Ένα πασιφιστικό σκέλος υπάρχει εδώ και πολύ καιρό στον αναρχισμό, με τον Λέων Τολστόι να είναι μια από τις σημαντικότερες μορφές του. Αυτό το σκέλος ονομάζεται συνήθως “αναρχο-πασιφισμός” (μερικές φορές χρησιμοποιείται ο όρος “μη βίαιος αναρχισμός”, αλλά αυτός ο όρος είναι ατυχής, επειδή υπονοεί ότι τα υπόλοιπα μέλη του κινήματος είναι “βίαια”, κάτι που δεν ισχύει!). Η ένωση του αναρχισμού και του πασιφισμού δεν αποτελεί έκπληξη, δεδομένων των θεμελιωδών ιδανικών και επιχειρημάτων του αναρχισμού. Εξάλλου, η βία ή η απειλή βίας ή βλάβης είναι ένα βασικό μέσο με το οποίο καταστρατηγείται η ατομική ελευθερία. Όπως επισημαίνει ο Peter Marshall, «δεδομένου του σεβασμού των αναρχικών για την αυτοκυριαρχία του ατόμου, μακροπρόθεσμα είναι η μη βία και όχι η βία που συνάγεται από τις αναρχικές αξίες». [Demanding the Impossible, σ. 637] Ο Μαλατέστα γίνεται ακόμη πιο σαφής όταν γράφει ότι «ο κύριος άξονας του αναρχισμού είναι η απομάκρυνση της βίας από τις ανθρώπινες σχέσεις» και ότι οι αναρχικοί «είναι αντίθετοι στη βία». [Errico Malatesta: His Life and Ideas, σ. 53].
Ωστόσο, παρόλο που πολλοί αναρχικοί απορρίπτουν τη βία και διακηρύσσουν τον ειρηνισμό, το κίνημα, γενικά, δεν είναι ουσιαστικά ειρηνιστικό (με την έννοια ότι αντιτίθεται σε όλες τις μορφές βίας ανά πάσα στιγμή). Αντίθετα, είναι αντιμιλιταριστικό, είναι ενάντια στην οργανωμένη βία του κράτους, αλλά αναγνωρίζοντας ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της βίας του καταπιεστή και της βίας των καταπιεσμένων. Αυτό εξηγεί γιατί το αναρχικό κίνημα έχει αφιερώσει πάντα πολύ χρόνο και ενέργεια στην εναντίωση στη στρατιωτική μηχανή και τους καπιταλιστικούς πολέμους, ενώ, ταυτόχρονα, έχει υποστηρίξει και οργανώσει την ένοπλη αντίσταση κατά της καταπίεσης (όπως στην περίπτωση του στρατού των Μαχνοβιτών κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης που αντιστάθηκε τόσο στον κόκκινο όσο και στον λευκό στρατό και των πολιτοφυλακών που οργάνωσαν οι αναρχικοί για να αντισταθούν στους φασίστες κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης – βλέπε ενότητες Α.5.4 και Α.5.6, αντίστοιχα).
