Αν και η αντίθεση στο κράτος και σε κάθε μορφή εξουσίας είχε ισχυρή φωνή μεταξύ των πρώτων φεμινιστριών του 19ου αιώνα, το πιο πρόσφατο φεμινιστικό κίνημα που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1960 θεμελιώθηκε στην αναρχική πρακτική. Από εκεί προήλθε ο όρος αναρχοφεμινισμός, που αναφέρεται σε γυναίκες αναρχικές που δρουν μέσα στα ευρύτερα φεμινιστικά και αναρχικά κινήματα για να τους υπενθυμίζουν τις αρχές τους.
Οι σύγχρονες αναρχοφεμινίστριες βασίστηκαν στις φεμινιστικές ιδέες προηγούμενων αναρχικών, ανδρών και γυναικών. Πράγματι, ο αναρχισμός και ο φεμινισμός ήταν πάντα στενά συνδεδεμένοι. Πολλές εξέχουσες φεμινίστριες υπήρξαν επίσης αναρχικές, όπως η πρωτοπόρος Mary Wollstonecraft (συγγραφέας του βιβλίου A Vindication of the Rights of Woman), η κομμουνάρια Λουίζ Μισέλ και οι αμερικανίδες αναρχικές (και ακούραστες υπέρμαχοι της ελευθερίας των γυναικών) Βολταϊρίν ντε Κλαιρ και Έμμα Γκόλντμαν (για την πρώτη, δείτε τα δοκίμιά της “Sex Slavery”, “Gates of Freedom”, “The Case of Woman vs. Orthodoxy”, “Those Who Marry Do Ill”, για τη δεύτερη δείτε για παράδειγμα τα “The Traffic in Women”, “Woman Suffrage”, “The Tragedy of Woman’s Emancipation”, “Marriage and Love” και “Victims of Morality”). Η Freedom, η παλαιότερη αναρχική εφημερίδα στον κόσμο, ιδρύθηκε από τη Charlotte Wilson το 1886. Αναρχικές γυναίκες όπως η Virgilia D’Andrea και η Rose Pesota έπαιξαν σημαντικό ρόλο τόσο στο ελευθεριακό όσο και στο εργατικό κίνημα.
Το κίνημα “Mujeres Libres” (“Ελεύθερες Γυναίκες”) στην Ισπανία κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης είναι ένα κλασικό παράδειγμα αναρχικών γυναικών που οργανώθηκαν για να υπερασπιστούν τις θεμελιώδεις ελευθερίες τους και να δημιουργήσουν μια κοινωνία βασισμένη στην ελευθερία και την ισότητα των γυναικών (για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με αυτή τη σημαντική οργάνωση, βλέπε Ελεύθερες Γυναίκες της Ισπανίας της Martha Ackelsberg). Επιπλέον, όλοι οι μεγάλοι άντρες αναρχικοί στοχαστές (εκτός του Προυντόν) ήταν σταθεροί υποστηρικτές της ισότητας των γυναικών. Για παράδειγμα, ο Μπακούνιν αντιτάχθηκε στην πατριαρχία και στο πώς ο νόμος «υποτάσσει τις γυναίκες στην απόλυτη κυριαρχία του άνδρα». Υποστήριξε ότι «τα ίσα δικαιώματα πρέπει να ανήκουν σε άνδρες και γυναίκες», ώστε οι γυναίκες να μπορούν «να γίνουν ανεξάρτητες και να είναι ελεύθερες να διαμορφώσουν τον δικό τους τρόπο ζωής». Προσβλέπει στο τέλος της «αυταρχικής νομικής οικογένειας» και στην «πλήρη σεξουαλική ελευθερία των γυναικών». [Bakunin on Anarchism, σ. 396 και σ. 397].
Έτσι, ο αναρχισμός συνδυάζει από τη δεκαετία του 1860 μια ριζοσπαστική κριτική του καπιταλισμού και του κράτους με μια εξίσου ισχυρή κριτική της πατριαρχίας (ανδρική κυριαρχία). Οι αναρχικοί, ιδίως οι γυναίκες, αναγνώριζαν ότι η σύγχρονη κοινωνία κυριαρχείται από τους άνδρες. Όπως το έθεσε η Ana Maria Mozzoni (μια Ιταλίδα αναρχική μετανάστρια στο Μπουένος Άιρες), οι γυναίκες θα διαπιστώσετε ότι «ο ιερέας που σας καταδικάζει είναι άντρας, ότι ο νομοθέτης που σας καταπιέζει είναι άντρας, ότι ο σύζυγος που σας υποβιβάζει σε αντικείμενο είναι άντρας, ότι ο ελευθεριάζων που σας παρενοχλεί είναι άντρας, ότι ο καπιταλιστής που πλουτίζει με την κακοπληρωμένη εργασία σας και ο κερδοσκόπος που τσεπώνει ήρεμα την τιμή του σώματός σας, είναι άντρες». Λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε. Η πατριαρχία εξακολουθεί να υφίσταται και, για να παραθέσουμε την αναρχική εφημερίδα La Questione Sociale, εξακολουθεί συνήθως να ισχύει ότι οι γυναίκες «είναι σκλάβες τόσο στην κοινωνική όσο και στην ιδιωτική ζωή. Αν είσαι προλετάρια, έχεις δύο τυράννους: τον άντρα και το αφεντικό. Αν είσαι αστή, η μόνη κυριαρχία που σου έχει απομείνει είναι αυτή της επιπολαιότητας και της κοκεταρίας». [παρατίθεται από τον Jose Moya, Οι Ιταλοί στο αναρχικό κίνημα του Μπουένος Άιρες, σελ. 197-8 και σελ. 200].
