Γιατί η εκουσιότητα δεν αρκεί;

Η εκουσιότητα σημαίνει ότι η ένωση πρέπει να είναι εθελούσια, προκειμένου να μεγιστοποιηθεί η ελευθερία. Οι αναρχικοί είναι, προφανώς, βολονταριστές [οπαδοί της εθελούσιας δράσης], θεωρώντας ότι μόνο στην ελεύθερη ένωση, που δημιουργείται μέσω ελεύθερης συμφωνίας, τα άτομα μπορούν να εξελιχθούν, να αναπτυχθούν και να εκφράσουν την ελευθερία τους. Ωστόσο, είναι προφανές ότι στον καπιταλισμό η εκουσιότητα δεν αρκεί από μόνη της για να μεγιστοποιήσει την ελευθερία.

Η εκουσιότητα προϋποθέτει την ελευθερία βούλησης (δηλαδή την ελευθερία σύναψης συμφωνιών), και η ελευθερία βούλησης προϋποθέτει ότι τα άτομα είναι ικανά για ανεξάρτητη κρίση και ορθολογική σκέψη. Επιπλέον, προϋποθέτει ότι μπορούν να αξιολογούν και να τροποποιούν τις πράξεις και τις σχέσεις τους. Οι συμβάσεις στον καπιταλισμό, ωστόσο, έρχονται σε αντιδιαστολή με αυτές τις συνεπαγωγές της εκουσιότητας. Διότι, ενώ τεχνικά είναι “εθελούσιες” (αν και όπως δείχνουμε στην ενότητα Β.4, αυτό δεν ισχύει στην πραγματικότητα), οι καπιταλιστικές συμβάσεις οδηγούν σε άρνηση της ελευθερίας. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κοινωνική σχέση της μισθωτής εργασίας περιλαμβάνει την υπόσχεση υπακοής με αντάλλαγμα την πληρωμή.

Και όπως επισημαίνει η Carole Pateman, «η υπόσχεση υπακοής σημαίνει την άρνηση ή τον περιορισμό, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, της ελευθερίας και της ισότητας των ατόμων και της ικανότητάς τους να ασκούν αυτές τις ικανότητες [της ανεξάρτητης κρίσης και της ορθολογικής σκέψης]. Η υπόσχεση υπακοής σημαίνει ότι σε ορισμένους τομείς το πρόσωπο που δίνει την υπόσχεση δεν είναι πλέον ελεύθερο να ασκεί τις ικανότητές του και να αποφασίζει για τις δικές του πράξεις και ότι δεν είναι πλέον ισότιμο, αλλά υποδεέστερο». [The Problem of Political Obligation, σ. 19] Αυτό έχει ως αποτέλεσμα εκείνοι που υπακούν να μην λαμβάνουν πλέον τις δικές τους αποφάσεις. Έτσι, η λογική της εκουσιότητας (δηλαδή ότι τα άτομα είναι ικανά να σκέφτονται μόνα τους και πρέπει να τους επιτρέπεται να εκφράζουν την ατομικότητά τους και να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις) παραβιάζεται σε μια ιεραρχική σχέση, καθώς ορισμένοι είναι οι υπεύθυνοι και οι πολλοί υπακούν (βλ. επίσης ενότητα Α.2.8). Έτσι, κάθε εκουσιότητα που δημιουργεί σχέσεις υποταγής είναι, από τη φύση της, ελλιπής και παραβιάζει την ίδια της τη δικαιολόγηση.

Αυτό μπορεί να γίνει αντιληπτό στην καπιταλιστική κοινωνία, στην οποία οι εργαζόμενοι πωλούν την ελευθερία τους σε ένα αφεντικό προκειμένου να ζήσουν. Στην πραγματικότητα, στον καπιταλισμό είσαι ελεύθερος μόνο στο βαθμό που μπορείς να επιλέξεις σε ποιον θα υπακούσεις! Η ελευθερία, ωστόσο, πρέπει να σημαίνει κάτι περισσότερο από το δικαίωμα να αλλάζεις αφέντη. Η εθελοδουλεία δεν παύει να είναι δουλεία. Διότι αν, όπως το έθεσε ο Ρουσσώ, η [αυτό]κυριαρχία, «για τον ίδιο λόγο που την καθιστά αναφαίρετη, δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί», ούτε μπορεί να πωληθεί ούτε να ακυρωθεί προσωρινά με μια σύμβαση πρόσληψης. Ο Ρουσσώ υποστήριξε χαρακτηριστικά ότι «ο λαός της Αγγλίας θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο -αλλά κάνει μεγάλο λάθος- είναι ελεύθερος μόνο κατά τη διάρκεια της εκλογής των μελών του κοινοβουλίου. Μόλις αυτά εκλεγούν, η δουλεία τον προσπερνά, και δεν είναι πλέον τίποτα». [The Social Contract and Discourses, σ. 266] Οι αναρχικοί επεκτείνουν αυτή την ανάλυση. Για να παραφράσουμε τον Ρουσσώ:

Στον καπιταλισμό η εργαζόμενη θεωρεί τον εαυτό της ελεύθερο- αλλά κάνει μεγάλο λάθος- είναι ελεύθερη μόνο όταν υπογράφει το συμβόλαιό της με το αφεντικό της. Μόλις υπογραφεί, η δουλεία την κυριεύει και δεν είναι παρά μία εκτελεστής εντολών.

