ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΡΙΑ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ
Γράφτηκε στην πολιτική Λέσχη «Η πατρίδα σε κίνδυνο» («LaPatrieendager»), που αποσκοπούσε στο να εξασφαλίσει την σωτηρία των λαϊκών τάξεων απέναντι στους εισβολείς Γερμανούς, το 1869 ηγήθηκε του συλλόγου αλληλοβοήθειας των εργατριών του Παρισιού και την επόμενη χρονιά πρωτοστάτησε στην «Επιτροπή Επαγρύπνησης των Δημοκρατικών Γυναικών» («LeComité deVigilancedesCitoyennes») στο διαμέρισμα της Μονμάρτης, από όπου και πήρε το προσωνύμιο της «Κόκκινης Παρθένας της Μονμάρτης».
Στις 12 Ιανουαρίου 1870 ήταν ανάμεσα στους 100.000 διαδηλωτές που συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία τον δημοσιογράφο Βίκτορα Νουάρ (VictorNoir, 1848 – 1870) και συμμετείχε στην ανεπιτυχή απόπειρα των «μπλανκιστών» να εκτρέψουν την κηδεία σε εξέγερση. Στις 15 Αυγούστου συμμετείχε στην διαδήλωση για την απελευθέρωση των μπλανκιστών Eudes και Brideau, που είχαν συλληφθεί για την απόπειρα εξέγερσης στην εργατική συνοικία Belleville και είχαν καταδικαστεί σε θάνατο, από δε την έναρξη της πολιορκίας του Παρισιού από τους Πρώσους το φθινόπωρο του 1870, αγωνίστηκε πολύ με την βοήθεια του φίλου της Κλεμασώ (GeorgesClemenceau), τότε δημάρχου Μονμάρτης, για να κρατήσει ανοικτό το σχολείο της και να σιτίσει τους μαθητές της.
ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ
Το ηρωϊκό δίμηνο Απριλίου – Μαϊου 1871 συμμετείχε ενεργά στην Κεντρική Επιτροπή της Παρισινής Κομμούνας όπου εκπροσώπησε τις οργανώσεις των γυναικών, οργάνωσε την «Ένωση των Γυναικών για την Άμυνα του Παρισιού», ντύθηκε την στολή της Εθνοφρουράς, ορκίστηκε να σκοτώσει τον Αδόλφο Θιέρσιο (Louis – Adolphe Thiers, 1797 – 1877) και πολέμησε μαζί με τον 25χρονο σύντροφό της Θεόφιλο Φερρέ (ThéophileFerré, 1846 – 1871) στα τελευταία οδοφράγματα κοντά στο νεκροταφείο της Μονμάρτης, προτού συλληφθούν και κλειστούν στις φυλακές. Η Λουϊζ είχε κατορθώσει αρχικά να διαφύγει, παραδόθηκε όμως στις 24 Μαϊου, όταν οι δυνάμεις της καταστολής των «Βερσαλιέζων» συνέλαβαν την μητέρα της και απειλούσαν να την τουφεκίσουν. Φυλακίστηκε στις φυλακές «Satory».
Μετά από λίγους μήνες ο Φερρέ καταδικάστηκε σε θάνατο, αποχαιρέτησε τους δικαστές με τα λόγια «έζησα ελεύθερος και επιθυμώ επίσης ελεύθερος να πεθάνω» και εκτελέστηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1871. Η Λουϊζ του αφιέρωσε το συγκινητικό ποίημα «Το κόκκινο γαρύφαλλο» («L’ oeilletrouge»). Η ίδια δικάστηκε στο 6ο Πολεμικό Στρατοδικείο στις 16 Δεκεμβρίου 1871 με τις κατηγορίες της ένοπλης στάσης, της προτροπής των πολιτών σε τέλεση
Η Μισέλ και άλλοι κρατούμενοι κομμουνάροι οδηγούνται στην φυλακή (πίνακας του J. Girardeth) |
κακουργημάτων, της πλαστογραφίας και της συνομωσίας για θανάτωση ομήρων.
Απέναντι στους δικαστές η Λουϊζ στάθηκε άφοβη, αγέρωχη και ασυμβίβαστη και τους προκάλεσε ανοικτά να την καταδικάσουν σε θάνατο: «έπραξα αυτό που ήμουν υποχρεωμένη να πράξω, δηλαδή το επαναστατικό μου καθήκον, χωρίς μίσος, χωρίς οργή, χωρίς οίκτο, ούτε για τους άλλους ούτε καν για τον εαυτό μου… δεν υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και ούτε επιθυμώ να με υπερασπιστεί άλλος. Ανήκω ολοκληρωτικά στην κοινωνική επανάσταση και εφόσον κάθε καρδιά που πάλλεται για την ελευθερία δεν έχει κανένα άλλο δικαίωμα πέρα από ένα βόλι από μολύβι, εγώ απαιτώ το μερίδιό μου. Εάν με αφήσετε να ζήσω, δεν θα πάψω ποτέ να φωνάζω για εκδίκηση και κάποτε θα κατορθώσω να την πάρω. Αυτά μόνο είχα να πω. Τώρα, εάν δεν είστε δειλοί, μπορείτε να με σκοτώσετε».
ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΚΑΛΥΔΩΝΙΑ
ΣΥΜΒΟΛΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ
Μισέλ τον Νοέμβριο του 1880 |
Η Λουϊζ επέστρεψε στο Παρίσι στις 9 Νοεμβρίου 1880 μετά από πολιτική αμνηστία που χορηγήθηκε για όλους όσους ακόμα εξέτιαν ποινές που είχαν να κάνουν με την «Κομμούνα» και την υποδέχθηκε πανηγυρικά ένα απέραντο πλήθος 10.000 ομοϊδεατών της στον σταθμό StLazare. Έχοντας πλέον ασπαστεί τον Αναρχισμό, μίλησε σε ένα εξίσου μεγάλο πλήθος σοσιαλιστών και αναρχικών στις 21 Νοεμβρίου και τους επόμενους μήνες αύξησε την επαναστατική της δραστηριότητα, την αρθρογραφία της και τις ομιλίες της σε δημόσιες συγκεντρώσεις.
Πενηντάχρονη πια, αποχαιρέτισε τον Ιανουάριο του 1881 τον μεγάλο επαναστάτη Ωγκίστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui, 1805 – 1881), εκφωνώντας στην κηδεία του έναν συγκινητικό επικήδειο και καθιέρωσε έκτοτε να ορκίζεται στο όνομά του κάθε φορά που την έσερναν, ως κατηγορούμενη, στα δικαστήρια. Τον Ιούλιο του 1881 εκπροσώπησε το γαλλικό αναρχικό κίνημα στο διεθνές συνέδριο του Λονδίνου («LondonInternationalSocialRevolutionaryCongress»), στο οποίο υιοθετήθηκε η λεγόμενη «έμπρακτη προπαγάνδα» («propagandabydeed», «propagande par le fait», «propaganda durch die Tat») ως μέσο προετοιμασίας της κοινωνικής Επανάστασης.
Τον Ιανουάριο του 1882, σε συγκέντρωση για την πρώτη επέτειο του θανάτου του Μπλανκί, συνελήφθη για μία ακόμη φορά με την κατηγορία της περιϋβρισης αρχής και έμεινε στην φυλακή επί 2 εβδομάδες, ενώ παρουσιάζεται από πολλούς να έχει καθιερώσει στις 9 Μαρτίου 1883 στο Παρίσι την μαύρη σημαία των αναρχικών, όταν, κρατώντας μία τέτοια στα χέρια της, ηγήθηκε μαζί με τον μόλις 22χρονο τότε Αιμίλιο Πουζέ (ΕmilePouget, 1860 – 1931) ενός πλήθους εξαγριωμένων ανέργων, μερικοί από τους οποίους άρπαξαν ψωμιά από τρεις φούρνους της πόλης. Σύμφωνα με άλλες αναφορές, η ίδια είχε υψώσει ξανά την μαύρη σημαία και παλαιότερα, πριν από 12 χρόνια, κατά την διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας, τότε όμως με χιαστί οστά και νεκροκεφαλή, η Ιστορία όμως πρωτοεμφανίζει την ύψωση μαύρης σημαίας με πολιτικό – επαναστατικό νόημα νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1865, στο «Διεθνές Φοιτητικό Συνέδριο» της Λιέγης (Liége), από τους Γάλλους μπλανκιστές. Ως καθοδηγήτρια πάντως εκείνων που λεηλάτησαν τους παρισινούς φούρνους συνελήφθη μετά από αναζήτηση τριών εβδομάδων και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών.