Ο αναρχισμός, επομένως, βασίζεται στη συνειδητοποίηση ότι η καταπολέμηση της πατριαρχίας είναι εξίσου σημαντική με την καταπολέμηση του κράτους ή του καπιταλισμού. Διότι «δεν μπορείς να έχεις ελεύθερη, ή δίκαιη, ή ισότιμη κοινωνία, ούτε κάτι που να την πλησιάζει, όσο η γυναίκα αγοράζεται, πουλιέται, στεγάζεται, ντύνεται, τρέφεται και περιφρουρείται, ως τσιφλίκι». [Voltairine de Cleyre, “The Gates of Freedom”, σσ. 235-250, Eugenia C. Delamotte, Gates of Freedom, σ. 242].
Για να αναφέρουμε τα λόγια της Λουίζ Μισέλ:
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να αλλάξει είναι η σχέση μεταξύ των δύο φύλων. Η ανθρωπότητα αποτελείται από δύο μέρη, τους άνδρες και τις γυναίκες, και θα έπρεπε να βαδίζουμε χέρι-χέρι. Αντί γι’ αυτό υπάρχει ανταγωνισμός, και αυτός θα διαρκεί όσο το “ισχυρότερο” μισό ελέγχει, ή νομίζει ότι ελέγχει, το “ασθενέστερο” μισό». [The Red Virgin: Memoirs of Louise Michel, σ. 139].
Έτσι, ο αναρχισμός, όπως και ο φεμινισμός, μάχεται την πατριαρχία και αγωνίζεται υπέρ της ισότητας των γυναικών. Και οι δύο μοιράζονται μεγάλη κοινή ιστορία και μια ανησυχία για την ατομική ελευθερία, την ισότητα και την αξιοπρέπεια των εκπροσώπων του γυναικείου φύλου (αν και, όπως θα εξηγήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος παρακάτω, οι αναρχικές ήταν πάντα πολύ επικριτικές απέναντι στον κυρίαρχο/φιλελεύθερο φεμινισμό, καθώς αυτός δεν πήγαινε αρκετά μακριά). Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το νέο κύμα του φεμινισμού της δεκαετίας του ’60 εκφράστηκε με αναρχικό τρόπο και άντλησε μεγάλη έμπνευση από αναρχικές μορφές όπως η Έμμα Γκόλντμαν. Η Cathy Levine επισημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, «ανεξάρτητες ομάδες γυναικών άρχισαν να λειτουργούν χωρίς τη δομή, τους ηγέτες και τα λοιπά στοιχεία της ανδρικής αριστεράς, δημιουργώντας, ανεξάρτητα και ταυτόχρονα, οργανώσεις παρόμοιες με εκείνες των αναρχικών ποικίλων εποχών και περιοχών. Ούτε αυτό ήταν τυχαίο». [“The Tyranny of Tyranny”, Quiet Rumours: An Anarcha-Feminist Reader, σ. 66] Δεν είναι τυχαίο, διότι, όπως έχουν σημειώσει οι φεμινίστριες μελετήτριες, οι γυναίκες ήταν από τα πρώτα θύματα της ιεραρχικής κοινωνίας, η οποία θεωρείται ότι ξεκίνησε με την άνοδο της πατριαρχίας και των ιδεολογιών της κυριαρχίας κατά την ύστερη νεολιθική εποχή. Η Marilyn French υποστηρίζει (στο βιβλίο Beyond Power) ότι η πρώτη σημαντική κοινωνική διαστρωμάτωση του ανθρώπινου γένους συνέβη όταν οι άνδρες άρχισαν να κυριαρχούν στις γυναίκες, με τις γυναίκες να γίνονται στην πραγματικότητα μια “κατώτερη” και ” υποδεέστερη” κοινωνική τάξη.
Οι δεσμοί μεταξύ του αναρχισμού και του σύγχρονου φεμινισμού υπάρχουν τόσο στις ιδέες όσο και στη δράση. Η κορυφαία φεμινίστρια στοχαστής Carole Pateman σημειώνει ότι «η έρευνά της [σχετικά με τη θεωρία των συμβολαίων και την αυταρχική και πατριαρχική της βάση] οφείλει κάτι στις ελευθεριακές ιδέες, δηλαδή στην “αναρχική πτέρυγα του σοσιαλιστικού κινήματος». [The Sexual Contract, σ. 14] Επιπλέον, η ίδια σημείωνε στη δεκαετία του 1980 πώς «ο κύριος τόπος κριτικής των αυταρχικών, ιεραρχικών, αντιδημοκρατικών μορφών οργάνωσης τα τελευταία είκοσι χρόνια ήταν το γυναικείο κίνημα… Αφότου ο Μαρξ εκδίωξε τον Μπακούνιν από την Πρώτη Διεθνή, η επικρατούσα μορφή οργάνωσης στο εργατικό κίνημα, στις εθνικοποιημένες βιομηχανίες και στις αριστερές σέχτες μιμήθηκε την ιεραρχία του κράτους… Το γυναικείο κίνημα διέσωσε και έθεσε σε εφαρμογή την από καιρό θαμμένη ιδέα [των αναρχικών όπως ο Μπακούνιν] ότι τα κινήματα για την κοινωνική αλλαγή και τα πειράματα πάνω σ’ αυτήν πρέπει να “προεικονίζουν” τη μελλοντική μορφή της κοινωνικής οργάνωσης». [The Disorder of Women, σ. 201].
