Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι αναρχικοί είναι άθεοι. Απορρίπτουν την ιδέα του θεού και αντιτίθενται σε όλες τις μορφές θρησκείας, ιδιαίτερα στην οργανωμένη θρησκεία. Σήμερα, στις εκκοσμικευμένες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, η θρησκεία έχει χάσει την άλλοτε κυρίαρχη θέση της στην κοινωνία. Αυτό συχνά κάνει τον μαχητικό αθεϊσμό του αναρχισμού να φαίνεται παράξενος. Ωστόσο, μόλις γίνει κατανοητός ο αρνητικός ρόλος της θρησκείας, η σημασία του ελευθεριακού αθεϊσμού γίνεται προφανής. Εξαιτίας του ρόλου της θρησκείας και των θεσμών της οι αναρχικοί έχουν αφιερώσει αρκετό χρόνο στην αντίκρουση της ιδέας της θρησκείας καθώς και στην προπαγάνδα εναντίον της.
Γιατί λοιπόν τόσοι πολλοί αναρχικοί ασπάζονται τον αθεϊσμό; Η απλούστερη απάντηση είναι ότι οι περισσότεροι αναρχικοί είναι άθεοι επειδή είναι μια λογική προέκταση των αναρχικών ιδεών. Αν ο αναρχισμός είναι η απόρριψη των άνομων αρχών, τότε προκύπτει ότι είναι η απόρριψη της λεγόμενης Υπέρτατης Αρχής, του Θεού. Ο αναρχισμός βασίζεται στον λόγο, τη λογική και την επιστημονική σκέψη, όχι στη θρησκευτική πίστη. Οι αναρχικοί τείνουν να είναι σκεπτικιστές και όχι πιστοί. Οι περισσότεροι αναρχικοί θεωρούν ότι η Εκκλησία είναι βουτηγμένη στην υποκρισία και η Βίβλος ένα έργο φαντασίας, γεμάτο αντιφάσεις, παραλογισμούς και φρίκη. Είναι διαβόητη για τον εξευτελισμό των γυναικών και ο σεξισμός της είναι επαίσχυντος. Ωστόσο, οι άνδρες αντιμετωπίζονται ελάχιστα καλύτερα. Πουθενά στη Βίβλο δεν αναγνωρίζεται ότι τα ανθρώπινα όντα έχουν εγγενή δικαιώματα στη ζωή, την ελευθερία, την ευτυχία, την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη ή την αυτοδιάθεση. Στη Βίβλο, οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί, σκουλήκια και σκλάβοι (μεταφορικά και κυριολεκτικά, καθώς επιδοκιμάζει τη δουλεία). Ο Θεός έχει όλα τα δικαιώματα, η ανθρωπότητα δεν είναι τίποτα.
Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένης της φύσης της θρησκείας. Ο Μπακούνιν το έθεσε με τον καλύτερο τρόπο:
«Η ιδέα του Θεού συνεπάγεται την παραίτηση από την ανθρώπινη λογική και δικαιοσύνη˙ είναι η πιο αποφασιστική άρνηση της ανθρώπινης ελευθερίας και καταλήγει αναγκαστικά στην υποδούλωση της ανθρωπότητας, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.
Αν, λοιπόν, δεν επιθυμούμε την υποδούλωση και τον εξευτελισμό της ανθρωπότητας… δεν μπορούμε, δεν πρέπει να κάνουμε την παραμικρή παραχώρηση ούτε στον Θεό της θεολογίας ούτε στον Θεό της μεταφυσικής. Εκείνος που, σε αυτό το μυστικιστικό αλφάβητο, αρχίζει με το Α θα καταλήξει αναπόφευκτα στο Ω. Εκείνος που επιθυμεί να λατρέψει τον Θεό δεν πρέπει να τρέφει παιδαριώδεις ψευδαισθήσεις σχετικά με το εν λόγω ζήτημα, αλλά να απαρνηθεί γενναία την ελευθερία και την ανθρωπιά του.
