Οι μάρτυρες του Χέιμαρκετ

Η 1η Μαΐου είναι μια ημέρα με ιδιαίτερη σημασία για το εργατικό κίνημα. Αν και στο παρελθόν έχει καπηλευτεί από τη σταλινική γραφειοκρατία στη Σοβιετική Ένωση και αλλού, η Πρωτομαγιά, αποτελεί παγκόσμια ημέρα αλληλεγγύης του εργατικού κινήματος. Μια στιγμή για να θυμηθούμε τους αγώνες του παρελθόντος και να εκφράσουμε την ελπίδα μας για ένα καλύτερο μέλλον. Μια μέρα για να θυμόμαστε ότι ο κακομεταχείριση ενός είναι κακομεταχείριση όλων.

Η ιστορία της Πρωτομαγιάς είναι στενά συνδεδεμένη με το αναρχικό κίνημα και τους αγώνες των εργαζομένων για έναν καλύτερο κόσμο. Πράγματι, ξεκίνησε με την εκτέλεση τεσσάρων αναρχικών στο Σικάγο το 1886 επειδή οργάνωναν εργάτες στον αγώνα για το οκτάωρο. Έτσι, η Πρωτομαγιά είναι προϊόν της «αναρχίας στην πράξη» – του αγώνα των εργαζομένων που χρησιμοποιούν την άμεση δράση στα εργατικά συνδικάτα για να αλλάξουν τον κόσμο.

Ξεκίνησε τη δεκαετία του 1880 στις ΗΠΑ. Το 1884, η Ομοσπονδία Οργανωμένων Επαγγελματικών και Εργατικών Σωματείων των Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά (δημιουργήθηκε το 1881, άλλαξε το όνομά της το 1886 σε Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας) εξέδωσε ψήφισμα το οποίο υποστήριζε ότι «οι οκτώ ώρες θα αποτελούν νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας από την 1η Μαΐου 1886 και μετά και ότι συνιστούμε στις εργατικές οργανώσεις όλης της περιοχής να κατευθύνουν έτσι τους κανονισμούς τους ώστε να συμμορφώνονται με το ψήφισμα αυτό». Για την υποστήριξη αυτού του αιτήματος έγινε έκκληση για την πραγματοποίηση απεργιών την 1η Μαΐου 1886.

Στο Σικάγο οι αναρχικοί ήταν η κύρια δύναμη του συνδικαλιστικού κινήματος, και εν μέρει ως αποτέλεσμα της παρουσίας τους, τα συνδικάτα μετέτρεψαν αυτό το κάλεσμα σε απεργιακές κινητοποιήσεις την 1η Μαΐου. Οι αναρχικοί πίστευαν ότι το οκτάωρο μπορούσε να κερδηθεί μόνο μέσω της άμεσης δράσης και της αλληλεγγύης. Θεωρούσαν ότι οι αγώνες για μεταρρυθμίσεις, όπως το οκτάωρο, δεν ήταν αρκετοί από μόνοι τους. Τους έβλεπαν ως μία μόνο μάχη σε έναν συνεχιζόμενο ταξικό πόλεμο που θα τελείωνε μόνο με την κοινωνική επανάσταση και τη δημιουργία μιας ελεύθερης κοινωνίας. Με αυτές τις ιδέες οργανώθηκαν και αγωνίστηκαν.

