατόπεδο φυσιογνωμίες που ούτε λίγο ούτε πολύ σφετερίζονται το όνομα του Μαντσινικού.
Ευτυχώς, η παρεξήγηση δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ. Σύντομα, η ίδια η λογική των ιδεών και η αναγκαιότητα της δράσης ωθούν τους υποτιθέμενους αναρχικούς να αποκηρύξουν αυθόρμητα το εν λόγω όνομα και να πάρουν τη θέση που τους αρμόζει. Οι εκλογιστές αναρχικοί που εμφανίστηκαν σε διάφορες περιπτώσεις, όλοι λίγο πολύ γρήγορα εγκατέλειψαν τον αναρχισμό, όπως ακριβώς οι δικτατορικοί ή μπολσεβικίζοντες αναρχικοί γίνονται σύντομα πραγματικοί μπολσεβίκοι και θέτουν τον εαυτό τους στην υπηρεσία της ρωσικής κυβέρνησης και των εντολοδόχων της.
Το ίδιο φαινόμενο επαναλαμβάνεται στη Γαλλία κατά τη διάρκεια των εκλογών αυτές τις ημέρες. Το πρόσχημα είναι η αμνηστία. «Χιλιάδες θύματα στενάζουν στις φυλακές και τα σωφρονιστικά ιδρύματα- μια αριστερή κυβέρνηση θα έδινε αμνηστία- είναι καθήκον όλων των επαναστατών, όλων των ανθρώπων με καρδιά, να κάνουν ό,τι μπορούν για να εκλέξουν τα ονόματα εκείνων των πολιτικών που, όπως πιστεύεται, θα έδιναν αμνηστία». Αυτή είναι η νότα που κυριαρχεί στο σκεπτικό των προσήλυτων.
Ας έχουν το νου τους οι Γάλλοι σύντροφοι.
Στην Ιταλία ήταν η κινητοποίηση υπέρ του φυλακισμένου Τσιπριάνι που χρησίμευσε ως αφορμή στον Αντρέα Κόστα για να σύρει τους αναρχικούς της Ρομάνια στις κάλπες, και έτσι να αρχίσει ο εκφυλισμός του επαναστατικού κινήματος που δημιούργησε η Πρώτη Διεθνής και να καταλήξει να υποβαθμίσει τον σοσιαλισμό σε ένα μέσο για τη διασκέδαση των μαζών και την εξασφάλιση της ηρεμίας για τη μοναρχία και την αστική τάξη.
Αλλά, στην πραγματικότητα, οι Γάλλοι δεν χρειάζεται να έρθουν στην Ιταλία για να αναζητήσουν παραδείγματα, γιατί και η δική τους ιστορία διαθέτει εύγλωττα παραδείγματα.
Στη Γαλλία, όπως και σε όλες τις λατινικές χώρες, ο σοσιαλισμός γεννήθηκε, αν όχι ακριβώς αναρχικός, σίγουρα αντικοινοβουλευτικός- και η γαλλική επαναστατική λογοτεχνία των πρώτων δέκα ετών μετά την Κομμούνα βρίθει από εύγλωττες σελίδες, που οφείλονται μεταξύ άλλων στις πένες των Γκουέζντ και Μπρους, ενάντια στο ψέμα της καθολικής ψηφοφορίας και της εκλογικής και κοινοβουλευτικής κωμωδίας.
Τότε, όπως ο Κόστα στην Ιταλία, οι Γκουέζντ, Μασάρ, Ντεβίλ και αργότερα ο ίδιος ο Μπρους, κυριεύτηκαν από τη γοητεία της εξουσίας, και ίσως επίσης από την επιθυμία να συμβιβάσουν τον τίτλο του επαναστάτη με την ήσυχη ζωή και τα μικρά και μεγάλα πλεονεκτήματα που αποκομίζουν όσοι μπαίνουν στην επίσημη πολιτική, έστω και ως αντιπολίτευση. Και έτσι ξεκίνησε ένας ολόκληρος ελιγμός για να αλλάξει η κατεύθυνση του κινήματος και να παρακινήσει τους συντρόφους να αποδεχτούν την εκλογική τακτική. Χρησιμοποιήθηκε επίσης πολύ τότε η συναισθηματική νότα: ζητούσαν αμνηστία για τους κομμουνάρους, ήθελαν να απελευθερώσουν τον γέρο Μπλανκί που πέθαινε στη φυλακή.