Όσον αφορά το ζήτημα της μη βίας, ως ένας κατά προσέγγιση γνώμονας, το κίνημα διαιρείται κατά μήκος των ατομικιστικών και των κοινωνικών γραμμών. Οι περισσότεροι Ατομικιστές αναρχικοί υποστηρίζουν αμιγώς μη βίαιες τακτικές κοινωνικής αλλαγής, όπως και οι Μουτουαλιστές. Ωστόσο, ο Ατομικιστικός αναρχισμός δεν είναι πασφιστικός ως τέτοιος, καθώς πολλοί υποστηρίζουν την ιδέα της βίας σε περίπτωση αυτοάμυνας ενάντια στην επιθετικότητα. Οι περισσότεροι κοινωνικοί αναρχικοί, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζουν τη χρήση επαναστατικής βίας, θεωρώντας ότι η φυσική βία θα απαιτηθεί για την ανατροπή της εδραιωμένης εξουσίας και την αντίσταση στην κρατική και καπιταλιστική επιθετικότητα (αν και ένας αναρχοσυνδικαλιστής, ο Bart de Ligt, ήταν αυτός που έγραψε το κλασικό πασιφιστικό βιβλίο Η κατάκτηση της βίας). Όπως το έθεσε ο Μαλατέστα, η βία, ενώ είναι «από μόνη της ένα κακό», είναι «δικαιολογημένη μόνο όταν είναι απαραίτητο να υπερασπιστεί κανείς τον εαυτό του και τους άλλους από τη βία» και ότι «ο σκλάβος βρίσκεται πάντα σε κατάσταση νόμιμης άμυνας και κατά συνέπεια, η βία του ενάντια στο αφεντικό, ενάντια στον καταπιεστή, είναι πάντα ηθικά δικαιολογημένη». [Ό.π., σ. 55 και σ. 53-54] Επιπλέον, τονίζουν ότι, για να χρησιμοποιήσουν τα λόγια του Μπακούνιν, εφόσον η κοινωνική καταπίεση «πηγάζει πολύ λιγότερο από τα άτομα παρά από την οργάνωση των πραγμάτων και από τις κοινωνικές θέσεις» οι αναρχικοί στοχεύουν να «καταστρέψουν ανελέητα θέσεις και πράγματα» και όχι ανθρώπους, αφού ο στόχος μιας αναρχικής επανάστασης είναι να δει το τέλος των προνομιούχων τάξεων «όχι ως άτομα, αλλά ως τάξεις». [παρατίθεται από τον Richard B. Saltman, The Social and Political Thought of Michael Bakunin σ. 121, σ. 124 και σ. 122].
Στην πραγματικότητα, το ζήτημα της βίας είναι σχετικά ασήμαντο για τους περισσότερους αναρχικούς, καθώς δεν την εξυμνούν αλλά θεωρούν ότι αυτή θα πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε κοινωνικού αγώνα ή επανάστασης. Όλοι οι αναρχικοί θα συμφωνούσαν με τον Ολλανδό πασιφιστή αναρχοσυνδικαλιστή Bart de Ligt όταν υποστήριζε ότι «η βία και ο πόλεμος που αποτελούν χαρακτηριστικές συνθήκες του καπιταλιστικού κόσμου δεν συμβαδίζουν με την απελευθέρωση του ατόμου, που είναι η ιστορική αποστολή των εκμεταλλευόμενων τάξεων. Όσο μεγαλύτερη είναι η βία, τόσο πιο αδύναμη είναι η επανάσταση, ακόμη και όταν η βία έχει τεθεί συνειδητά στην υπηρεσία της επανάστασης». [Η κατάκτηση της βίας, σ. 75].
Ομοίως, όλοι οι αναρχικοί θα συμφωνούσαν με τον de Ligt, για να χρησιμοποιήσω το όνομα ενός από τα κεφάλαια του βιβλίου του, «σχετικά με τον παραλογισμό του αστικού ειρηνισμού». Για τον de Ligt, και για όλους τους αναρχικούς, η βία είναι εγγενής στο καπιταλιστικό σύστημα και κάθε προσπάθεια να γίνει ο καπιταλισμός φιλειρηνικός είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Αυτό συμβαίνει επειδή, αφενός, ο πόλεμος είναι συχνά απλώς οικονομικός ανταγωνισμός ο οποίος διεξάγεται με άλλα μέσα. Τα έθνη συχνά προχωρούν σε πόλεμο όταν αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση, αυτό που δεν μπορούν να κερδίσουν με τον οικονομικό αγώνα προσπαθούν να το αποκτήσουν μέσω της σύγκρουσης. Από την άλλη πλευρά, «η βία είναι απαραίτητη στη σύγχρονη κοινωνία γιατί χωρίς αυτήν η άρχουσα τάξη θα ήταν εντελώς ανίκανη να διατηρήσει την προνομιακή της θέση σε σχέση με τις εκμεταλλευόμενες μάζες σε κάθε χώρα. Ο στρατός χρησιμοποιείται πρώτα και κύρια για να καταστείλει τους εργάτες όταν αυτοί αρχίζουν να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους». [Bart de Ligt, Ό.π., σ. 62] Όσο υπάρχει το κράτος και ο καπιταλισμός, η βία είναι αναπόφευκτη και έτσι, για τους αναρχο-πασιφιστές, ο συνεπής πασιφιστής πρέπει να είναι αναρχικός, όπως ακριβώς ο συνεπής αναρχικός πρέπει να είναι πασιφιστής.
