(1844-1917)
Εις Δικαστάς
Ω σεις, που θέσιν έχετε υψηλή,
που κρίνετε του κόσμου τ’ αδικήματα,
που νεύετε κι ανοίγει η φυλακή
ελεύθεροι να κάνετε ατοπήματα,
που τη ζωή το χέρι σας κρατεί
κάθε πολίτη την τιμή, τα χτήματα,
ακούσετε της Μούσας τη φωνή
που δε φοβάται φυλακή, προστίματα:
Το ζύγι της η Θέμις δε σας δίνει,
σαν άχυρο το δίκιο να ζυγίζετε
για να ‘χετε καιρό για το σεργιάνι.
Κι αν δε διψάτε για δικαιοσύνη
την πλάστιγγα κάνετε τηγάνι,
που μέσα εκεί τον κόσμο να τηγανίζετε.
Ο Μαντζουράνης υποψήφιος εν Κεφαλληνία
Ένας στην Αλεξάνδρεια ξακουσμένος
που επλούτησε στο τζόγο με καρπιές
μας ήρθε κολονάτα φορτωμένος
για βουλευτής στις νέες εκλογές.
Κι έξω ντελάλη βγάνει και φωνάζει
— Για πούλημα ποιος είναι στα χωριά
ο Μαντζουράνης ψήφους αγοράζει
και τους πληρώνει κι’ όλα στα γερά!
Κεφαλονίτες, αν στο πρόσωπο σας
φιλότιμο υπάρχει κι ανθρωπιά,
αποκριθήτε με το φάσκελο σας
σε εκείνον που σας πήρε για τραγιά.
Της Σάμης χωρικοί, Πλαρνοί, Ρισιάνοι
πετάξτε του στα μούτρα τες δραχμές.
Δείξτε του στην τιμή σας πως δεν φτάνει
Και σεις πληρώσετέ τον με φτυσιές.
Ο μοχθηρός ψευτοφιλοπάτρις
Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο
που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά
το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο
που η δυστηχία των άλλων τού γεννά.
Το φθονερό του μάτι το σβησμένο
που δείχνει βουλιμιά για συμφορά
μας εξηγούν γιατ’ είναι διψασμένο
τ’ αχείλι του και πόλεμο ζητά.
Διψάει να ιδεί στα μαύρα φορεμένους
πατέρες και μαννάδες που μισεί,
να τους ιδεί στα δάκρυα τους πνιγμένους:
Θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή.
Για τούτο υπέρ Πατρίδος σκούζει, κράζει
Όρνιο, που για κουφάρια αναστενάζει!
Προσωπο-ψυχογραφία ενός θεομπαίχτη
Στις φλέβες σου φαρμάκι και χολή,
αντίς για αίμα, ρέει, θεομπαίχτη πλάνε,
κι ενώ το στόμα σου για θρησκεία μιλεί,
λύσσας αφρούς τα χείλια σου σκορπάνε.
Είσαι αφ’ των Φαρισαίων τη φυλή,
που του Χριστού τη σταύρωση θυμάνε,
και μίση μόνον η καρδιά σου κλει,
ωσάν οχιές που στη φωλιά τους νάναι.
Κάνε νηστείες, αγύρτη, και σταυρούς,
γέλα τις γυναικούλες με τα ψέματα·
και μάνιζε εναντίον στους ασεβείς
πλην μάτην σκοτεινούς ποθείς καιρούς
και μάταια διψάς γι’ απίστων αίματα,
την έπαθες! … αργά να γεννηθείς.
Στον Ψυχάρη, για τον θάνατο του παιδιού του στον πόλεμο
Κατάρα να έχει ο πόλεμος
που τους βλαστούς θερίζει,
κατάρα η δόξα η μάταιη
που σπέρνει συμφορές,
που αγαπημένα αντρόγυνα
σκληρά τ’ αποχωρίζει
και που γονέων απάνθρωπα
σουβλίζει τις καρδιές!
Σε σε, πατέρα δύστυχε,
τα λόγια τούτα λέω,
στο σκοτωμό του τέκνου σου
με θλίψη της ψυχής,
και τον αγιάτρεφτο χαμό
-φίλος- μαζί σου κλαίω
ποτήρι που σε κέρασεν
ο πόλεμος να πιεις!
Χριστούγεννα
Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται
χωρίς της Επιστήμης συνδρομή·
η θεία Φύσις κάνει για μαμμή
κι ο δράκος, σαν αρνί, θεός κοιμάται.
Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται –
νέα του κόσμου θέλει οικοδομή.
Σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή -,
πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται.
Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,
που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη.
Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι.
Πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,
κι είν’ ο Θεός σας, σαν κι εσάς, μιαρός!
Η πρώτη παράκληση το βράδυ με την κήρυξη του πολέμου μας 1912
Η δέ δύναμις της αμαρτίας ο Νόμος.
(Παύλος προς Κορινθίους Α’ 15-56)
Φωτοπεριχυμένη η εκκλησιά,
μέσα με φόβο του θεού γυρεύουνε.
– Νίκας κατά βαρβάρων να μας δώσει.