Η Peggy Kornegger έχει επιστήσει την προσοχή σε αυτούς τους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ φεμινισμού και αναρχισμού, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. «Η ριζοσπαστική φεμινιστική προοπτική είναι σχεδόν καθαρός αναρχισμός», γράφει. «Η βασική θεωρία θέτει την πυρηνική οικογένεια ως τη βάση όλων των εξουσιαστικών συστημάτων. Το μάθημα που μαθαίνει το παιδί, από τον πατέρα, τον δάσκαλο, το αφεντικό και τον θεό, είναι να υπακούει στη μεγάλη ανώνυμη φωνή της Εξουσίας. Το να περάσει κανείς από την παιδική ηλικία στην ενηλικίωση σημαίνει να γίνει ένα ολοκληρωμένο αυτόματο, ανίκανο να αμφισβητεί ή ακόμα και να σκέφτεται καθαρά». [“Anarchism: The Feminist Connection”, Quiet Rumours: An Anarcha-Feminist Reader, σ. 26]. Παρομοίως, η Zero Collective υποστηρίζει ότι ο Αναρχοφεμινισμός «συνίσταται στην αναγνώριση του αναρχικού χαρακτήρα του φεμινισμού και στη συνειδητή ανάπτυξή του». [“Anarchism/Feminism”, σσ. 3-7, The Raven, αρ. 21, σ. 6].
Οι αναρχοφεμινίστριες επισημαίνουν ότι τα αυταρχικά χαρακτηριστικά και αξίες, όπως για παράδειγμα η κυριαρχία, η εκμετάλλευση, η επιθετικότητα, η ανταγωνιστικότητα, η απουσία ευαισθησίας κ.λπ., εκτιμώνται ιδιαίτερα στους ιεραρχικούς πολιτισμούς και παραδοσιακά αναφέρονται ως “αρσενικά”. Αντίθετα, τα μη αυταρχικά χαρακτηριστικά και αξίες, όπως η συνεργασία, το μοίρασμα, η συμπόνια, η ευαισθησία, η ζεστασιά κ.λπ. θεωρούνται παραδοσιακά ως “θηλυκά” και υποτιμώνται. Οι φεμινιστές μελετητές έχουν εντοπίσει το φαινόμενο αυτό στην ανάπτυξη των πατριαρχικών κοινωνιών κατά την πρώιμη Εποχή του Χαλκού και στην κατάκτηση από αυτές των συνεργατικών “οργανικών” κοινωνιών, στις οποίες τα “θηλυκά” χαρακτηριστικά και αξίες ήταν διαδεδομένα και σεβαστά. Μετά από αυτές τις κατακτήσεις, ωστόσο, οι αξίες αυτές άρχισαν να θεωρούνται “κατώτερες”, ιδίως για έναν άνδρα, δεδομένου ότι οι άνδρες ήταν υπεύθυνοι για την κυριαρχία και την εκμετάλλευση στο πλαίσιο της πατριαρχίας. (Βλ. π.χ. Riane Eisler, The Chalice and the Blade- Elise Boulding, The Underside of History). Ως εκ τούτου, οι αναρχοφεμινίστριες έχουν αναφερθεί στη δημιουργία μιας μη εξουσιαστικής, αναρχικής κοινωνίας που θα βασίζεται στη συνεργασία, το μοίρασμα, την αλληλοβοήθεια κ.λπ. ως “θηλυκοποίηση της κοινωνίας”.
Οι αναρχοφεμινίστριες έχουν επισημάνει ότι η “θηλυκοποίηση” της κοινωνίας δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς αυτοδιαχείριση και αποκέντρωση. Αυτό συμβαίνει επειδή οι πατριαρχικές-αυταρχικές αξίες και παραδόσεις τις οποίες επιθυμούν να ανατρέψουν ενσωματώνονται και αναπαράγονται στις ιεραρχίες. Έτσι, ο φεμινισμός συνεπάγεται αποκέντρωση, η οποία με τη σειρά της συνεπάγεται αυτοδιαχείριση. Πολλές φεμινίστριες το έχουν αναγνωρίσει αυτό, όπως αντικατοπτρίζεται στους πειραματισμούς τους με συλλογικές μορφές φεμινιστικών οργανώσεων που εξαλείφουν την ιεραρχική δομή και τις ανταγωνιστικές μορφές λήψης αποφάσεων. Ορισμένες φεμινίστριες έχουν υποστηρίξει μάλιστα ότι οι αμεσοδημοκρατικές οργανώσεις είναι ειδικά γυναικείες πολιτικές μορφές. [βλ. π.χ. Nancy Hartsock “Feminist Theory and the Development of Revolutionary Strategy”, στο Zeila Eisenstein, επιμ., Capitalist Patriarchy and the Case for Socialist Feminism, σσ. 56-77]. Όπως όλες οι αναρχικές, οι αναρχοφεμινίστριες αναγνωρίζουν ότι η αυτοαπελευθέρωση είναι το κλειδί για την ισότητα των γυναικών και, επομένως, για την ελευθερία.
Σύμφωνα με την Έμμα Γκόλντμαν:
«Η ανάπτυξή της, η ελευθερία της, η ανεξαρτησία της, πρέπει να προέρχεται από τον εαυτό της και διαμέσου του εαυτού της. Πρώτον, διεκδικώντας τον εαυτό της ως προσωπικότητα και όχι ως σεξουαλικό εμπόρευμα. Δεύτερον, αρνούμενη το δικαίωμα οποιουδήποτε πάνω στο σώμα της˙ αρνούμενη να κάνει παιδιά, εκτός αν τα θέλει, αρνούμενη να γίνει υπηρέτρια του Θεού, του κράτους, της κοινωνίας, του συζύγου, της οικογένειας κ.λπ. κάνοντας τη ζωή της πιο απλή, αλλά πιο βαθιά και πιο πλούσια. Δηλαδή, προσπαθώντας να μάθει το νόημα και την ουσία της ζωής σε όλη την πολυπλοκότητά της- απελευθερώνοντας τον εαυτό της από τον φόβο της κοινής γνώμης και της δημόσιας καταδίκης». [Anarchism and Other Essays, σ. 211].