Για τους αναρχικούς που δεν είναι πασιφιστές, η βία θεωρείται αναπόφευκτο και ατυχές αποτέλεσμα της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, καθώς και το μόνο μέσο με το οποίο οι προνομιούχες τάξεις θα παραιτηθούν από την εξουσία και τον πλούτο τους. Οι εξουσιαστές σπάνια παραιτούνται από την εξουσία τους και έτσι πρέπει να εξαναγκαστούν να το κάνουν. Εξ ου και η ανάγκη για «μεταβατική» βία «για να μπει ένα τέλος στην πολύ μεγαλύτερη και μόνιμη βία που κρατάει την πλειοψηφία της ανθρωπότητας σε υποτέλεια». [Μαλατέστα, Ό.π., σ. 55] Το να επικεντρωνόμαστε στο ζήτημα της βίας έναντι της μη βίας σημαίνει ότι αγνοούμε το πραγματικό ζήτημα, δηλαδή το πώς θα αλλάξουμε την κοινωνία προς το καλύτερο. Όπως επεσήμανε ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν, όσοι αναρχικοί είναι πασιφιστές συγχέουν το ζήτημα, όπως εκείνοι που πιστεύουν ότι «το να σηκώνεις τα μανίκια σου πριν τη δουλειά είναι το ίδιο με την ίδια τη δουλειά». Αντιθέτως, «το βίαιο μέρος της επανάστασης είναι απλώς το σήκωμα των μανικιών. Το πραγματικό, ουσιαστικό έργο βρίσκεται μπροστά μας». [What is Anarchism?, σ. 183] Και, πράγματι, οι περισσότεροι κοινωνικοί αγώνες και επαναστάσεις ξεκινούν σχετικά ειρηνικά (μέσω απεργιών, καταλήψεων κ.ο.κ.) και εκφυλίζονται σε βία μόνο όταν οι εξουσιαστές προσπαθούν να διατηρήσουν τη θέση τους (κλασικό παράδειγμα είναι η Ιταλία, το 1920, όταν την κατάληψη των εργοστασίων από τους εργάτες τους ακολούθησε η φασιστική τρομοκρατία – βλ. ενότητα Α.5.5).
Όπως προαναφέρθηκε, όλοι οι αναρχικοί είναι αντιμιλιταριστές και αντιτίθενται τόσο στη στρατιωτική μηχανή (και έτσι στην «αμυντική» βιομηχανία) όσο και στους κρατικούς/καπιταλιστικούς πολέμους (αν και μερικοί αναρχικοί, όπως ο Ρούντολφ Ρόκερ και ο Σαμ Ντόλγκοφ, υποστήριξαν την αντιφασιστική καπιταλιστική πλευρά κατά τη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου ως το μικρότερο κακό). Το μήνυμα των αναρχικών και των αναρχοσυνδικαλιστών κατά της πολεμικής μηχανής διαδόθηκε πολύ πριν από την έναρξη του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, με συνδικαλιστές και αναρχικούς στη Βρετανία και τη Βόρεια Αμερική να ανατυπώνουν ένα γαλλικό φυλλάδιο της CGT που καλούσε τους στρατιώτες να μην ακολουθούν τις διαταγές και να μην καταστέλλουν τους απεργούς συναδέλφους τους. Η Έμμα Γκόλντμαν και ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν συνελήφθησαν και απελάθηκαν και οι δύο από την Αμερική επειδή οργάνωσαν έναν «Σύνδεσμο κατά της επιστράτευσης» το 1917, ενώ πολλοί αναρχικοί στην Ευρώπη φυλακίστηκαν επειδή αρνήθηκαν να καταταγούν στις ένοπλες δυνάμεις κατά τον πρώτο και τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η αναρχοσυνδικαλιστικά επηρεασμένη IWW συντρίφθηκε από ένα ανελέητο κύμα κυβερνητικής καταστολής λόγω της απειλής που αποτελούσε η οργάνωσή της και το αντιπολεμικό της μήνυμα για τις ισχυρές ελίτ που επιθυμούσαν τον πόλεμο. Πιο πρόσφατα, οι αναρχικοί (συμπεριλαμβανομένων ανθρώπων όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Πολ Γκούντμαν) έχουν δραστηριοποιηθεί στο κίνημα ειρήνης, καθώς και στην αντίσταση κατά της επιστράτευσης, όπου αυτή εξακολουθεί