Αν υπάρχει Θεός, ο άνθρωπος είναι σκλάβος- τώρα, ο άνθρωπος μπορεί και πρέπει να είναι ελεύθερος- άρα, ο Θεός δεν υπάρχει». [God and the State, σ. 25]
Για τους περισσότερους αναρχικούς, λοιπόν, ο αθεϊσμός είναι απαραίτητος λόγω της φύσης της θρησκείας. «Το να διακηρύσσουμε ως θεϊκό κάθε τι σπουδαίο, δίκαιο, ευγενές και όμορφο στην ανθρωπότητα», υποστήριξε ο Μπακούνιν, «σημαίνει ότι σιωπηρά παραδεχόμαστε ότι η ανθρωπότητα από μόνη της δεν θα ήταν σε θέση να το παράγει, δηλαδή ότι εγκαταλελειμμένη στον εαυτό της, η ίδια της η φύση είναι άθλια, άδικη, ευτελής και άσχημη. Έτσι επιστρέφουμε στην ουσία κάθε θρησκείας˙ με άλλα λόγια, στην απαξίωση της ανθρωπότητας για τη μεγαλύτερη δόξα της θεότητας». Ως εκ τούτου, για να δικαιώσουμε την ανθρωπιά μας και τις δυνατότητες που αυτή έχει, οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι πρέπει να απαλλαγούμε από τον επιβλαβή μύθο του θεού και όλα όσα αυτός συνεπάγεται και έτσι για λογαριασμό «της ανθρώπινης ελευθερίας, αξιοπρέπειας και ευημερίας, πιστεύουμε ότι είναι καθήκον μας να ανακτήσουμε από τον ουρανό τα αγαθά που έχει κλέψει και να τα επαναφέρουμε στη Γη». [Ό.π., σ. 37 και σ. 36]
Εκτός από τη θεωρητική υποβάθμιση της ανθρωπότητας και της ελευθερίας της, η θρησκεία έχει και άλλα, πιο πρακτικά προβλήματα από αναρχική σκοπιά. Πρώτον, οι θρησκείες υπήρξαν πηγή ανισότητας και καταπίεσης. Ο χριστιανισμός (όπως και το Ισλάμ), για παράδειγμα, ήταν πάντα μια δύναμη καταπίεσης, όποτε είχε οποιαδήποτε πολιτική ή κοινωνική επιρροή (το να πιστεύεις ότι έχεις άμεση σύνδεση με τον θεό είναι ένας σίγουρος τρόπος για να δημιουργήσεις μια αυταρχική κοινωνία). Η Εκκλησία υπήρξε μια δύναμη κοινωνικής καταπίεσης, γενοκτονίας και η δικαιολογία για κάθε τύραννο για σχεδόν δύο χιλιετίες. Όταν της δόθηκε η ευκαιρία, κυβέρνησε τόσο σκληρά όσο και οποιοσδήποτε μονάρχης ή δικτάτορας. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη:
«Ο Θεός είναι τα πάντα, ο πραγματικός κόσμος και ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα. Ο Θεός είναι η αλήθεια, η δικαιοσύνη, η καλοσύνη, η ομορφιά, η δύναμη και η ζωή, ο άνθρωπος είναι το ψέμα, η ανομία, το κακό, η ασχήμια, η ανημποριά και ο θάνατος. Ο Θεός είναι ο κύριος, ο άνθρωπος είναι ο σκλάβος. Ανίκανος να βρει τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και την αιώνια ζωή με τη δική του προσπάθεια, μπορεί να τα αποκτήσει μόνο μέσω μιας θείας αποκάλυψης. Όποιος όμως λέει αποκάλυψη, λέει απεσταλμένους, μεσσίες, προφήτες, ιερείς και νομοθέτες εμπνευσμένους από τον ίδιο τον Θεό- και αυτοί, ως οι άγιοι διδάσκαλοι της ανθρωπότητας, επιλεγμένοι από τον ίδιο τον Θεό για να την κατευθύνουν στην οδό της σωτηρίας, ασκούν αναγκαστικά απόλυτη εξουσία. Όλοι οι άνθρωποι τους οφείλουν παθητική και απεριόριστη υπακοή- διότι απέναντι στον θείο λόγο δεν υπάρχει ανθρώπινη λογική, και απέναντι στη δικαιοσύνη του Θεού δεν έχει ισχύ καμία επίγεια δικαιοσύνη». [Μπακούνιν, ό.π., σ. 24]
Ο χριστιανισμός γινόταν ανεκτικός και ειρηνόφιλος μόνο όταν ήταν αδύναμος και ακόμη και τότε συνέχιζε το ρόλο του ως απολογητής των ισχυρών. Αυτός είναι ο δεύτερος λόγος για τον οποίο οι αναρχικοί αντιτίθενται στην εκκλησία, διότι όταν δεν ήταν η πηγή της καταπίεσης, η εκκλησία τη δικαιολογούσε και εξασφάλιζε τη συνέχισή της. Έχει κρατήσει την εργατική τάξη στη δουλεία για ολόκληρες γενιές, επικυρώνοντας την κυριαρχία των κοσμικών εξουσιών και διδάσκοντας στους εργαζόμενους ότι είναι λάθος να αγωνίζονται ενάντια σε αυτές τις εξουσίες. Οι εγκόσμιοι άρχοντες έλαβαν τη νομιμοποίησή τους από τον ουράνιο άρχοντα, είτε πολιτικά (ισχυριζόμενοι ότι οι άρχοντες βρίσκονται στην εξουσία ελέω θεού) είτε οικονομικά (οι πλούσιοι έχουν ανταμειφθεί από τον θεό). Η Βίβλος εξυμνεί την υπακοή, αναδεικνύοντάς την σε ύψιστη αρετή. Πιο πρόσφατες καινοτομίες, όπως η προτεσταντική εργασιακή ηθική, συμβάλλουν επίσης στην υποταγή των εργαζομένων.