Μόνο στο Σικάγο, 400.000 εργαζόμενοι κατέβηκαν στην απεργία και η απειλή απεργίας εξασφάλισε σε περισσότερους από 45.000 εργαζόμενους τη μείωση της εργάσιμης ημέρας χωρίς απεργία. Στις 3 Μαΐου 1886, η αστυνομία πυροβόλησε εναντίον ενός πλήθους απεργών στην McCormick Harvester Machine Company, σκοτώνοντας τουλάχιστον έναν απεργό, τραυματίζοντας σοβαρά άλλους πέντε ή έξι και τραυματίζοντας έναν αδιευκρίνιστο αριθμό. Οι αναρχικοί κάλεσαν σε μαζική συγκέντρωση την επόμενη μέρα στην πλατεία Χέιμαρκετ για να διαμαρτυρηθούν για τη βιαιότητα. Σύμφωνα με τον δήμαρχο, «τίποτα δεν είχε συμβεί ακόμη ή δεν φαινόταν πιθανό να συμβεί ώστε να απαιτηθεί παρέμβαση». Ωστόσο, ενώ η συγκέντρωση διαλυόταν, έφτασε μια φάλαγγα 180 αστυνομικών και διέταξε τη λήξη της συγκέντρωσης. Εκείνη τη στιγμή μια βόμβα πετάχτηκε στις γραμμές της αστυνομίας, η οποία άνοιξε πυρ εναντίον του πλήθους. Το πόσοι πολίτες τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν από την αστυνομία δεν εξακριβώθηκε ποτέ επακριβώς, αλλά 7 αστυνομικοί έχασαν τελικά τη ζωή τους (κατά ειρωνεία της τύχης, μόνο ένας ήταν θύμα της βόμβας, οι υπόλοιποι θάνατοι προήλθαν από τις σφαίρες που έριξε η αστυνομία. [Paul Avrich, The Haymarket Tragedy, σ. 208])

Ένα «βασίλειο του τρόμου» σάρωσε το Σικάγο, και οι «οργανωμένοι ληστές και οι ασυνείδητοι κακοποιοί της κεφαλαίου ανέστειλαν τις μόνες εφημερίδες που θα έπαιρναν το μέρος εκείνων που στριμώχνονταν στα κελιά των φυλακών. Εισέβαλαν στα σπίτια όλων όσων γνώριζαν ότι έχουν υψώσει φωνή ή συμπάσχουν με όσους έχουν κάτι να πουν ενάντια στο σημερινό σύστημα ληστείας και καταπίεσης… εισέβαλαν στα σπίτια τους και υπέβαλαν αυτούς και τις οικογένειές τους σε ταπεινώσεις που πρέπει να τις δει κανείς για να τις πιστέψει». [Lucy Parsons, Liberty, Equality & Solidarity, σ. 53] Πραγματοποιήθηκαν επιδρομές σε αίθουσες συνεδριάσεων, γραφεία συνδικάτων, τυπογραφεία και ιδιωτικά σπίτια (συνήθως χωρίς ένταλμα). Τέτοιες επιδρομές σε περιοχές της εργατικής τάξης επέτρεπαν στην αστυνομία να συγκεντρώσει όλους τους γνωστούς αναρχικούς και άλλους σοσιαλιστές. Πολλοί ύποπτοι ξυλοκοπήθηκαν και ορισμένοι δωροδοκήθηκαν. «Κάντε πρώτα τις επιδρομές και μετά ασχοληθείτε με το νόμο» ήταν η δημόσια δήλωση του J. Grinnell, του εισαγγελέα της πολιτείας, όταν τέθηκε ερώτηση σχετικά με τα εντάλματα έρευνας. [«Editor’s Introduction», The Autobiographies of the Haymarket Martyrs, σ. 7]

Οκτώ αναρχικοί δικάστηκαν για συνέργεια σε φόνο. Δεν υπήρξε κανένας ισχυρισμός ότι κάποιος από τους κατηγορούμενους είχε πραγματοποιήσει ή έστω σχεδιάσει τη βόμβα. Ο δικαστής έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο για την πολιτεία να ταυτοποιήσει τον πραγματικό δράστη ή να αποδείξει ότι είχε ενεργήσει υπό την επιρροή των κατηγορουμένων. Η πολιτεία δεν προσπάθησε να αποδείξει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν με οποιονδήποτε τρόπο εγκρίνει ή υποθάλψει την πράξη. Στην πραγματικότητα, μόνο τρεις ήταν παρόντες στη συνάντηση όταν εξερράγη η βόμβα και ένας από αυτούς, ο Άλμπερτ Πάρσονς, συνοδευόταν στην εκδήλωση από τη σύζυγο και επίσης αναρχική σύντροφό του Λούσυ και τα δύο μικρά παιδιά τους.