να υφίσταται. Οι αναρχικοί συμμετείχαν ενεργά στην εναντίωση σε πολέμους όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, ο πόλεμος των Φόκλαντς καθώς και οι πόλεμοι του Κόλπου του 1991 και του 2003 (συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της Ιταλίας και της Ισπανίας, που βοήθησαν στην οργάνωση απεργιών διαμαρτυρίας εναντίον τους). Και ήταν κατά τη διάρκεια του πολέμου του Κόλπου το 1991 όταν πολλοί αναρχικοί προέβαλαν το σύνθημα «Κανένας πόλεμος εκτός από τον ταξικό πόλεμο» (No war but the Class war), το οποίο συνοψίζει εύστοχα την αναρχική αντίθεση στον πόλεμο – δηλαδή μια κακή συνέπεια κάθε ταξικού συστήματος, στο οποίο οι καταπιεσμένες τάξεις διαφορετικών χωρών αλληλοσκοτώνονται για την εξουσία και τα κέρδη των εξουσιαστών τους. Αντί να συμμετάσχουν σε αυτή την οργανωμένη σφαγή, οι αναρχικοί προτρέπουν τους εργαζόμενους να αγωνιστούν για τα δικά τους συμφέροντα και όχι για τα συμφέροντα των αφεντάδων τους:
«Περισσότερο από ποτέ πρέπει να αποφύγουμε τους συμβιβασμούς, να βαθύνουμε το χάσμα ανάμεσα στους καπιταλιστές και τους μισθωτούς σκλάβους, ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους κυβερνώμενους -να κηρύξουμε την απαλλοτρίωση της ατομικής ιδιοκτησίας και την καταστροφή των κρατών σαν το μοναδικό μέσο για να εγγυηθούμε την αδελφοσύνη ανάμεσα στους λαούς και τη δικαιοσύνη και την ελευθερία για όλους- και πρέπει να προετοιμαστούμε για να τα πετύχουμε αυτά». [Μαλατέστα, Ό.π., σ. 251].
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι τα λόγια του Μαλατέστα γράφτηκαν εν μέρει εναντίον του Πιοτρ Κροπότκιν, ο οποίος, για λόγους που γνωρίζει καλύτερα ο ίδιος, αθέτησε όλα όσα υποστήριζε επί δεκαετίες και υποστήριξε τους συμμάχους στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως το μικρότερο κακό έναντι του γερμανικού αυταρχισμού και ιμπεριαλισμού. Φυσικά, όπως επεσήμανε ο Μαλατέστα, «όλες οι κυβερνήσεις και όλες οι καπιταλιστικές τάξεις» διαπράττουν «κακουργήματα… εναντίον των εργατών και των επαναστατών των χωρών τους». [Ό.π., σ. 246] Αυτός, μαζί με τον Μπέρκμαν, την Γκόλντμαν και ένα πλήθος άλλων αναρχικών, έβαλαν το όνομά τους στο Διεθνές Αναρχικό Μανιφέστο κατά του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό εξέφραζε τη γνώμη του μεγαλύτερου μέρους του αναρχικού κινήματος (εκείνη την εποχή και κατά συνέπεια) για τον πόλεμο και για το πώς θα τον σταματήσουμε. Αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από αυτό:
«Η αλήθεια είναι ότι η αιτία των πολέμων […] στηρίζεται αποκλειστικά στην ύπαρξη του κράτους, το οποίο είναι η μορφή του προνομίου. Όποια μορφή κι αν πάρει, το κράτος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η οργανωμένη καταπίεση προς όφελος μιας προνομιούχου μειοψηφίας.
Η δυστυχία των λαών, που ήταν βαθιά προσηλωμένοι στην ειρήνη, είναι ότι, για να αποφύγουν τον πόλεμο, εμπιστεύτηκαν το κράτος με τους δολοπλόκους διπλωμάτες του, τη δημοκρατία και τα πολιτικά κόμματα. Αυτή η εμπιστοσύνη προδόθηκε σκόπιμα και συνεχίζει να προδίδεται, όταν οι κυβερνήσεις, με τη βοήθεια ολόκληρου του Τύπου, πείθουν τους αντίστοιχους λαούς ότι αυτός ο πόλεμος είναι ένας πόλεμος απελευθέρωσης.