«ΗΘΙΚΗ ΑΥΤΟΥΡΓΟΣ»
Aκολούθησε νέα σύλληψη και φυλάκισή της με αφορμή την άγρια απεργία στην Decazeville του Αβεϋρόν (Aveyron), κατά την οποία οι εκεί ανθρακωρύχοι είχαν στις 26 Ιανουαρίου 1886 κακοποιήσει και εκπαραθυρώσει τον εκπρόσωπο της εργοδοσίας μηχανικό JulesWatrin. Οκτώ άντρες απεργοί και δύο γυναίκες είχαν συλληφθεί ως αυτουργοί του λιντσαρίσματος, το οποίο όμως είχε χαιρετιστεί ως «εκτέλεση» από τους επαναστατικούς σοσιαλιστικούς και αναρχικούς κύκλους του Παρισιού και τις εφημερίδες τους. Ακολούθησε η σύλληψη και καταδίκη σε 15μηνη φυλάκιση των επαναστατών σοσιαλιστών αγκιτατόρων Ερνέστου Ρος (ErnestRoche, 1850 – 1917, εκδότη της εφημερίδας «L’ Intransigeant») και Αλμπέρτου Ντουκερσύ (AlbertDucQuercy, 1856 – 1934, συντάκτη της ««Cri du Peuple»») που δρούσαν στην περιοχή, η οποία σύλληψη και φυλάκιση έγινε αφορμή για γενίκευση της απεργίας και σε άλλους κλάδους εργατών της περιοχής, ενώ ανάλογες άγριες απεργίες ξεσπούσαν και σε διάφορες περιοχές του Βελγίου, με πυρπολήσεις εργοστασίων, δημοσίων κτιρίων, εκκλησιών, μοναστηριών και σπιτιών πλουσίων, στην δε γαλλική πρωτεύουσα ο 27χρονος αναρχικός Σαρλ Γκαλό (Charles Gallo, 1859 – 190?), φωνάζοντας «Vivel’ Anarchie!» έστρεφε στις 5 Μαρτίου το περίστροφό του προς τους πανικόβλητους υπαλλήλους του παρισινού Χρηματιστηρίου.
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
Κατά την παραμονή της στο Λονδίνο άνοιξε ένα σχολείο για τα παιδιά των πολιτικών προσφύγων (το «InternationalSchool»), το οποίο κατά τον Τζων Σόττον (JohnShotton) απετέλεσε το πρώτο ελευθεριακό σχολείο της Αγγλίας. Μέχρι τον θάνατό της, και πάντα παρακολουθούμενη από την αστυνομία, συνέχισε να περιοδεύει και να δίνει διαλέξεις, τόσο στην Αγγλία όσο και στην Ολλανδία, το Βέλγιο, αλλά και την Γαλλία, στην οποία είχε επιστρέψει από το 1895 για να εκδώσει με τον Σεμπαστιάν Φωρ (Sébastien Faure, 1858 – 1942) την αναρχική εφημερίδα «Libertaire».
Κατά την διάρκεια μιας τέτοιας περιοδείας στην Αλγερία και την νότια Γαλλία πέθανε στις 9 Ιανουαρίου 1905 στο δωμάτιο 11 του «HotelOasis» της Μασσαλίας, σε ηλικία 74 ετών. Θάφτηκε στο νεκροταφείο του Λεβαλουά Περέ (Levallois – Perret) του Παρισιού με πολιτική, όπως η ίδια είχε ζητήσει, κηδεία στις 21 Ιανουαρίου και το πλήθος στην κηδεία της ξεπερνούσε σε μήκος το ένα χιλιόμετρο.
ΤΑ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
«La Greve derniere», μαζί με την Jean Guêtré (ψευδώνυμο της Victoire Tinayre), 1881
«La Misère», 1882
«Les Méprises», μαζί με την Jean Guêtré (ψευδώνυμο της Victoire Tinayre), 1882
«Le Gars Yvon», 1882
«Ligue internationale des femmes révolutionnaires, Appel à une reunion», 1882
«Le Batard imperial», μαζί με τον Jean Winter, 1883
«Défense de Louise Michel», 1883
«La Fille du people», μαζί με τον Adolphe Grippa, 1883
«Contes et légendes », 1884
«Legentes et chants de gestes des canaques», 1885
«Les Microbes humains», 1886
«Manifeste et proclamation de Louise Michel aux citoyennes de Paris», ως «Louise Maboul», 1883
«Mémoires», 1886
«L’ Ère nouvelle, pensée dernière, souvenirs de Calédonie», τραγούδια της φυλακής, 1887
«Le Coq rouge», θεατρικό, 1888
«Le Monde nouveau», 1888
«Lectures encyclopédiques par cycles attractifs», 1888
«Les Crimes de l’ époque», 1888
«Le claque-dents», διήγημα, 1890
«Prise de possession», 1890
«Α travers la vie», ποίηση, 1894
«La Commune», 1898
«Le Reve», 1898
«Avant la Commune», 1905, μετά θάνατον
«Souvenirs et aventures de ma vie», 1905 – 1908, μετά θάνατον
«Fleurs et ronces», ποίηση, 1913, μετά θάνατον
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Paule Lejeune, «Louise Michel, l’ indomptable», Paris, 1978
Margaret Leland Goldsmith, «Seven Women Against the World», London, 1935
Prosper – Olivier Lissagaray, «Histoire de la Commune de 1871», Paris, 1876
Fernand Planche, «La vita ardente e intrepida di Louise Michel», Paris, 1948
Edith Thomas, «Louise Michel», Montreal, 1980