Ο λόγος για τον οποίο επιλέχθηκαν αυτοί οι οκτώ ήταν λόγω του αναρχισμού τους και της συνδικαλιστικής τους οργάνωσης, όπως κατέστη σαφές από τον εν λόγω εισαγγελέα όταν είπε στους ενόρκους ότι «Το δίκαιο δικάζεται. Η αναρχία δικάζεται. Αυτοί οι άνδρες έχουν επιλεγεί, ξεχωρίστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο και τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες επειδή ήταν ηγέτες. Δεν είναι περισσότερο ένοχοι από τους χιλιάδες που τους ακολουθούν. Κύριοι ένορκοι- καταδικάστε αυτούς τους άνδρες, παραδειγματίστε με αυτούς, κρεμάστε τους και θα σώσετε τους θεσμούς μας, την κοινωνία μας». Το σώμα των ενόρκων επελέγη από ειδικό δικαστικό επιμελητή, ο οποίος ορίστηκε από τον εισαγγελέα και επιλέχθηκε ρητά να αποτελείται από επιχειρηματίες και έναν συγγενή ενός από τους αστυνομικούς που σκοτώθηκαν. Η υπεράσπιση δεν είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει στοιχεία ότι ο ειδικός δικαστικός επιμελητής είχε δηλώσει δημοσίως: «Διαχειρίζομαι αυτή την υπόθεση και ξέρω τι κάνω. Αυτοί οι τύποι θα κρεμαστούν με βεβαιότητα όση και ο θάνατος». [Ό.π., σ. 8] Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν. Επτά καταδικάστηκαν σε θάνατο, ένας σε 15 χρόνια φυλάκιση.

Μια διεθνής εκστρατεία είχε ως αποτέλεσμα δύο από τις θανατικές ποινές να μετατραπούν σε ισόβια, αλλά η παγκόσμια διαμαρτυρία δεν σταμάτησε το κράτος των ΗΠΑ. Από τους υπόλοιπους πέντε, ο ένας ( Λούις Λινγκ) εξαπάτησε τον δήμιο και αυτοκτόνησε την παραμονή της εκτέλεσης. Οι υπόλοιποι τέσσερις (Άλμπερτ Πάρσονς, Άουγκουστ Σπάις, Τζορτζ Ένγκελ και Άντολφ Φίσερ) απαγχονίστηκαν στις 11 Νοεμβρίου 1887. Είναι γνωστοί στην ιστορία της εργατικής τάξης ως οι Μάρτυρες του Χέιμαρκετ. Μεταξύ 150.000 και 500.000 πορεύτηκαν στη διαδρομή που ακολούθησε η νεκρική πομπή και μεταξύ 10.000 και 25.000 άνθρωποι υπολογίζεται ότι παρακολούθησαν την ταφή.

Το 1889, η αμερικανική αντιπροσωπεία που συμμετείχε στο Διεθνές Σοσιαλιστικό Συνέδριο στο Παρίσι πρότεινε να υιοθετηθεί η 1η Μαΐου ως εργατική εορτή. Αυτό έγινε για να τιμηθεί ο αγώνας της εργατικής τάξης και το «Μαρτύριο των Οκτώ του Σικάγο». Από τότε η Πρωτομαγιά έγινε ημέρα διεθνούς αλληλεγγύης. Το 1893, ο νέος κυβερνήτης του Ιλινόις επισημοποίησε αυτό που η εργατική τάξη στο Σικάγο και σε όλο τον κόσμο γνώριζε από την αρχή και έδωσε χάρη στους Μάρτυρες λόγω της προφανούς αθωότητάς τους και επειδή «η δίκη δεν ήταν δίκαιη». Μέχρι σήμερα, κανείς δεν ξέρει ποιος έριξε τη βόμβα – το μόνο βέβαιο γεγονός είναι ότι δεν ήταν κάποιος από αυτούς που δικάστηκαν για την πράξη: «Οι σύντροφοί μας δεν δολοφονήθηκαν από το κράτος επειδή είχαν οποιαδήποτε σχέση με τη ρίψη της βόμβας, αλλά επειδή είχαν δραστηριοποιηθεί στην οργάνωση των μισθωτών σκλάβων της Αμερικής». [Lucy Parsons, ό.π., σ. 142]