Για να καταλάβουμε το γιατί, για να αντιληφθούμε την αδικία, αρκεί να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από τον Ρουσσώ:

«Το ότι ένας πλούσιος και ισχυρός άνθρωπος, έχοντας αποκτήσει τεράστιες εκτάσεις γης, θα επέβαλε νόμους σε όσους θέλουν να εγκατασταθούν εκεί, και ότι θα τους επέτρεπε να το κάνουν αυτό μόνο υπό τον όρο ότι θα αποδέχονταν την υπέρτατη εξουσία του και θα υπάκουαν σε όλες τις επιθυμίες του, αυτό μπορώ ακόμα να το διανοηθώ… Αυτή η τυραννική πράξη δεν θα περιείχε έναν διπλό σφετερισμό: αυτόν επί της ιδιοκτησίας της γης και αυτόν επί της ελευθερίας των κατοίκων;». [Όπ. π., σ. 316]

Εξ ου και το σχόλιο του Προυντόν ότι «ο άνθρωπος μπορεί να γίνει εξαιτίας της ιδιοκτησίας εκ περιτροπής σκλάβος ή δυνάστης». [What is Property?, σ. 371] Δεν είναι περίεργο που βλέπουμε τον Μπακούνιν να απορρίπτει «κάθε σύμβαση με ένα άλλο άτομο σε οποιαδήποτε βάση εκτός από αυτήν της απόλυτης ισότητας και αμοιβαιότητας», καθώς έτσι θα «απεμπολούσε την ελευθερία του» και αυτό θα αποτελούσε «μια σχέση εθελοντικής υποτέλειας με ένα άλλο άτομο». Οποιοσδήποτε σύναπτε ένα τέτοιο συμβόλαιο σε μια ελεύθερη κοινωνία (δηλ. την αναρχική κοινωνία) θα ήταν «στερημένος από κάθε αίσθηση προσωπικής αξιοπρέπειας». [Michael Bakunin: Selected Writings, σελ. 68-9]

Ως εκ τούτου, οι αναρχικοί τονίζουν την ανάγκη για άμεση δημοκρατία στις εθελοντικές ενώσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η έννοια της «ελευθερίας» δεν είναι μια απάτη και μια δικαιολόγηση της κυριαρχίας, όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό. Μόνο οι αυτοδιοικούμενες ενώσεις μπορούν να δημιουργήσουν σχέσεις ισότητας και όχι υποταγής μεταξύ των μελών τους.

Για το λόγο αυτό οι αναρχικοί αντιτάχθηκαν στον καπιταλισμό και προέτρεψαν «τους εργάτες να συγκροτήσουν δημοκρατικές ενώσεις, με ίσους όρους για όλα τα μέλη, υπό την απειλή της υποτροπής στη φεουδαρχία». [Proudhon, The General Idea of the Revolution, σ. 277] Για παρόμοιους λόγους, οι αναρχικοί (με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Προυντόν) αντιτάχθηκαν στον γάμο, καθώς αυτός μετέτρεπε τη γυναίκα σε «δουλοπρεπή σκλάβα, που παίρνει το όνομα του αφέντη της, το ψωμί του αφέντη της, τις εντολές του αφέντη της και υπηρετεί τα πάθη του αφέντη της… που δεν μπορεί να ελέγχει καμία ιδιοκτησία, ούτε καν το σώμα της, χωρίς τη συγκατάθεσή του». [Voltairine de Cleyre, “Sex Slavery”, The Voltairine de Cleyre Reader, σ. 94] Ενώ ο γάμος, εξαιτίας των φεμινιστικών αγώνων, σε πολλές χώρες έχει μετασχηματισθεί προς το αναρχικό ιδεώδες μιας ελεύθερης ένωσης μεταξύ ίσων, εξακολουθεί να βασίζεται στις πατριαρχικές αρχές που αναγνώρισαν και καταδίκασαν αναρχικές όπως η Γκόλντμαν και η ντε Κλαίρ (βλ. ενότητα Α.3.5 για περισσότερα σχετικά με τον φεμινισμό και τον αναρχισμό).