Το ότι η θρησκεία χρησιμοποιείται για την προώθηση των συμφερόντων των ισχυρών μπορεί να διαφανεί εύκολα από το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας. Θέτει ως προϋπόθεση για τους καταπιεσμένους να αποδέχονται ταπεινά τη μοίρα τους στη ζωή, παροτρύνοντάς τους να είναι πράοι και να περιμένουν την ανταμοιβή τους στον ουρανό. Όπως υποστήριξε η Έμμα Γκόλντμαν, ο χριστιανισμός (όπως και η θρησκεία εν γένει) «δεν περιέχει τίποτε το επικίνδυνο για το καθεστώς της εξουσίας και του πλούτου˙ αυτή αντιπροσωπεύει την αυταπάρνηση και την παραίτηση, τη μεταμέλεια και τη λύπηση, και είναι απολύτως αδρανής μπροστά σε κάθε ταπείνωση, κάθε προσβολή που επιβάλλεται ενάντια στην ανθρωπότητα». [Red Emma Speaks, σ. 234]
Τρίτον, η θρησκεία ήταν πάντα μια συντηρητική δύναμη στην κοινωνία. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς δεν βασίζεται στην έρευνα και την ανάλυση του πραγματικού κόσμου, αλλά στην επανάληψη των αληθειών που παραδίδονται άνωθεν και περιέχονται σε μερικά ιερά βιβλία. Ο θεϊσμός είναι λοιπόν «η θεωρία της υποθέσεως», ενώ ο αθεϊσμός είναι «η επιστήμη της αποδείξεως». Ο «ένας κρέμεται στα μεταφυσικά σύννεφα του υπερπέραν, ενώ ο άλλος έχει τις ρίζες του γερά στο έδαφος. Είναι η γη, όχι ο ουρανός, που πρέπει να διασώσει ο άνθρωπος, αν θέλει πραγματικά να σωθεί». Ο αθεϊσμός, λοιπόν, «εκφράζει την επέκταση και την ανάπτυξη του ανθρώπινου νου», ενώ ο θεϊσμός «είναι στατικός και παγιωμένος». Είναι «η απολυτότητα του θεϊσμού, η βλαβερή επιρροή του στην ανθρωπότητα, η παραλυτική επίδρασή του στη σκέψη και τη δράση, που ο αθεϊσμός καταπολεμά με όλη του τη δύναμη». [Emma Goldman, ό.π., σ. 243, σ. 245 και σ. 246-7]
Όπως λέει η Βίβλος, «Από τους καρπούς τους θα τους γνωρίσετε». Εμείς οι αναρχικοί συμφωνούμε, αλλά σε αντίθεση με την Εκκλησία εφαρμόζουμε αυτή την αλήθεια και στη θρησκεία. Γι’ αυτό είμαστε, κατά κύριο λόγο, άθεοι. Αναγνωρίζουμε τον καταστροφικό ρόλο που παίζει η Εκκλησία και τις βλαβερές συνέπειες του οργανωμένου μονοθεϊσμού, ιδίως του Χριστιανισμού, στους ανθρώπους. Όπως συνοψίζει η Γκόλντμαν, η θρησκεία «είναι η συνωμοσία της άγνοιας ενάντια στη λογική, του σκοταδιού ενάντια στο φως, της υποταγής και της δουλείας ενάντια στην ανεξαρτησία και την ελευθερία, της άρνησης της δύναμης και της ομορφιάς, ενάντια στην επιβεβαίωση της χαράς και της δόξας της ζωής». [Ό.π., σ. 240]
Έτσι, δεδομένων των καρπών της Εκκλησίας, οι αναρχικοί υποστηρίζουν ότι είναι καιρός να την ξεριζώσουμε και να φυτέψουμε νέα δέντρα, τα δέντρα της λογικής και της ελευθερίας.