Κι απ’ όξου κάτι βρώμικα σκυλιά
Σκουρδουμπελοκοπώντας σκαρδακεύουνε
χωρίς Πατρίδα και Θεό και Γνώση!
-Πέστε μου τώρα άνθρωποι λογικοί,
μέσα ή απ’ όξου είναι η λογική;
-Και ενώ από μέσα αντηχάει το Αμήν
των σκύλων είναι το Ειρήνη Υμίν;
Κι από την αναρχία έχετε τρόμο,
Μη μοιάσουμε τα ζώα χωρίς το νόμο;
(Από το αφιέρωμα του Χ. Αντωνάτου στον Άβλιχο, στο τεύχος αρ. 683 (1920) του περιοδικού «Νουμάς»)
Σημείωση Ν.Σ.: Ο τίτλος εύλογα προκαλεί απορία. Το βράδυ της κήρυξης του πολέμου το 1912 διαβάστηκε στη Μητρόπολη του Ληξουριού η ευχή της Ιεράς Συνόδου κατά των εχθρών της Ελλάδος. Ο Άβλιχος, που ο πόλεμος του προξενούσε υπέρτατη πίκρα, έγραψε το ποίημα αυτό.
Ο φιλάργυρος
Σαν το Χριστό κ’ ή φύσις αναστημένη
στοργή και ζέση ολόγυρα σκορπάει
είναι του πάγου η πλάκα κυλισμένη
κι’ από χαρά πάσα πνοή σκιρτάει.
Κι αγάλλεται όλη η πλάση ερωτευμένη
και την ανάσταση της τραγουδάει!
Κ’ ευωδιάζει η πασχαλιά ανθισμένη
κι ολούθε αγάπης φίλημα αντηχάει
Μόνον Ιούδα, εσύ, τ’ αργύριά σου
μετράς- και δεν ευρίσκεις τη χαρά
μήτε σ’ αυτά, και γι’ άλλα διψασμένος
Ρίψ’ τα λοιπόν και πήγαινε…κρεμάσου…
θα σε δεχτεί κουνώντας την ουρά
ο Μαμωνάς στον Άδη ενθουσιασμένος!
Ο Μικέλης Άβλιχος – ποιητής και λόγιος- γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς το 1844. Παρέμεινε στο Ληξούρι μέχρι και την αποφοίτηση του από το Πετρίτσειο λύκειο και υστέρα συμπλήρωσε τη φιλοσοφική και φιλολογική του μόρφωση στη Βέρνη της Ελβετίας αλλά και σε άλλα κέντρα της Ευρώπης (Παρίσι, Ζυρίχη, Ρώμη, Φλωρεντία , Τορίνο). Από παιδική ηλικία βρέθηκε σε ένα περιβάλλον όπου δέχτηκε την επίδραση του Ανδρ. Λασκαράτου, Ανδρ. Μορφερράτου, των Ριζοσπαστών και σε εφηβική ηλικία ενθουσιάζεται με τον αγώνα των Ριζοσπαστών και συνδέεται φιλικά μαζί τους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βέρνη, όπου τελείωσε και τις σπουδές του, ήρθε σε επαφή με τους Ρώσους αναρχικούς εξόριστους Μιχαήλ Μπακούνιν και Κροπότκιν όπου και ασπάστηκε τις ελευθεριακές απόψεις τους. Η ποίηση του ακολουθεί την επτανησιακή παράδοση (όπου μάλιστα είναι και ο τελευταίος αυτής) και είναι επηρεασμένη από τον επίσης επτανησιώτη Ανδρ. Λασκαράτο.
Ο λόγος του ήταν επαναστατικός και αντίθετος με το κοινωνικό καθεστώς και τις κυρίαρχες αξίες της εποχής του. Όπως χαρακτηριστικά τονίσε στο επικήδειο άρθρο του για τον Άβλιχο ο Κωστής Παλαμάς: «Διέκειτο δυσμενώς προς το υφιστάμενον κοινωνικόν καθεστώς και εμίσει την στρατοκρατίαν και τον πόλεμον». Μέσω των ποιημάτων του, ο Άβλιχος επιγραμματοποιεί κάθε υπόθεση κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου προσδίδοντας άλλοτε σαρκαστικό, άλλοτε ειρωνικό άλλοτε σατιρικό – και όχι μόνο – χαρακτήρα. Χαρακτηρίζεται αθεϊστής, θεωρητικά αναρχικός και ριζοσπάστης.
Το 1877 ύστερα από τις δεκαετείς σπουδές στην Ευρώπη, για λόγους υγείας έμεινε στην Κέρκυρα και σε ηλικία 34 χρονών εγκαταστάθηκε οριστικά στο Ληξούρι.
Αν και ταξίδευε αρκετά, παρέμεινε τύπος ανθρώπου που επιθυμεί να ζήσει και να πεθάνει στον τόπο που γεννήθηκε. Τα ποιήματα του δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατο του και πολλά από αυτά μελοποιήθηκαν. Η διάσωση τους οφείλεται στον Μικέλη Τζανάτο, ο οποίος βοηθούσε τον Άβλιχο στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Πέθανε στο Ληξούρι το Νοέμβριο του 1917.