Ο αναρχοφεμινισμός προσπαθεί να αποτρέψει τον φεμινισμό από το να επηρεαστεί και να κυριαρχηθεί από αυταρχικές ιδεολογίες προερχόμενες είτε από την δεξιά είτε από την αριστερά. Προτείνει την άμεση δράση και την αυτοβοήθεια αντί των μαζικών μεταρρυθμιστικών εκστρατειών που ευνοεί το “επίσημο” φεμινιστικό κίνημα, με τη δημιουργία ιεραρχικών και συγκεντρωτικών οργανώσεων και την ψευδαίσθηση ότι η ύπαρξη περισσότερων γυναικών αφεντικών, πολιτικών και στρατιωτικών είναι ένα βήμα προς την “ισότητα”. Οι αναρχοφεμινίστριες θα επεσήμαναν ότι η λεγόμενη “επιστήμη του μάνατζμεντ” που πρέπει να μάθουν οι γυναίκες για να γίνουν μάνατζερ στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις είναι ουσιαστικά ένα σύνολο τεχνικών για τον έλεγχο και την εκμετάλλευση των μισθωτών εργαζομένων στις εταιρικές ιεραρχίες, ενώ η “θηλυκοποίηση” της κοινωνίας απαιτεί την εξάλειψη της καπιταλιστικής μισθωτής σκλαβιάς και της διευθυντικής κυριαρχίας συνολικά. Οι αναρχοφεμινίστριες συνειδητοποιούν ότι το να μάθουν πώς να γίνονται αποτελεσματικές εκμεταλλεύτριες ή καταπιέστριες δεν είναι ο δρόμος προς την ισότητα (όπως το έθεσε ένα μέλος των Mujeres Libres, «δεν θέλαμε να αντικαταστήσουμε την αντρική ιεραρχία με μια φεμινιστική» [παρατίθεται από την Martha A. Ackelsberg, Free Women of Spain, σσ. 22-3] – βλ. επίσης την ενότητα Β.1.4 για μια περαιτέρω συζήτηση σχετικά με την πατριαρχία και την ιεραρχία).
Εξ ου και η παραδοσιακή εχθρότητα του αναρχισμού προς τον φιλελεύθερο (ή mainstream) φεμινισμό, μολονότι υποστηρίζει την απελευθέρωση και την ισότητα των γυναικών. Η Federica Montseny (ηγετική μορφή του ισπανικού αναρχικού κινήματος) υποστήριξε ότι ένας τέτοιος φεμινισμός υποστήριζε την ισότητα για τις γυναίκες, αλλά δεν αμφισβητούσε τους υπάρχοντες θεσμούς. Υποστήριξε ότι η μόνη φιλοδοξία του (“συστημικού”) φεμινισμού είναι να δώσει στις γυναίκες μιας συγκεκριμένης τάξης την ευκαιρία να συμμετάσχουν πληρέστερα στο υπάρχον σύστημα προνομίων και αν αυτοί οι θεσμοί “είναι άδικοι όταν οι άνδρες τους χρησιμοποιούν, θα εξακολουθήσουν να είναι άδικοι και όταν θα τους χρησιμοποιούν οι γυναίκες”. [παρατίθεται από την Martha A. Ackelsberg, Ό.π., σ. 119]. Έτσι, για τους αναρχικούς, η ελευθερία της γυναίκας δεν σήμαινε ίσες ευκαιρίες να γίνει αφεντικό ή μισθωτή σκλάβα, ψηφοφόρος ή πολιτικός, αλλά μάλλον να είναι ένα ελεύθερο και ισότιμο άτομο που θα συνεργάζεται ως ίσος προς ίσο σε ελεύθερες ενώσεις. «Ο φεμινισμός», τόνισε η Peggy Kornegger, «δεν σημαίνει γυναικεία εταιρική εξουσία ή μια γυναίκα πρόεδρο˙ σημαίνει καμία εταιρική εξουσία και κανένας πρόεδρος. Η τροπολογία για τα ίσα δικαιώματα δεν θα μεταμορφώσει την κοινωνία, δίνει απλώς στις γυναίκες το “δικαίωμα” να συνδεθούν με μια ιεραρχική οικονομία. Η αμφισβήτηση του σεξισμού σημαίνει αμφισβήτηση κάθε ιεραρχίας˙ οικονομικής, πολιτικής και προσωπικής. Και αυτό σημαίνει μια αναρχοφεμινιστική επανάσταση». [Ό.π., σ. 27].
