Σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού George Richard Esenwein, ο «αναρχισμός χωρίς επίθετα» με την ευρύτερη έννοια του όρου «αναφερόταν σε μια μορφή αναρχισμού χωρίς συνθετικά, δηλαδή σε μια διδασκαλία χωρίς προσδιοριστικές ταμπέλες όπως κομμουνιστικός, κολεκτιβιστικός, μουτουαλιστικός ή ατομικιστικός. Από άλλους, […] κατανοήθηκε απλώς ως μια στάση που είναι ανεκτική στη συνύπαρξη διαφορετικών αναρχικών σχολών». [Anarchist Ideology and the Working Class Movement in Spain, 1868-1898, σ. 135]
Ο δημιουργός της έκφρασης ήταν ο Κουβανός Fernando Tarrida del Marmol, ο οποίος τη χρησιμοποίησε τον Νοέμβριο του 1889 στη Βαρκελώνη. Απευθυνόταν στα σχόλια του προς τους κομμουνιστές και τους κολεκτιβιστές αναρχικούς στην Ισπανία, οι οποίοι εκείνη την εποχή είχαν έντονη αντιπαράθεση για τα πλεονεκτήματα των αντίστοιχων θεωριών τους. Ο «Αναρχισμός χωρίς επίθετα» ήταν μια προσπάθεια να δείξει μεγαλύτερη ανεκτικότητα μεταξύ των αναρχικών τάσεων και να καταστήσει σαφές ότι οι αναρχικοί δεν πρέπει να επιβάλλουν σε κανέναν ένα προκαθορισμένο οικονομικό σχέδιο – έστω και θεωρητικά. Έτσι, οι οικονομικές προτιμήσεις των αναρχικών θα έπρεπε να είναι «δευτερεύουσας σημασίας» σε σχέση με την κατάργηση του καπιταλισμού και του κράτους, με τον ελεύθερο πειραματισμό να αποτελεί τον μοναδικό κανόνα μιας ελεύθερης κοινωνίας.
Έτσι, η θεωρητική προοπτική γνωστή ως «anarquismo sin adjetives» (“αναρχισμός χωρίς επίθετα”) ήταν ένα από τα υποπροϊόντα μιας έντονης συζήτησης μέσα στο ίδιο το κίνημα. Οι ρίζες του επιχειρήματος μπορούν να βρεθούν στην ανάπτυξη του κομμουνιστικού αναρχισμού μετά το θάνατο του Μπακούνιν το 1876. Αν και δεν ήταν εντελώς ανόμοιοι με τον κολεκτιβιστικό αναρχισμό (όπως φαίνεται από το διάσημο έργο του James Guillaume «On Building the New Social Order» στο παράρτημα του Bakunin on Anarchism, οι κολεκτιβιστές έβλεπαν το οικονομικό τους σύστημα να εξελίσσεται σε ελεύθερο κομμουνισμό), οι κομμουνιστές αναρχικοί ανέπτυξαν, εμβάθυναν και εμπλούτισαν το έργο του Μπακούνιν, όπως ακριβώς ο Μπακούνιν είχε αναπτύξει, εμβαθύνει και εμπλουτίσει το έργο του Προυντόν. Ο κομμουνιστικός αναρχισμός συνδέθηκε με αναρχικούς όπως ο Ελιζέ Ρεκλύ, ο Κάρλο Καφιέρο, ο Ερρίκο Μαλατέστα και ο (πιο διάσημος) Πιότρ Κροπότκιν.
Γρήγορα οι κομμουνιστικές-αναρχικές ιδέες αντικατέστησαν τον κολεκτιβιστικό αναρχισμό ως την κύρια αναρχική τάση στην Ευρώπη, εκτός από την Ισπανία. Εδώ το μείζον ζήτημα δεν ήταν το ζήτημα του κομμουνισμού (αν και για τον Ricardo Mella αυτό έπαιζε ρόλο), αλλά το ζήτημα της τροποποίησης της στρατηγικής και της τακτικής που συνεπάγεται ο κομμουνιστικός αναρχισμός. Εκείνη την εποχή (δεκαετία του 1880), οι κομμουνιστές αναρχικοί έδιναν έμφαση σε τοπικούς (καθαρούς) πυρήνες αναρχικών αγωνιστών, αντιτάσσονταν γενικά στον συνδικαλισμό (αν και ο Κροπότκιν δεν ήταν ένας από αυτούς, καθώς έβλεπε τη σημασία των μαχητικών εργατικών οργανώσεων), καθώς επίσης ήταν και κάπως αντι-οργανωτικοί. Όπως ήταν αναμενόμενο, μια τέτοια αλλαγή στη στρατηγική και την τακτική έγινε το επίκεντρο πολλών συζητήσεων μεταξύ των Ισπανών κολεκτιβιστών, οι οποίοι υποστήριζαν σθεναρά την οργάνωση και τον αγώνα της εργατικής τάξης.