Οι αρχές πίστευαν κατά τη διάρκεια της δίκης ότι μια τέτοια δίωξη θα έβαζε ταφόπλακα στο εργατικό κίνημα. Όπως σημείωσε 20 χρόνια αργότερα η Λούσυ Πάρσονς, που συμμετείχε στα γεγονότα, η δίκη του Χέιμαρκετ «ήταν μια ταξική δίκη – αδυσώπητη, εκδικητική, άγρια και αιματηρή. Με αυτή τη δίωξη οι καπιταλιστές επεδίωκαν να σπάσουν τη μεγάλη απεργία για το οκτάωρο που εγκαινιάστηκε με επιτυχία στο Σικάγο, η πόλη αυτή ήταν το ορμητήριο αυτού του μεγάλου κινήματος- και σκόπευαν επίσης, με τον άγριο τρόπο με τον οποίο διεξήγαγαν τη δίκη αυτών των ανδρών, να φοβίσουν την εργατική τάξη ώστε να επιστρέψει στις πολλές ώρες μόχθου και στους χαμηλούς μισθούς από τους οποίους προσπαθούσε να ξεφύγει. Η καπιταλιστική τάξη φανταζόταν ότι θα μπορούσε να πραγματοποιήσει το κολασμένο σχέδιό της οδηγώντας σε ατιμωτικό θάνατο τους πιο προοδευτικούς ηγέτες της εργατικής τάξης εκείνης της εποχής. Στην εκτέλεση της αιματηρής πράξης της δικαστικής δολοφονίας τους τα κατάφεραν, αλλά στην αναχαίτιση της πανίσχυρης προς τα εμπρός κίνησης της ταξικής πάλης απέτυχαν πλήρως». [Lucy Parsons, Ό.π., σ. 128] Με τα λόγια του Άουγκουστ Σπάις όταν απευθύνθηκε στο δικαστήριο μετά την καταδίκη του σε θάνατο:

«Αν νομίζετε ότι με το να μας κρεμάσετε μπορείτε να εξαλείψετε το εργατικό κίνημα… το κίνημα από το οποίο τα καταπιεσμένα εκατομμύρια, τα εκατομμύρια που μοχθούν μέσα στη μιζέρια και την ανέχεια, περιμένουν σωτηρία – αν αυτή είναι η γνώμη σας, τότε κρεμάστε μας! – Εδώ θα πατήσετε πάνω σε μια σπίθα, αλλά εκεί και εκεί, πίσω σας  και μπροστά σας, και παντού, φλόγες θα ξεπηδούν. Είναι μια υπόγεια φωτιά. Δεν μπορείτε να τη σβήσετε». [παρατίθεται από τον Πολ Άβριτς, ό.π., σ. 287]

Εκείνη την εποχή και τα επόμενα χρόνια, αυτή η περιφρόνηση του κράτους και του καπιταλισμού έμελλε να κερδίσει χιλιάδες ανθρώπους υπέρ του αναρχισμού, ιδιαίτερα στις ίδιες τις ΗΠΑ. Από το γεγονός του Haymarket, οι αναρχικοί γιορτάζουν την Πρωτομαγιά (την 1η Μαΐου – τα ρεφορμιστικά συνδικάτα και τα εργατικά κόμματα μετέφεραν τις πορείες της στην πρώτη Κυριακή του μήνα). Το κάνουμε για να δείξουμε την αλληλεγγύη μας με άλλους ανθρώπους της εργατικής τάξης σε όλο τον κόσμο, για να τιμήσουμε τους αγώνες του παρελθόντος και του παρόντος, για να δείξουμε τη δύναμή μας και να υπενθυμίσουμε στην άρχουσα τάξη το πόσο τρωτή είναι. Όπως το έθεσε ο Νέστορ Μάχνο:

«Εκείνη την ημέρα οι Αμερικανοί εργάτες προσπάθησαν, οργανώνοντας τους εαυτούς τους, να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους ενάντια στην άδικη τάξη του κράτους και του κεφαλαίου των ιδιοκτητών…

«Οι εργάτες του Σικάγο… είχαν συγκεντρωθεί για να επιλύσουν, από κοινού, τα προβλήματα της ζωής τους και των αγώνων τους…