Και μαζί με αυτό ακούμε προφάσεις, εκατοντάδες δικαιολογίες για να ξεπεραστεί η απέχθεια που οι ίδιοι, οι μεταστραφέντες, είχαν βοηθήσει να δημιουργηθεί στους εργάτες ενάντια στις εκλογές, και η οποία, επιπλέον, τροφοδοτούνταν από την ακόμα ζωντανή ανάμνηση των ναπολεόντειων δημοψηφισμάτων και των σφαγών που διαπράχθηκαν τον Ιούνιο του 1848 και τον Μάιο του 1871 κατ’ εντολή των συνελεύσεων που είχαν προκύψει από την καθολική ψηφοφορία. Έλεγαν ότι έπρεπε να ψηφίζει κανείς για να τον υπολογίζουν, αλλά ότι θα έπρεπε να ψηφίσει τους μη εκλέξιμους, τους καταδικασμένους ή τις γυναίκες ή τους νεκρούς: άλλοι πρότειναν να ρίξουν λευκά ψηφοδέλτια ή να γράψουν πάνω τους ένα επαναστατικό σύνθημα- άλλοι ήθελαν οι υποψήφιοι να υποβάλουν τις επιστολές παραίτησής τους στα χέρια των εφορευτικών επιτροπών σε περίπτωση που εκλέγονταν… Στη συνέχεια, όταν το φρούτο ωρίμασε, δηλαδή όταν ο λαός αφέθηκε να τον πείσουν να ψηφίσει, θέλησαν να γίνουν στα σοβαρά υποψήφιοι και βουλευτές: άφησαν τους καταδικασμένους να σαπίσουν στη φυλακή, απαρνήθηκαν τον αντικοινοβουλευτισμό, αποκάλεσαν τον αναρχισμό μάστιγα- και ο Γκουέζντ μέσα από εκατοντάδες παλλινωδίες κατέληξε υπουργός στην κυβέρνηση της “ιεράς ένωσης”, ο Ντεβίλ έγινε πρεσβευτής της αστικής δημοκρατίας, και ο Μασάρ, νομίζω, κάτι χειρότερο.
Δεν επιθυμούμε να αμφισβητήσουμε εκ των προτέρων την καλή πίστη των νεοφώτιστων, ιδίως επειδή υπάρχει ένα ζευγάρι ανάμεσά τους με το οποίο είχαμε προσωπική φιλία. Σε γενικές γραμμές, αυτές οι μεταστροφές – ή οι μετεξελίξεις, όπως αρέσκονται να τις αποκαλούν – ξεκινούν πάντα με καλή πίστη: στη συνέχεια, η λογική το υπαγορεύει, η αυταρέσκεια αναμειγνύεται, το περιβάλλον υπερισχύει… και γίνεται κανείς αυτό που προηγουμένως απεχθανόταν.
Ίσως σε αυτή την περίπτωση να μην συμβεί τίποτα από αυτά που φοβόμαστε, επειδή οι νεοφώτιστοι είναι πολύ λίγοι σε αριθμό και υπάρχει μικρή πιθανότητα να βρουν ευρεία υποστήριξη στο αναρχικό στρατόπεδο, και αυτοί οι σύντροφοι ή πρώην σύντροφοι να σκεφτούν καλύτερα και να αναγνωρίσουν το λάθος τους. Η νέα κυβέρνηση που θα εγκατασταθεί στη Γαλλία μετά τον εκλογικό θρίαμβο του αριστερού συνασπισμού θα τους βοηθήσει να πειστούν ότι δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτής και της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία δεν θα κάνει τίποτα καλό -ούτε καν την αμνηστία- αν οι μάζες δεν την επιβάλλουν με την αγωνιστικότητά τους. Θα προσπαθήσουμε, από τη δική μας σκοπιά, να τους βοηθήσουμε να κατανοήσουν τη συλλογιστική μας με μερικές παρατηρήσεις, οι οποίες δεν θα έπρεπε να είναι καινούργιες για όσους έχουν ήδη αποδεχτεί την αναρχική τακτική.
Είναι ανώφελο να μας λένε, όπως κάνουν αυτοί οι καλοί φίλοι, ότι λίγη ελευθερία είναι προτιμότερη από την κτηνώδη τυραννία χωρίς όρια και περιορισμούς, ότι το λογικό ωράριο εργασίας, ο μισθός που επιτρέπει να ζει κανείς λίγο καλύτερα από τα ζώα, η προστασία των γυναικών και των παιδιών είναι προτιμότερα από την εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας σε σημείο πλήρους εξάντλησης του εργάτη, ότι το κρατικό σχολείο, όσο κακό κι αν είναι, είναι πάντα καλύτερο από την άποψη της ηθικής ανάπτυξης του παιδιού από αυτό στο οποίο διδάσκουν οι ιερείς και οι καλόγεροι… Συμφωνούμε ευχαρίστως σε αυτό! Kαι συμφωνούμε επίσης ότι μπορεί να υπάρξουν περιστάσεις στις οποίες το αποτέλεσμα των εκλογών, σε ένα κράτος ή σε έναν δήμο, μπορεί να έχει καλές ή κακές συνέπειες και ότι αυτό το αποτέλεσμα θα μπορούσε να καθοριστεί από την ψήφο των αναρχικών αν οι δυνάμεις των αντιμαχόμενων κομμάτων ήταν σχεδόν ίσες.
Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια ψευδαίσθηση. Οι εκλογές, όταν είναι στοιχειωδώς ελεύθερες, δεν έχουν παρά την αξία ενός συμβόλου: δείχνουν την κατάσταση της κοινής γνώμης, η οποία θα είχε επιβληθεί με αποτελεσματικότερα μέσα και μεγαλύτερα αποτελέσματα, αν δεν της είχε προσφερθεί η διέξοδος των εκλογών. Αλλά δεν έχει σημασία: ακόμη και αν ορισμένες μικρές πρόοδοι ήταν η άμεση συνέπεια μιας εκλογικής νίκης, οι αναρχικοί δεν θα έπρεπε να σπεύσουν στις κάλπες και να σταματήσουν να κηρύττουν τις μεθόδους του αγώνα τους.
Δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να κάνει κανείς τα πάντα στον κόσμο, πρέπει να επιλέξει την πορεία της δράσης του.
Υπάρχει πάντα μια ορισμένη αντίφαση μεταξύ των μικρών βελτιώσεων, της ικανοποίησης των άμεσων αναγκών και του αγώνα για μια κοινωνία που θα είναι σημαντικά καλύτερη από την υπάρχουσα.
Όποιος θέλει να αφοσιωθεί στο να τοποθετηθούν ουρητήρια και σιντριβάνια εκεί όπου χρειάζονται, όποιος θέλει να αναλώσει τις δυνάμεις του για να πετύχει την κατασκευή ενός δρόμου ή την ίδρυση ενός δημοτικού σχολείου ή οποιονδήποτε νόμο για την προστασία της εργασίας ή την απόλυση ενός βάναυσου αστυνομικού, καλά θα κάνει να χρησιμοποιήσει το εκλογικό του δελτίο για να δώσει την ψήφο του σε αυτό ή εκείνο το ισχυρό πρόσωπο.
Αλλά τότε – αφού θέλεις να είσαι “πρακτικός”, πρέπει να είσαι “πρακτικός” μέχρι τέλους – είναι προτιμότερο από το να περιμένεις τη επικράτηση του κόμματος της αντιπολίτευσης να ψηφίσεις το κόμμα που είναι πιο κοντά σε αυτήν, δηλαδή να πολιτευτείς με το κυρίαρχο κόμμα, να υπηρετήσεις την κυβέρνηση που υπάρχει, να γίνεις πράκτορας του εκάστοτε νομάρχη και δημάρχου. Και πράγματι, οι νεοφώτιστοι για τους οποίους μιλάμε είχαν ήδη προτείνει να μην ψηφίσουν το πιο προοδευτικό κόμμα, αλλά αυτό που είχε τις περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει: τον αριστερό συνασπισμό.
Αλλά τότε πού θα καταλήξουμε;
Οι αναρχικοί έχουν σίγουρα κάνει χίλια λάθη, έχουν πει εκατοντάδες ανοησίες, αλλά πάντα διατηρούσαν τους εαυτούς τους αμόλυντους και παραμένουν το κατ’ εξοχήν επαναστατικό κίνημα,∗ το κίνημα του μέλλοντος, επειδή μπόρεσαν να αντισταθούν στο κάλεσμα των εκλογικών σειρήνων.
Θα ήταν πραγματικά ασυγχώρητο το να παρασυρθούμε στη δίνη ακριβώς τώρα που πλησιάζει η ώρα μας.
Έρρικο Μαλατέστα
∗ Σ.τ.Μ.: Ο Μαλατέστα στην συγκεκριμένη φράση χρησιμοποιεί την λέξη partito (κόμμα). Την εποχή που γράφτηκε το κείμενο η έννοια του κόμματος δεν είχε ακόμα ταυτιστεί με την αστική κοινοβουλευτική πολιτική και χρησιμοποιούταν με τη σημασία μιας οργανωμένης ομάδας ανθρώπων που επιδιώκουν ένα κοινό πολιτικό σκοπό. Αυτό επέτρεπε σε πολλούς αναρχικούς τις εποχής να μιλούν για το «αναρχικό κόμμα». Καθώς σήμερα, τα κόμματα έχουν μετατραπεί στους μηχανισμούς χειραγώγησης και καταστολής που όλοι γνωρίζουμε, θεωρήσαμε πιο σωστό να μεταφράσουμε την λέξη αυτή ως κίνημα, κάτι που ανταποκρίνεται καλύτερα στην ουσία του γραφόμενου αλλά και στην πραγματικότητα.
Pensiero e Volonta (Σκέψη και Θέληση) – Έτος Ι – Αρ. 10, 15 Μαΐου 1924