Η σύγκρουση αυτή επεκτάθηκε σύντομα εκτός Ισπανίας και η συζήτηση έφτασε στις σελίδες της εφημερίδας La Revolte στο Παρίσι. Αυτό έκανε πολλούς αναρχικούς να συμφωνήσουν με το επιχείρημα του Μαλατέστα ότι «το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι δεν είναι σωστό για εμάς να εμπλεκόμαστε σε διαμάχες με αφορμή απλές υποθέσεις». [παρατίθεται από τον Max Nettlau, A Short History of Anarchism, σελ. 198-9] Με την πάροδο του χρόνου, οι περισσότεροι αναρχικοί συμφώνησαν (για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Νετλάου) ότι «δεν μπορούμε να προβλέψουμε την οικονομική ανάπτυξη του μέλλοντος» [Ό.π., σελ. 201] και έτσι άρχισαν να δίνουν έμφαση σε αυτό που είχαν κοινό (αντίθεση στον καπιταλισμό και το κράτος) παρά στα διαφορετικά οράματα για το πώς θα λειτουργούσε μια ελεύθερη κοινωνία. Με την πάροδο του χρόνου, οι περισσότεροι κομμουνιστές-αναρχικοί είδαν ότι η αγνόηση του εργατικού κινήματος εγγυόταν ότι οι ιδέες τους δεν θα έφταναν στην εργατική τάξη, ενώ οι περισσότεροι κολεκτιβιστές-αναρχικοί τόνισαν τη προσήλωσή τους στα κομμουνιστικά ιδεώδη και την επιθυμία τους, αυτά να υλοποιηθούν νωρίτερα, και όχι αργότερα, μετά από μια επανάσταση. Έτσι, και οι δύο ομάδες αναρχικών μπορούσαν να συνεργαστούν, καθώς δεν υπήρχε «κανένας λόγος να χωριστούμε σε μικρές σχολές, με την προθυμία να δώσουμε υπερβολική έμφαση σε ορισμένα χαρακτηριστικά, που υπόκεινται σε διαφοροποιήσεις στο χρόνο και στον τόπο, της κοινωνίας του μέλλοντος, η οποία είναι πολύ μακριά από εμάς για να μας επιτρέψει να οραματιστούμε όλες τις προσαρμογές και τους πιθανούς συνδυασμούς της». Επιπλέον, σε μια ελεύθερη κοινωνία «οι μέθοδοι και οι επιμέρους μορφές των ενώσεων και των συμφωνιών, ή η οργάνωση της εργασίας και της κοινωνικής ζωής, δεν θα είναι ομοιόμορφες και δεν μπορούμε, αυτή τη στιγμή, να κάνουμε προβλέψεις ή προσδιορισμούς σχετικά με αυτές». [Malatesta, όπως αναφέρεται από τον Νετλάου, ό.π., σ. 173]
Έτσι, συνέχισε ο Μαλατέστα, «ακόμη και το ερώτημα μεταξύ αναρχικού κολεκτιβισμού και αναρχικού κομμουνισμού είναι θέμα εξειδίκευσης, μεθόδου και συμφωνίας», καθώς το κλειδί είναι ότι, ανεξάρτητα από το σύστημα, «θα δημιουργηθεί μια νέα ηθική συνείδηση, η οποία θα κάνει το μισθολογικό σύστημα αποκρουστικό για τους ανθρώπους, όπως ακριβώς η νόμιμη δουλεία και ο εξαναγκασμός είναι τώρα αποκρουστικά γι’ αυτούς». Αν συμβεί αυτό, τότε, «όποιες κι αν είναι οι συγκεκριμένες μορφές της κοινωνίας, η βάση της κοινωνικής οργάνωσης θα είναι κομμουνιστική». Εφόσον «κρατάμε τις θεμελιώδεις αρχές και… κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τις εμφυσήσουμε στις μάζες», δεν χρειάζεται «να τσακωνόμαστε για απλές λέξεις ή για μικροπράγματα, αλλά να δίνουμε στη μετεπαναστατική κοινωνία μια κατεύθυνση προς τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την ελευθερία». [παρατίθεται από τον Νετλάου, ό.π., σ. 173 και σ. 174]