[…] Είμαστε αποφασιστικά ενάντια σε όλους τους πολέμους μεταξύ των λαών και ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε πάντα οι πιο αποφασιστικοί πολέμιοι κατά του πολέμου.
Ο ρόλος των αναρχικών είναι να συνεχίσουν να διακηρύσσουν ότι υπάρχει μόνο ένας απελευθερωτικός πόλεμος: αυτός που σε όλες τις χώρες διεξάγεται από τους καταπιεσμένους ενάντια στους καταπιεστές, από τους εκμεταλλευόμενους ενάντια στους εκμεταλλευτές. Ο δικός μας ρόλος είναι να καλέσουμε τους σκλάβους να εξεγερθούν ενάντια στους αφέντες τους.
Η αναρχική δράση και προπαγάνδα πρέπει να στοχεύει διαρκώς και επίμονα στην αποδυνάμωση και διάλυση των διαφόρων κρατών, στην καλλιέργεια του πνεύματος της εξέγερσης και στην πρόκληση δυσαρέσκειας σε λαούς και στρατούς.
Πρέπει να επωφεληθούμε από κάθε εξεγερτικό κίνημα, από κάθε δυσαρέσκεια, προκειμένου να υποδαυλίσουμε την εξέγερση και να οργανώσουμε την επανάσταση που προσδοκούμε να βάλει τέλος σε όλες τις κοινωνικές αδικίες. […] Η κοινωνική δικαιοσύνη να πραγματοποιηθεί μέσω της ελεύθερης οργάνωσης των παραγωγών: ο πόλεμος και ο μιλιταρισμός να καταργηθούν για πάντα και η πλήρης ελευθερία να κερδηθεί, με την κατάργηση του κράτους και των οργάνων καταστροφής του.» [“Διεθνές Αναρχικό Μανιφέστο για τον Πόλεμο”, Anarchy! An Anthology of Emma Goldman’s Mother Earth, σελ. 386-8]
Έτσι, η έλξη που ασκεί ο πασιφισμός προς τους αναρχικούς είναι σαφής. Η βία είναι αυταρχική και καταναγκαστική, και έτσι η χρήση της έρχεται σε αντίθεση με τις αναρχικές αρχές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι αναρχικοί θα συμφωνούσαν με τον Μαλατέστα όταν υποστηρίζει ότι «είμαστε από θέση αρχής αντίθετοι στη βία και για το λόγο αυτό επιθυμούμε ο κοινωνικός αγώνας να διεξάγεται όσο το δυνατόν πιο ανθρώπινα». [Μαλατέστα, Ό.π., σ. 57] Οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, οι αναρχικοί που δεν είναι αυστηροί πασιφιστές συμφωνούν με τους πασιφιστές-αναρχικούς όταν αυτοί υποστηρίζουν ότι η βία μπορεί συχνά να είναι αντιπαραγωγική, απομακρύνοντάς μας από τον λαό και δίνοντας στο κράτος μια δικαιολογία για να καταστείλει τόσο το αναρχικό κίνημα όσο και τα λαϊκά κινήματα για κοινωνική αλλαγή. Όλοι οι αναρχικοί υποστηρίζουν τη μη βίαιη άμεση δράση και την πολιτική ανυπακοή, οι οποίες συχνά παρέχουν καλύτερους δρόμους προς τη ριζοσπαστική αλλαγή.
Έτσι, για να συνοψίσουμε, οι αναρχικοί που είναι αμιγώς πασιφιστές είναι σπάνιοι. Οι περισσότεροι αποδέχονται τη χρήση της βίας ως αναγκαίο κακό και υποστηρίζουν την ελαχιστοποίηση της χρήσης της. Όλοι συμφωνούν ότι μια επανάσταση που θεσμοθετεί τη βία απλώς θα αναδημιουργήσει το κράτος με μια νέα μορφή. Υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι δεν είναι αυταρχικό να καταστρέφεις την εξουσία ή να χρησιμοποιείς βία για να αντισταθείς στη βία. Επομένως, αν και οι περισσότεροι αναρχικοί δεν είναι πασιφιστές, οι περισσότεροι απορρίπτουν τη βία εκτός από την περίπτωση αυτοάμυνας και ακόμη και τότε αυτή περιορίζεται στο ελάχιστο.