«Και σήμερα… οι εργάτες… θεωρούν την πρώτη Μαΐου ως την ευκαιρία μιας συνάντησης, όπου θα ασχοληθούν με τις δικές τους υποθέσεις και θα εξετάσουν το πρόβλημα της χειραφέτησής τους». [«The Struggle Against the State and Other Essays» (Ο αγώνας ενάντια στο κράτος και άλλα δοκίμια), σελ. 59-60]

Οι αναρχικοί παραμένουν πιστοί στις ρίζες της Πρωτομαγιάς και τιμούν τη γέννησή της μέσα από την άμεση δράση των καταπιεσμένων. Είναι ένα κλασικό παράδειγμα των αναρχικών αρχών της άμεσης δράσης και της αλληλεγγύης, «ένα ιστορικό γεγονός μεγάλης σημασίας, στο βαθμό που ήταν, κατ’ αρχάς, η πρώτη φορά που οι ίδιοι οι εργάτες προσπάθησαν να πετύχουν μια μικρότερη εργάσιμη ημέρα με ενωμένη, ταυτόχρονη δράση… αυτή η απεργία ήταν η πρώτη στη φύση της Άμεσης Δράσης σε μεγάλη κλίμακα, η πρώτη στην Αμερική». [Lucy Parsons, ό.π., σελ. 139-40] Η καταπίεση και η εκμετάλλευση γεννούν αντίσταση και, για τους αναρχικούς, η Πρωτομαγιά είναι ένα διεθνές σύμβολο αυτής της αντίστασης και της δύναμης – μια δύναμη που εκφράζεται στα τελευταία λόγια του Άουγκουστ Σπάις, σμιλεμένα πάνω στο μνημείο των μαρτύρων του Χέιμαρκετ στο νεκροταφείο Βάλντχαϊμ του Σικάγο:

«Θα έρθει η μέρα που η σιωπή μας θα είναι πιο ισχυρή από τις φωνές που στραγγαλίζετε σήμερα».

Για να καταλάβουμε γιατί το κράτος και η επιχειρηματική τάξη ήταν τόσο αποφασισμένοι να κρεμάσουν τους αναρχικούς του Σικάγο, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι θεωρούνταν οι ηγέτες ενός μαζικού ριζοσπαστικού συνδικαλιστικού κινήματος. Το 1884, οι Αναρχικοί του Σικάγο εξέδιδαν την πρώτη ημερήσια αναρχική εφημερίδα στον κόσμο, την Chicagoer Arbeiter-Zeiting. Αυτή γραφόταν, διαβαζόταν, ανήκε και εκδίδονταν από το εργατικό κίνημα των Γερμανών μεταναστών. Η κυκλοφορία αυτής της καθημερινής εφημερίδας υπερδιπλασιάστηκε, από 13.000 ανά τεύχος το 1880 σε 26.980 το 1886 και αυτό σε συνδυασμό με την κυκλοφορία μιας εβδομαδιαίας (Vorbote) και μιας κυριακάτικης έκδοσης (Fackel). Αναρχικές εβδομαδιαίες εφημερίδες υπήρχαν και για άλλες εθνοτικές ομάδες (μία αγγλική, μία βοημική και μία σκανδιναβική).

Οι αναρχικοί ήταν πολύ δραστήριοι στην Κεντρική Εργατική Ένωση (η οποία περιελάμβανε τα έντεκα μεγαλύτερα συνδικάτα της πόλης) και στόχευαν να την καταστήσουν, σύμφωνα με τα λόγια του Άλμπερτ Πάρσονς (ενός από τους Μάρτυρες), «την εμβρυακή μονάδα της μελλοντικής ελεύθερης κοινωνίας». Οι αναρχικοί συμμετείχαν επίσης στη Διεθνή Ένωση Εργαζομένων (αποκαλούμενη επίσης «Μαύρη Διεθνής»), η οποία είχε εκπροσώπους από 26 πόλεις στο ιδρυτικό της συνέδριο. Η Δ.Ε.Ε. σύντομα «κέρδισε έδαφος ανάμεσα στα συνδικάτα, ιδιαίτερα στις μεσοδυτικές πολιτείες» και οι ιδέες της για «άμεση δράση της βάσης» και των συνδικάτων «που θα χρησίμευαν ως όργανο της εργατικής τάξης για την πλήρη καταστροφή του καπιταλισμού και ως πυρήνας για το σχηματισμό μιας νέας κοινωνίας» έγιναν γνωστές ως «Ιδέα του Σικάγο» (μια ιδέα που αργότερα ενέπνευσε τους Βιομηχανικούς Εργάτες του Κόσμου, οι οποίοι ιδρύθηκαν στο Σικάγο το 1905). [«Editor’s Introduction», The Autobiographies of the Haymarket Martyrs, σ. 4]