Τούτου λεχθέντος, οι αναρχικοί δεν αρνούνται ότι οι θρησκείες περιέχουν σημαντικές ηθικές ιδέες ή αλήθειες. Επιπλέον, οι θρησκείες μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για ισχυρές και αλληλέγγυες κοινότητες και ομάδες. Μπορούν να προσφέρουν ένα καταφύγιο από την αποξένωση και την καταπίεση της καθημερινής ζωής και να προσφέρουν έναν οδηγό δράσης σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι προς πώληση. Πολλές πτυχές, ας πούμε, της ζωής και των διδασκαλιών του Ιησού ή του Βούδα είναι εμπνευσμένες και αξίζει να τις ακολουθήσουμε. Αν αυτό δεν ίσχυε, αν οι θρησκείες ήταν απλώς ένα εργαλείο των ισχυρών, θα είχαν προ πολλού απορριφθεί. Αντίθετα, έχουν μια διττή φύση, καθώς περιέχουν τόσο ιδέες απαραίτητες για να ζήσει κανείς μια καλή ζωή όσο και απολογητικές της εξουσίας. Αν δεν το έκαναν, οι καταπιεσμένοι δεν θα πίστευαν και οι ισχυροί θα τις κατέστειλαν ως επικίνδυνες αιρέσεις.
Και, πράγματι, η καταστολή ήταν η μοίρα κάθε ομάδας που κήρυττε ένα ριζοσπαστικό μήνυμα. Στον Μεσαίωνα, πολυάριθμα επαναστατικά χριστιανικά κινήματα και αιρέσεις καταπνίγηκαν από τις κοσμικές εξουσίες με τη σταθερή υποστήριξη της κυρίαρχης εκκλησίας. Κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου η καθολική εκκλησία υποστήριξε τους φασίστες του Φράνκο, καταγγέλλοντας τη δολοφονία των ιερέων που υποστήριζαν τον Φράνκο από τους υποστηρικτές της δημοκρατίας, ενώ σιώπησε για τη δολοφονία από τον Φράνκο των Βάσκων ιερέων που είχαν υποστηρίξει τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση (ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ επιδιώκει να μετατρέψει τους νεκρούς ιερείς που υποστήριζαν τον Φράνκο σε αγίους, ενώ οι ιερείς που υποστήριζαν τη δημοκρατία παραμένουν στην αφάνεια). Ο Αρχιεπίσκοπος του Ελ Σαλβαδόρ, Όσκαρ Αρνούλφο Ρομέρο, ξεκίνησε ως συντηρητικός, αλλά βλέποντας τον τρόπο με τον οποίο οι πολιτικές και οικονομικές αρχές εκμεταλλεύονταν το λαό έγινε ειλικρινής υπέρμαχός του. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος δολοφονήθηκε από δεξιούς παραστρατιωτικούς το 1980, μια μοίρα που αντιμετώπισαν πολλοί άλλοι υποστηρικτές της θεολογίας της απελευθέρωσης, μιας ριζοσπαστικής ερμηνείας των Ευαγγελίων που προσπαθεί να συμβιβάσει τις σοσιαλιστικές ιδέες και τη χριστιανική κοινωνική σκέψη.