Ο αναρχισμός, όπως φαίνεται, περιέχει μια ταξική και οικονομική ανάλυση που λείπει από τον συστημικό φεμινισμό, ενώ, ταυτόχρονα, επιδεικνύει μια συνειδητοποίηση των σχέσεων εξουσίας που βασίζονται στην οικογένεια και το φύλο, η οποία διαφεύγει από το κυρίαρχο σοσιαλιστικό κίνημα. Αυτό απορρέει από το μίσος μας για την ιεραρχία. Όπως το έθεσε ο Mozzoni, «η αναρχία υπερασπίζεται την υπόθεση όλων των καταπιεσμένων, και εξαιτίας αυτού, και με έναν ιδιαίτερο τρόπο, υπερασπίζεται τη δική σας υπόθεση [των γυναικών]. Ω! γυναίκες, διπλά καταπιεσμένες από τη σημερινή κοινωνία τόσο στην κοινωνική όσο και στην ιδιωτική σφαίρα». [παρατίθεται από την Moya, ό.π., σ. 203]. Αυτό σημαίνει ότι, για να παραθέσουμε μια Κινέζα αναρχική, αυτό που οι αναρχικοί «εννοούν με την ισότητα μεταξύ των φύλων δεν είναι απλώς ότι οι άνδρες δεν θα καταπιέζουν πλέον τις γυναίκες. Θέλουμε επίσης οι άνδρες να μην καταπιέζονται πλέον από άλλους άνδρες και οι γυναίκες να μην καταπιέζονται πλέον από άλλες γυναίκες». Έτσι, οι γυναίκες θα πρέπει «να ανατρέψουν εντελώς την κυριαρχία, να αναγκάσουν τους άνδρες να εγκαταλείψουν όλα τα ειδικά τους προνόμια και να γίνουν ίσοι με τις γυναίκες, να δημιουργήσουν έναν κόσμο χωρίς την καταπίεση των γυναικών ούτε την καταπίεση των ανδρών». [He Zhen, παρατίθεται από τον Peter Zarrow, Anarchism and Chinese Political Culture, σ. 147].
Έτσι, στο ιστορικό αναρχικό κίνημα, όπως σημειώνει η Μάρθα Άκελσμπεργκ, ο φιλελεύθερος/συστημικός φεμινισμός θεωρήθηκε ότι ήταν «πολύ στενά εστιασμένος ως στρατηγική για τη χειραφέτηση των γυναικών˙ ο σεξουαλικός αγώνας δεν μπορούσε να διαχωριστεί από τον ταξικό αγώνα ή από το αναρχικό πρόταγμα στο σύνολό του». [Ό.π., σ. 119] Ο αναρχοφεμινισμός συνεχίζει αυτή την παράδοση υποστηρίζοντας ότι όλες οι μορφές ιεραρχίας είναι λάθος, όχι μόνο η πατριαρχία, και ότι ο φεμινισμός έρχεται σε σύγκρουση με τα ίδια του τα ιδανικά αν επιθυμεί απλώς να επιτρέψει στις γυναίκες να έχουν τις ίδιες πιθανότητες να γίνουν αφεντικά με τους άντρες. Δηλώνουν απλώς το προφανές, δηλαδή ότι «δεν πιστεύουν ότι η εξουσία στα χέρια των γυναικών θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια μη καταναγκαστική κοινωνία» ούτε ότι «πιστεύουν ότι κάτι καλό μπορεί να προκύψει από ένα μαζικό κίνημα με μια ηγετική ελίτ». Τα «κεντρικά ζητήματα είναι πάντα η εξουσία και η κοινωνική ιεραρχία» και έτσι οι άνθρωποι «είναι ελεύθεροι μόνο όταν έχουν εξουσία πάνω στην ίδια τους τη ζωή». [Carole Ehrlich, “Socialism, Anarchism and Feminism”, Quiet Rumours: An Anarcha-Feminist Reader, σ. 44] Διότι αν, όπως το έθεσε η Λουίζ Μισέλ, «ένας προλετάριος είναι σκλάβος- η σύζυγος ενός προλετάριου είναι ακόμη πιο πολύ σκλάβα», το να εξασφαλίσουμε ότι η σύζυγος βιώνει το ίδιο επίπεδο καταπίεσης με τον σύζυγο της δεν έχει και πολύ σημασία. [Ό.π., σ. 141].
Οι αναρχοφεμινίστριες, επομένως, όπως όλες οι αναρχικές αντιτίθενται στον καπιταλισμό ως άρνηση της ελευθερίας. Η κριτική τους στην ιεραρχία της κοινωνίας δεν αρχίζει και δεν τελειώνει στην πατριαρχία. Πρόκειται για την επιθυμία της ελευθερίας παντού, για την επιθυμία να «διαλύσουν… κάθε σπίτι που βασίζεται στη σκλαβιά! Κάθε γάμο που αντιπροσωπεύει την πώληση και την εκχώρηση της ατομικότητας του ενός εκ των μερών του στο άλλο! Κάθε θεσμό, κοινωνικό ή πολιτικό, που στέκεται ανάμεσα στον άνθρωπο και το δικαίωμά του- κάθε δεσμό που καθιστά τον έναν αφέντη και τον άλλο υπηρέτη». [Voltairine de Cleyre, ” The Economic Tendency of Freethought”, The Voltairine de Cleyre Reader, σ. 72]. Το ιδεώδες ότι ένας καπιταλισμός “ίσων ευκαιριών” θα απελευθέρωνε τις γυναίκες αγνοεί το γεγονός ότι οποιοδήποτε τέτοιο σύστημα θα εξακολουθούσε να βλέπει τις γυναίκες της εργατικής τάξης να καταπιέζονται από τα αφεντικά (είτε είναι άνδρες είτε γυναίκες). Για τις αναρχοφεμινίστριες, ο αγώνας για την απελευθέρωση των γυναικών δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον αγώνα ενάντια στην ιεραρχία αυτή καθαυτή. Όπως το θέτει η Λ. Σούζαν Μπράουν:
«Ο αναρχοφεμινισμός, ως έκφραση της αναρχικής ευαισθησίας που εφαρμόζεται σε φεμινιστικές ανησυχίες, έχει ως αφετηρία το άτομο και, σε αντίθεση με τις σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής, υποστηρίζει μη εργαλειακές οικονομικές μορφές που διατηρούν την ατομική υπαρξιακή ελευθερία, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες». [The Politics of Individualism, σ. 144].