Αντίστοιχα, στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχε επίσης μια έντονη συζήτηση την ίδια περίοδο μεταξύ των ατομικιστών και των κομμουνιστών αναρχικών. Εκεί ο Μπέντζαμιν Τάκερ υποστήριζε ότι οι κομμουνιστές-αναρχικοί δεν ήταν αναρχικοί, ενώ ο Γιόχαν Μοστ μιλούσε με παρόμοιο τρόπο για τις ιδέες του Τάκερ. Όπως ακριβώς άνθρωποι όπως ο Mella και ο Tarrida πρόβαλαν την ιδέα της ενεκτικότητας μεταξύ των αναρχικών ομάδων, έτσι και αναρχικοί όπως η Voltairine de Cleyre «έφτασε να ονομάζει εαυτήν απλώς “Αναρχική” και ζήτησε όπως και ο Μαλατέστα έναν «αναρχισμό χωρίς επίθετα», αφού ελλείψει κυβέρνησης πολλά διαφορετικά πειράματα θα δοκιμάζονταν πιθανότατα σε διαφορετικές τοποθεσίες προκειμένου να καθοριστεί η καταλληλότερη μορφή». [Peter Marshall, Demanding the Impossible, σ. 393] Σύμφωνα με τα δικά της λόγια, ένα ολόκληρο φάσμα οικονομικών συστημάτων θα μπορούσε «να δοκιμαστεί επωφελώς σε διάφορες περιοχές. Θα βλέπαμε τα ένστικτα και τις συνήθειες των ανθρώπων να εκφράζονται με ελεύθερη επιλογή σε κάθε κοινότητα- και είμαι σίγουρη ότι τα διαφορετικά περιβάλλοντα θα απαιτούσαν διαφορετικές προσαρμογές». [“Anarchism”, Exquisite Rebel, σελ. 79] Κατά συνέπεια, οι ατομικιστικές και κομμουνιστικές αναρχικές «μορφές κοινωνίας, καθώς και πολλές ενδιάμεσες, θα μπορούσαν, ελλείψει κυβέρνησης, να δοκιμαστούν σε διάφορες τοποθεσίες, ανάλογα με τα ένστικτα και την υλική κατάσταση των ανθρώπων. […] Μόνο η ελευθερία και το πείραμα μπορούν να καθορίσουν τις καλύτερες μορφές κοινωνίας. Γι’ αυτό και δεν χαρακτηρίζω πλέον τον εαυτό μου με άλλο τρόπο παρά απλώς ως “‘αναρχική'”». [“The Making of An An Anarchist”, The Voltairine de Cleyre Reader, σελ. 107-8]
Αυτές οι συζητήσεις είχαν διαρκή αντίκτυπο στο αναρχικό κίνημα, με γνωστούς αναρχικούς όπως η ντε Κλαιρ, ο Μαλατέστα, ο Νετλάου και ο Ρεκλύ να υιοθετούν την ανεκτική προοπτική που ενσωματώνεται στην έκφραση «αναρχισμός χωρίς επίθετα» (βλ. το βιβλίο του Νετλάου A Short History of Anarchism, σελίδες 195 έως 201 για μια εξαιρετική περίληψη). Επιπρόσθετα, είναι επίσης, η κυρίαρχη θέση στο αναρχικό κίνημα σήμερα, με τους περισσότερους αναρχικούς να αναγνωρίζουν το δικαίωμα άλλων τάσεων στο όνομα «αναρχικός», ενώ, προφανώς, διατηρούν τις δικές τους προτιμήσεις για συγκεκριμένους τύπους αναρχικής θεωρίας και τα δικά τους επιχειρήματα για το γιατί άλλοι τύποι είναι ατελείς. Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε ότι οι διάφορες μορφές του αναρχισμού (αναρχο-κομμουνισμός, αναρχο-συνδικαλισμός, θρησκευτικός αναρχισμός κ.λπ.) δεν αποκλείουν η μία την άλλη και δεν χρειάζεται να υποστηρίζεις τη μία και να μισείς τις άλλες. Αυτή η ανοχή αντικατοπτρίζεται στην έκφραση «αναρχισμός χωρίς επίθετα».