Η ιδέα αυτή εκφράστηκε στο μανιφέστο που εκδόθηκε στο Συνέδριο της Δ.Ε.Ε. στο Πίτσμπουργκ το 1883:

«Πρώτον – Καταστροφή της υπάρχουσας ταξικής κυριαρχίας, με όλα τα μέσα, δηλαδή με ενεργητική, αδυσώπητη, επαναστατική και διεθνή δράση.

«Δεύτερον – Εγκαθίδρυση μιας ελεύθερης κοινωνίας βασισμένης στη συνεταιριστική οργάνωση της παραγωγής.

«Τρίτον – Ελεύθερη ανταλλαγή ισοδύναμων προϊόντων από και μεταξύ των παραγωγικών οργανώσεων χωρίς εμπόριο και κερδοσκοπία.

«Τέταρτον – Οργάνωση της εκπαίδευσης σε κοσμική, επιστημονική και ισότιμη βάση και για τα δύο φύλα.

«Πέμπτον – Ίσα δικαιώματα για όλους χωρίς διάκριση φύλου ή φυλής.

«Έκτον – Ρύθμιση όλων των δημόσιων υποθέσεων με ελεύθερες συμβάσεις μεταξύ αυτόνομων (ανεξάρτητων) κοινοτήτων και ενώσεων, που στηρίζονται σε μια φεντεραλιστική βάση». [Ό.π., σ. 42]

Εκτός από τη συνδικαλιστική οργάνωση, το αναρχικό κίνημα του Σικάγο διοργάνωνε επίσης κοινωνικές λέσχες, πικνίκ, διαλέξεις, χορούς, βιβλιοθήκες και πλήθος άλλων δραστηριοτήτων. Όλα αυτά συνέβαλαν στη σφυρηλάτηση μιας σαφώς εργατικής επαναστατικής κουλτούρας στην καρδιά του «αμερικανικού ονείρου». Η απειλή για την άρχουσα τάξη και το σύστημά της ήταν πολύ μεγάλη για να επιτραπεί η συνέχισή της (ιδιαίτερα με νωπές ακόμα τις μνήμες της τεράστιας εξέγερσης των εργατών το 1877. Όπως και το 1886, εκείνη η εξέγερση αντιμετώπισε επίσης την κρατική βία – δείτε το Strike! του J. Brecher για λεπτομέρειες σχετικά με αυτό το απεργιακό κίνημα καθώς και τα γεγονότα του Χέιμαρκετ). Εξ ου και η καταστολή, το δικαστικό έγκλημα και η κρατική δολοφονία όσων το κράτος και η καπιταλιστική τάξη θεωρούσαν «ηγέτες» του κινήματος.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τους μάρτυρες του Χέιμαρκετ, τις ζωές και τις ιδέες τους, το βιβλίο The Autobiographies of the Haymarket Martyrs (Οι αυτοβιογραφίες των μαρτύρων του Χέιμαρκετ) είναι απαραίτητο ανάγνωσμα. Ο Άλμπερτ Πάρσονς, ο μόνος γεννημένος στην Αμερική Μάρτυρας, έγραψε ένα βιβλίο που εξηγούσε το τι πρέσβευαν αυτός και οι σύντροφοί του με τίτλο Anarchism: Its Philosophy and Scientific Basis (Αναρχισμός: Η φιλοσοφία και η επιστημονική του βάση). Το βιβλίο του ιστορικού Πολ Άβριτς The Haymarket Tragedy (Η τραγωδία του Χέιμαρκετ) είναι μια χρήσιμη εις βάθος εξέταση των γεγονότων.

 

https://anarchistfaq.org/afaq/sectionA.html#seca52