Οι αναρχοφεμινίστριες έχουν συνεισφέρει πολλά στην κατανόηση της προέλευσης της οικολογικής κρίσης από τις εξουσιαστικές αξίες του ιεραρχικού πολιτισμού. Για παράδειγμα, αρκετές φεμινίστριες μελετήτριες έχουν υποστηρίξει ότι η κυριαρχία της φύσης παραλληλίζεται με την κυριαρχία των γυναικών, οι οποίες έχουν ταυτιστεί με τη φύση σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας (βλέπε, για παράδειγμα, Caroline Merchant, The Death of Nature, 1980). Τόσο οι γυναίκες όσο και η φύση είναι θύματα της εμμονής για έλεγχο που χαρακτηρίζει την εξουσιαστική προσωπικότητα. Για το λόγο αυτό, ένας αυξανόμενος αριθμός τόσο των ριζοσπαστικών οικολόγων όσο και των φεμινιστριών αναγνωρίζουν ότι οι ιεραρχίες πρέπει να καταργηθούν προκειμένου να επιτευχθούν οι αντίστοιχοι στόχοι τους.
Επιπλέον, ο αναρχοφεμινισμός μας υπενθυμίζει τη σημασία της ισότιμης μεταχείρισης των γυναικών με τους άνδρες, ενώ ταυτόχρονα σέβεται τις διαφορές των γυναικών από τους άνδρες. Με άλλα λόγια, ότι η αναγνώριση και ο σεβασμός της διαφορετικότητας περιλαμβάνει τόσο τις γυναίκες όσο και τους άνδρες. Πολύ συχνά πολλοί άνδρες αναρχικοί υποθέτουν ότι, επειδή είναι (θεωρητικά) αντίθετοι στο σεξισμό, δεν είναι σεξιστές στην πράξη. Μια τέτοια υπόθεση είναι λανθασμένη. Ο αναρχοφεμινισμός φέρνει το ζήτημα της συνέπειας μεταξύ θεωρίας και πράξης στο προσκήνιο του κοινωνικού ακτιβισμού και υπενθυμίζει σε όλους μας ότι πρέπει να πολεμήσουμε όχι μόνο τους εξωτερικούς περιορισμούς αλλά και τους εσωτερικούς.
Αυτό σημαίνει ότι ο αναρχοφεμινισμός μάς προτρέπει να κάνουμε πράξη αυτό που κηρύττουμε. Όπως υποστήριξε η Βολταϊρίν ντε Κλαιρ: «Δεν περιμένω ποτέ από τους άνδρες να μας χαρίσουν την ελευθερία. Όχι, γυναίκες, δεν την αξίζουμε, μέχρι να την κατακτήσουμε». Αυτό προϋποθέτει «την επιμονή σε έναν νέο κώδικα ηθικής που βασίζεται στο νόμο της ίσης ελευθερίας: έναν κώδικα που αναγνωρίζει την πλήρη ατομικότητα της γυναίκας. Με το να δημιουργούμε επαναστάτριες όπου μπορούμε. Με το να ζούμε εμείς οι ίδιες τις πεποιθήσεις μας… Είμαστε επαναστάτριες. Και θα χρησιμοποιήσουμε την προπαγάνδα με το λόγο, την πράξη και κυρίως με τη ζωή – όντας αυτό που διδάσκουμε». Έτσι, οι αναρχοφεμινίστριες, όπως όλες οι αναρχικές, βλέπουν τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία ως έναν αγώνα των καταπιεσμένων για τη δική τους αυτοαπελευθέρωση, γιατί «ως τάξη δεν έχω τίποτα να ελπίζω από τους άνδρες… Κανένας τύραννος δεν απαρνήθηκε ποτέ την τυραννία του μέχρι που αναγκάστηκε να το κάνει. Αν η ιστορία μάς διδάσκει κάτι, αυτό διδάσκει. Επομένως, η ελπίδα μου έγκειται στο άναμμα της εξεγερσιακής φλόγας στα στήθη των γυναικών». [“The Gates of Freedom”, σελ. 235-250, Eugenia C. Delamotte, Gates of Freedom, σελ. 249 και σελ. 239]. Αυτό ήταν δυστυχώς τόσο ισχύον εντός του αναρχικού κινήματος όσο και εκτός αυτού στην πατριαρχική κοινωνία.
Αντιμέτωπες με τον σεξισμό των ανδρών αναρχικών που μιλούσαν για την ισότητα των φύλων, οι γυναίκες αναρχικές στην Ισπανία οργανώθηκαν στην οργάνωση Mujeres Libres [Ελεύθερες Γυναίκες] για να τον καταπολεμήσουν. Δεν πίστευαν ότι θα έπρεπε να αφήσουν την απελευθέρωσή τους για κάποια μέρα μετά την επανάσταση. Η απελευθέρωσή τους αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος αυτής της επανάστασης και έπρεπε να ξεκινήσει σήμερα. Σε αυτό επανέλαβαν τα συμπεράσματα των αναρχικών γυναικών στις πόλεις του Άνθρακα του Ιλινόις, που κουράστηκαν να ακούνε τους άνδρες συντρόφους τους να «φωνάζουν υπέρ» της ισότητας των φύλων «στη μελλοντική κοινωνία», ενώ δεν έκαναν τίποτα γι’ αυτό στο εδώ και στο τώρα. Χρησιμοποίησαν μια ιδιαίτερα προσβλητική αναλογία, συγκρίνοντας τους άνδρες συντρόφους τους με ιερείς που «δίνουν ψεύτικες υποσχέσεις στις πεινασμένες μάζες… ότι θα ανταμειφθούν στον παράδεισο». Υποστήριξαν ότι οι μητέρες θα πρέπει να κάνουν τις κόρες τους «να καταλάβουν ότι η διαφορά φύλου δεν συνεπάγεται ανισότητα στα δικαιώματα» και ότι, εκτός από «επαναστάτριες ενάντια στο σημερινό κοινωνικό σύστημα», θα πρέπει «να αγωνίζονται ιδιαίτερα ενάντια στην καταπίεση των ανδρών που θα ήθελαν να διατηρήσουν τις γυναίκες ως ηθικά και υλικά κατώτερες». [Ersilia Grandi, όπως αναφέρεται από την Caroline Waldron Merithew, Anarchist Motherhood, σ. 227]. Δημιούργησαν την ομάδα «Luisa Michel» για να αγωνιστούν κατά του καπιταλισμού και της πατριαρχίας στις πόλεις του άνθρακα της άνω κοιλάδας του Ιλινόις πάνω από τρεις δεκαετίες πριν οργανωθούν οι Ισπανίδες συντρόφισσές τους.