Ένα τελευταίο σημείο, ορισμένοι “αναρχο”-καπιταλιστές έχουν προσπαθήσει να χρησιμοποιήσουν την ανεκτικότητα που συνδέεται με τον «αναρχισμό χωρίς επίθετα» για να υποστηρίξουν ότι η ιδεολογία τους θα πρέπει να γίνει αποδεκτή ως μέρος του αναρχικού κινήματος. Εξάλλου, όπως υποστηρίζουν, ο αναρχισμός αφορά μόνο την απαλλαγή από το κράτος, η οικονομία είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ωστόσο, μια τέτοια χρήση του «αναρχισμού χωρίς επίθετα» είναι ψευδής, καθώς ήταν κοινά αποδεκτό εκείνη την εποχή ότι τα είδη των οικονομικών σχεδίων που συζητούνταν ήταν αντικαπιταλιστικά (δηλαδή σοσιαλιστικά). Για τον Μαλατέστα, για παράδειγμα, υπήρχαν «αναρχικοί που προβλέπουν και προτείνουν διαφορετικές λύσεις, διαφορετικές μελλοντικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης» από τον κομμουνιστικό αναρχισμό, αλλά «επιθυμούν, όπως κι εμείς, να καταστρέψουν την πολιτική εξουσία και την ατομική ιδιοκτησία». «Ας καταργήσουμε», υποστήριξε, «κάθε αποκλειστικότητα των σχολών σκέψης και ας συνεννοηθούμε για τους τρόπους και τα μέσα και ας προχωρήσουμε μπροστά». [παρατίθεται από τον Νετλάου, Ό.π., σ. 175]
Με άλλα λόγια, υπήρχε η συμφωνία ότι ο καπιταλισμός έπρεπε να καταργηθεί μαζί με το κράτος και ότι μόλις συνέβαινε αυτό θα αναπτυσσόταν ο ελεύθερος πειραματισμός. Έτσι, ο αγώνας ενάντια στο κράτος ήταν μόνο ένα μέρος ενός ευρύτερου αγώνα για τον τερματισμό της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης και δεν μπορούσε να απομονωθεί από αυτούς τους ευρύτερους στόχους. Καθώς οι “αναρχο”-καπιταλιστές δεν επιδιώκουν την κατάργηση του καπιταλισμού μαζί με το κράτος δεν είναι αναρχικοί και έτσι ο «αναρχισμός χωρίς επίθετα» δεν ισχύει για τους λεγόμενους “αναρχικούς” καπιταλιστές (βλ. ενότητα ΣΤ για το γιατί ο “αναρχο”-καπιταλισμός δεν είναι αναρχικός).
Αυτό δεν σημαίνει ότι μετά από μια επανάσταση δεν θα υπήρχαν “αναρχο”-καπιταλιστικές κοινότητες. Κάθε άλλο. Αν μια ομάδα ανθρώπων ήθελε να διαμορφώσει ένα τέτοιο σύστημα, τότε θα μπορούσε, όπως ακριβώς θα περιμέναμε από μια κοινότητα που υποστήριζε τον κρατικό σοσιαλισμό ή τη θεοκρατία να ζήσει υπό αυτό το καθεστώς. Τέτοιοι θύλακες ιεραρχίας θα υπήρχαν απλώς επειδή είναι απίθανο όλοι στον πλανήτη, ή ακόμη και σε μια δεδομένη γεωγραφική περιοχή, να γίνουν, ταυτόχρονα, αναρχικοί. Το βασικό που πρέπει να θυμόμαστε είναι ότι κανένα τέτοιο σύστημα δεν θα ήταν αναρχικό και, κατά συνέπεια, δεν αποτελεί «αναρχισμό χωρίς επίθετα».