Προφανώς, η εκούσια συμμετοχή αποτελεί αναγκαία αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση για την προάσπιση της ελευθερίας ενός ατόμου. Αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς αυτή αγνοεί (ή θεωρεί δεδομένες) τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες συνάπτονται οι συμφωνίες και, επιπλέον, αγνοεί τις κοινωνικές σχέσεις που προκύπτουν από αυτές («Για τον εργάτη που πρέπει να πουλήσει την εργασία του, είναι αδύνατο να παραμείνει ελεύθερος». [Kropotkin, Selected Writings on Anarchism and Revolution, σ. 305]). Οποιεσδήποτε κοινωνικές σχέσεις βασίζονται στον αφηρημένο ατομικισμό πιθανότατα θα βασίζονται στη βία, τη δύναμη και την εξουσία, όχι στην ελευθερία. Αυτό βέβαια προϋποθέτει έναν ορισμό της ελευθερίας σύμφωνα με τον οποίο τα άτομα ασκούν τις ικανότητές τους και αποφασίζουν τα ίδια για τις πράξεις τους.

Επομένως, η εκουσιότητα δεν αρκεί για να δημιουργηθεί μια κοινωνία που μεγιστοποιεί την ελευθερία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αναρχικοί πιστεύουν ότι η εθελούσια ένωση οφείλει να συμπληρώνεται από την αυτοδιαχείριση (άμεση δημοκρατία) μέσα σε αυτές τις ενώσεις. Για τους αναρχικούς, οι προκείμενες της εκουσιότητας προϋποθέτουν την αυτοδιαχείριση. Ή, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Προυντόν, «όπως η ατομικότητα είναι το πρωταρχικό δεδομένο της ανθρωπότητας, έτσι και η ένωση είναι ο συμπληρωματικός της όρος». [System of Economical Contradictions, σ. 430]

[…]

Για να απαντήσουμε πρώτα στη δεύτερη ένσταση, σε μια κοινωνία που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία (και άρα στον κρατισμό), όσοι έχουν ιδιοκτησία έχουν περισσότερη δύναμη, την οποία μπορούν να χρησιμοποιήσουν για να διαιωνίσουν την εξουσία τους. «Ο πλούτος είναι δύναμη, η φτώχεια είναι αδυναμία», σύμφωνα με τα λόγια του Άλμπερτ Πάρσονς. Αυτό σημαίνει ότι στον καπιταλισμό η πολυδιαφημισμένη “ελευθερία επιλογής” είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Για τη συντριπτική πλειοψηφία, γίνεται η ελευθερία να διαλέγεις έναν αφέντη (στην εποχή της δουλείας, αστειευόταν ο Πάρσονς, ο αφέντης «επέλεγε τους δικούς του σκλάβους. Στο σύστημα της μισθωτής δουλείας ο μισθωτός σκλάβος επιλέγει τον αφέντη του»). Στο πλαίσιο του καπιταλισμού, τόνισε ο Πάρσονς, «αυτοί που έχουν αποστερηθεί των φυσικών τους δικαιωμάτων πρέπει είτε να προσλαμβάνονται για να υπηρετούν και να υπακούν την καταπιεστική τάξη είτε να λιμοκτονούν. Δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική. Κάποια πράγματα είναι ανεκτίμητα, με κυριότερα τη ζωή και την ελευθερία. Ένας ελεύθερος άνθρωπος δεν πωλείται ούτε μισθώνεται». [Anarchism, σελ. 99 και σελ. 98] Και γιατί θα πρέπει να δικαιολογούμε την υποτέλεια ή να ανεχόμαστε όσους επιθυμούν να περιορίσουν την ελευθερία των άλλων; Η “ελευθερία” να διατάζεις είναι η ελευθερία να υποδουλώνεις, και έτσι αποτελεί στην πραγματικότητα άρνηση της ελευθερίας.

Όσον αφορά την πρώτη ένσταση, οι αναρχικοί δηλώνουν ένοχοι. Είμαστε κατηγορηματικά ενάντια στον υποβιβασμό των ανθρώπων σε ρομπότ. Είμαστε κατηγορηματικά υπέρ της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Στην πραγματικότητα, είμαστε προσηλωμένοι, υπέρ της ανθρωπινότητας και της ατομικότητας.

(Η ενότητα Α.2.11 εξετάζει γιατί η άμεση δημοκρατία είναι το αναγκαίο κοινωνικό αντίστοιχο της εκουσιότητας (δηλαδή της ελεύθερης συμφωνίας). Η Ενότητα Β.4 πραγματεύεται το γιατί ο καπιταλισμός δεν μπορεί να βασίζεται στην ίση διαπραγματευτική ισχύ μεταξύ των κατόχων ιδιοκτησίας και των στερούμενων ιδιοκτησίας).

 

Σε αυτό το σημείο υπάρχει προφανώς κάποια παράλειψη στο πρωτότυπο κείμενο.

 

https://anarchistfaq.org/afaq/sectionA.html#seca214