Για τις αναρχοφεμινίστριες, η καταπολέμηση του σεξισμού αποτελεί βασική πτυχή του αγώνα για ελευθερία. Δεν είναι, όπως υποστήριζαν πολλές μαρξίστριες σοσιαλίστριες πριν από την άνοδο του φεμινισμού, ένας αντιπερισπασμός από τον “πραγματικό” αγώνα κατά του καπιταλισμού, ο οποίος με κάποιο τρόπο θα λυθεί αυτόματα μετά την επανάσταση. Είναι ένα ουσιαστικό μέρος του αγώνα αυτού:
«Δεν χρειαζόμαστε κανέναν από τους τίτλους σας… Δεν θέλουμε κανέναν τους. Αυτό που θέλουμε είναι η γνώση, η μόρφωση και η ελευθερία. Ξέρουμε ποια είναι τα δικαιώματά μας και τα διεκδικούμε. Δεν στεκόμαστε δίπλα σας δίνοντας τον υπέρτατο αγώνα; Δεν είστε αρκετά δυνατοί, άνδρες, ώστε να κάνετε μέρος αυτού του υπέρτατου αγώνα, τον αγώνα για τα δικαιώματα των γυναικών; Τότε οι άνδρες και οι γυναίκες μαζί θα κερδίσουν τα δικαιώματα όλης της ανθρωπότητας». [Louise Michel, ό.π., σ. 142].
Ένα βασικό μέρος αυτής της επαναστατικοποίησης της σύγχρονης κοινωνίας είναι ο μετασχηματισμός της σημερινής σχέσης μεταξύ των δύο φύλων. Ο γάμος είναι ένα ιδιαίτερο κακό, διότι «η παλιά μορφή του γάμου, βασισμένη στη Βίβλο, «μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος, […] είναι ένας θεσμός που αντιπροσωπεύει την κυριαρχία του άνδρα επί της γυναίκας, την πλήρη υποταγή της στις ιδιοτροπίες και τις εντολές του». Οι γυναίκες περιορίζονται «στη λειτουργία της υπηρέτριας του άνδρα και της κυοφόρου των παιδιών του». [Goldman, Ό.π., σ. 220-1] Αντί γι’ αυτό, οι αναρχικοί πρότειναν τον «ελεύθερο έρωτα», δηλαδή ζευγάρια και οικογένειες που βασίζονται στην ελεύθερη συμφωνία μεταξύ ίσων και όχι στο ότι ο ένας σύντροφος έχει την εξουσία και ο άλλος απλώς υπακούει. Τέτοιες ενώσεις θα ήταν χωρίς την έγκριση της εκκλησίας ή του κράτους, διότι «δύο όντα που αγαπιούνται δεν χρειάζονται την άδεια κάποιου τρίτου για να πλαγιάσουν μαζί». [Mozzoni, όπως αναφέρεται από την Moya, ό.π., σ. 200].
Η ισότητα και η ελευθερία δεν αφορούν μόνο τις σχέσεις. Διότι «αν η κοινωνική πρόοδος συνίσταται σε μια συνεχή τάση προς την εξίσωση των ελευθεριών των κοινωνικών μονάδων, τότε οι απαιτήσεις της προόδου δεν ικανοποιούνται όσο η μισή κοινωνία, οι γυναίκες, είναι υποταγμένες. Η γυναίκα αρχίζει να αισθάνεται την υποτέλειά της- ότι πρέπει να κερδηθεί μια απαιτούμενη αναγνώριση από τον κύριό της πριν αυτός υποβιβαστεί και εκείνη ανυψωθεί στην… Ισότητα. Αυτή η αναγνώριση είναι, η ελευθερία να ελέγχει η ίδια το άτομό της». [Voltairine de Cleyre, “The Gates of Freedom”, Ό.π., σ. 242] Ούτε οι άνδρες, ούτε το κράτος, ούτε η εκκλησία πρέπει να λένε σε μια γυναίκα τι θα κάνει με το σώμα της. Μια λογική προέκταση αυτού είναι ότι οι γυναίκες πρέπει να έχουν τον έλεγχο των αναπαραγωγικών τους οργάνων. Έτσι, οι αναρχοφεμινίστριες, όπως και οι αναρχικές γενικά, είναι υπέρ της επιλογής και υπέρ των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων (δηλαδή του δικαιώματος της γυναίκας να ελέγχει τις δικές της αναπαραγωγικές αποφάσεις). Αυτή είναι μια μακροχρόνια θέση. Η Έμμα Γκόλντμαν διώχθηκε και φυλακίστηκε εξαιτίας της δημόσιας υπεράσπισης των μεθόδων ελέγχου των γεννήσεων και της ακραίας θέσης ότι οι γυναίκες πρέπει να αποφασίζουν πότε θα μείνουν έγκυες (όπως το έθεσε η φεμινίστρια συγγραφέας Μάργκαρετ Άντερσον: «Το 1916, η Έμμα Γκόλντμαν οδηγήθηκε στη φυλακή επειδή υποστήριξε ότι “οι γυναίκες δεν χρειάζεται να κρατούν πάντα το στόμα τους κλειστό και τη μήτρα τους ανοιχτή”»).