Ούτε η αναρχική υπόθεση κατά της θρησκείας υπονοεί ότι οι θρησκευόμενοι άνθρωποι δεν συμμετέχουν σε κοινωνικούς αγώνες για τη βελτίωση της κοινωνίας. Κάθε άλλο. Οι θρησκευόμενοι, συμπεριλαμβανομένων των μελών της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, έπαιξαν βασικό ρόλο στο κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1960. Η θρησκευτική πίστη μέσα στο στρατό των αγροτών του Ζαπάτα κατά τη διάρκεια της μεξικανικής επανάστασης δεν εμπόδισε τους αναρχικούς να λάβουν μέρος σε αυτήν (μάλιστα, είχε ήδη επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τις ιδέες του αναρχικού αγωνιστή Ρικάρδο Φλόρες Μαγκόν). Είναι η διττή φύση της θρησκείας που εξηγεί γιατί πολλά λαϊκά κινήματα και εξεγέρσεις (ιδιαίτερα από αγρότες) χρησιμοποίησαν τη ρητορική της θρησκείας, επιδιώκοντας να διατηρήσουν τις καλές πτυχές της πίστης τους, καταπολεμώντας την επίγεια αδικία που οι επίσημοι εκπρόσωποί της καθαγιάζουν. Για τους αναρχικούς, είναι η προθυμία να πολεμήσει κανείς ενάντια στην αδικία αυτή που έχει σημασία, όχι το αν κάποιος πιστεύει ή όχι στο θεό. Απλώς πιστεύουμε ότι ο κοινωνικός ρόλος της θρησκείας είναι να κατευνάζει την εξέγερση, όχι να την ενθαρρύνει. Ο μικρός αριθμός των ριζοσπαστών ιερέων σε σύγκριση με εκείνους που ανήκουν στο κυρίαρχο ρεύμα ή στη Δεξιά υποδηλώνει την εγκυρότητα της ανάλυσής μας.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι αναρχικοί, αν και είναι σε συντριπτικά μεγάλο βαθμό εχθρικοί προς την ιδέα της Εκκλησίας και της καθιερωμένης θρησκείας, δεν έχουν αντίρρηση να ασκούν οι άνθρωποι τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις μόνοι τους ή σε ομάδες, εφόσον η άσκηση αυτή δεν θίγει τις ελευθερίες των άλλων. Για παράδειγμα, μια λατρεία που απαιτεί ανθρωποθυσίες ή δουλεία θα ήταν αντίθετη με τις αναρχικές ιδέες και θα ήταν απορριπτέα. Αλλά ειρηνικά συστήματα πίστης θα μπορούσαν να υπάρχουν αρμονικά μέσα σε μια αναρχική κοινωνία. Η αναρχική άποψη θεωρεί ότι η θρησκεία είναι πάνω απ’ όλα προσωπικό ζήτημα – αν οι άνθρωποι θέλουν να πιστεύουν σε κάτι, αυτό είναι δική τους υπόθεση και κανενός άλλου, εφόσον δεν επιβάλλουν αυτές τις ιδέες στους άλλους. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να συζητάμε τις ιδέες τους και να προσπαθούμε να τους πείσουμε για τα λάθη τους.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπονοούμε ότι η αθεΐα είναι κατά κάποιο τρόπο υποχρεωτική για έναν αναρχικό. Κάθε άλλο. Όπως συζητάμε στην ενότητα Α.3.7, υπάρχουν αναρχικοί που πιστεύουν στον θεό ή σε κάποια μορφή θρησκείας. Για παράδειγμα, ο Τολστόι συνδύασε τις ελευθεριακές ιδέες με μια αφοσιωμένη χριστιανική πίστη. Οι ιδέες του, μαζί με αυτές του Προυντόν, επηρεάζουν την οργάνωση Catholic Worker, που ιδρύθηκε από τους αναρχικούς Dorothy Day και Peter Maurin το 1933 και εξακολουθεί να είναι ενεργή μέχρι σήμερα. Ο αναρχικός ακτιβιστής Starhawk, που δραστηριοποιείται στο σημερινό κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης, δεν έχει κανένα πρόβλημα να είναι και ένας από τους σημαντικότερους Παγανιστές. Ωστόσο, για τους περισσότερους αναρχικούς, οι ιδέες τους τους οδηγούν λογικά στον αθεϊσμό, διότι, όπως το έθεσε η Έμμα Γκόλντμαν, «η άρνηση των θεών είναι ταυτόχρονα η ισχυρότερη επιβεβαίωση του ανθρώπου, και μέσω του ανθρώπου, το αιώνιο ναι στη ζωή, τον λόγο και την ομορφιά». [Red Emma Speaks, σ. 248]