Ο αναρχοφεμινισμός δεν σταματά εκεί. Όπως ο αναρχισμός γενικά, στοχεύει στην αλλαγή όλων των πτυχών της κοινωνίας και όχι μόνο σε ό,τι συμβαίνει στο σπίτι. Διότι, όπως αναρωτήθηκε η Γκόλντμαν, «πόση ανεξαρτησία κερδίζεται αν η στενότητα και η έλλειψη ελευθερίας του σπιτιού ανταλλάσσεται με τη στενότητα και την έλλειψη ελευθερίας του εργοστασίου, του κάτεργου, του πολυκαταστήματος ή του γραφείου»; Έτσι, η ισότητα και η ελευθερία των γυναικών έπρεπε να διεκδικηθούν παντού και να αμυνθούν ενάντια σε κάθε μορφή ιεραρχίας. Ούτε μπορούν να επιτευχθούν με την ψήφο. Η πραγματική απελευθέρωση, υποστηρίζουν οι αναρχοφεμινίστριες, είναι δυνατή μόνο με την άμεση δράση και ο αναρχοφεμινισμός βασίζεται στην αυτοδραστηριότητα και την αυτοαπελευθέρωση των γυναικών, διότι ενώ «το δικαίωμα ψήφου ή τα ίσα πολιτικά δικαιώματα μπορεί να είναι καλά αιτήματα, η πραγματική χειραφέτηση δεν αρχίζει ούτε στις κάλπες ούτε στα δικαστήρια. Αρχίζει στην ψυχή της γυναίκας. Η ελευθερία της θα φτάσει τόσο μακριά όσο φτάνει η δύναμή της για να επιτύχει την ελευθερία». [Goldman, Ό.π., σ. 216 και σ. 224].
Η ιστορία του γυναικείου κινήματος το αποδεικνύει αυτό. Κάθε κέρδος προήλθε από τα κάτω, από τη δράση των ίδιων των γυναικών. Όπως το έθεσε η Λουίζ Μισέλ, «εμείς οι γυναίκες δεν είμαστε λιγότερο καλές επαναστάτριες. Χωρίς να παρακαλάμε κανέναν, παίρνουμε τη θέση μας στους αγώνες- αλλιώς, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε να στέλνουμε ψηφίσματα μέχρι το τέλος του κόσμου χωρίς να κερδίσουμε τίποτα». [ό.π., σ. 139] Αν οι γυναίκες περίμεναν από άλλους να δράσουν για λογαριασμό τους, η κοινωνική τους θέση δεν θα είχε αλλάξει ποτέ. Αυτό περιλαμβάνει, εξ αρχής, την απόκτηση του διακιώματος ψήφου. Απέναντι στο μαχητικό κίνημα για την ψήφο των γυναικών, η Βρετανίδα αναρχική Rose Witcop αναγνώρισε ότι «είναι αλήθεια ότι αυτό το κίνημα μας δείχνει ότι οι γυναίκες που μέχρι τώρα ήταν τόσο υποταγμένες στα αφεντικά τους, τους άνδρες, αρχίζουν επιτέλους να ξυπνούν και να συνειδητοποιούν ότι δεν είναι κατώτερες από αυτά τα αφεντικά». Ωστόσο, υποστήριξε ότι οι γυναίκες δεν θα απελευθερωθούν με τις ψήφους αλλά «με τη δική τους δύναμη». [παρατίθεται από την Sheila Rowbotham, Hidden from History, σ. 100-1 και σ. 101] Το γυναικείο κίνημα των δεκαετιών του 1960 και του 1970 κατέδειξε την αλήθεια αυτής της ανάλυσης. Παρά το ίσο δικαίωμα ψήφου, η κοινωνική θέση των γυναικών είχε παραμείνει αμετάβλητη από τη δεκαετία του 1920.
Τελικά, όπως τόνισε η αναρχική Λίλι Γκέιρ Γουίλκινσον, «το κάλεσμα για “ψήφους” δεν μπορεί ποτέ να είναι κάλεσμα για ελευθερία. Γιατί τι σημαίνει να ψηφίζεις; Δεν σημαίνει να δηλώνεις τη συγκατάθεσή σου στο να σε κυβερνά ο ένας ή ο άλλος νομοθέτης;». [παρατίθεται από την Sheila Rowbotham, Ό.π., σ. 102] Δεν φτάνει στην καρδιά του προβλήματος, δηλαδή στην ιεραρχία και τις εξουσιαστικές κοινωνικές σχέσεις που αυτή δημιουργεί, από τις οποίες η πατριαρχία είναι μόνο ένα υποσύνολο. Μόνο με την απαλλαγή από όλα τα αφεντικά, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και σεξουαλικά, μπορεί να επιτευχθεί η πραγματική ελευθερία για τις γυναίκες και «να καταστεί δυνατό για αυτές να είναι άνθρωποι με την πραγματική έννοια του όρου. Όλα όσα μέσα τους λαχταρούν επιβεβαίωση και ενεργοποίηση θα πρέπει να φτάσουν στην πληρέστερη έκφρασή τους- όλα τα τεχνητά εμπόδια θα πρέπει να καταστραφούν και ο δρόμος προς τη μεγαλύτερη ελευθερία να καθαριστεί από κάθε ίχνος αιώνων υποταγής και σκλαβιάς». [Emma Goldman, ό.π., σ. 214].