Υπάρχουν μαρξιστές στοχαστές κοντά στον αναρχισμό;

Κανένας από τους ελευθεριακούς σοσιαλιστές που επισημάναμε στην προηγούμενη ενότητα δεν ήταν μαρξιστής. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη, καθώς οι περισσότερες μορφές μαρξισμού είναι αυταρχικές. Ωστόσο, αυτό δεν ισχύει για όλες τις σχολές του μαρξισμού. Υπάρχουν σημαντικοί υποκλάδοι του μαρξισμού που συμμερίζονται το αναρχικό όραμα μιας αυτοδιαχειριζόμενης κοινωνίας. Σε αυτά περιλαμβάνονται ο Συμβουλιακός Κομμουνισμός, οι Καταστασιακοί και οι Αυτόνομοι. Ίσως και να έχει σημασία το ότι αυτές οι λίγες μαρξιστικές τάσεις που είναι πιο κοντά στον αναρχισμό, όπως και οι κλάδοι του ίδιου του αναρχισμού, δεν έχουν πάρει το όνομά τους από άτομα. Θα εξετάσουμε την καθεμία με τη σειρά της.

Ο Συμβουλιακός Κομμουνισμός γεννήθηκε στη Γερμανική Επανάσταση του 1919, όταν οι μαρξιστές εμπνευσμένοι από το παράδειγμα των ρωσικών Σοβιέτ και αηδιασμένοι από τον συγκεντρωτισμό, τον οπορτουνισμό και την προδοσία των κυρίαρχων μαρξιστών σοσιαλδημοκρατών, έβγαλαν παρόμοια αντικοινοβουλευτικά, υπέρ της άμεσης δράσης και αποκέντρωσης συμπεράσματα με αυτά που είχαν βγάλει οι αναρχικοί από τον Μπακούνιν και μετά. Όπως και οι ελευθεριακοί αντίπαλοι του Μαρξ στην Πρώτη Διεθνή, υποστήριζαν ότι μια ομοσπονδία εργατικών συμβουλίων θα αποτελούσε τη βάση μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας και, κατά συνέπεια, έβλεπαν την ανάγκη να οικοδομηθούν μαχητικές οργανώσεις στους χώρους εργασίας για να προωθηθεί ο σχηματισμός τους. Ο Λένιν επιτέθηκε σε αυτά τα κινήματα και τους υποστηρικτές τους μέσα από τον λίβελό του Αριστερισμός: Παιδική αρρώστια του Κομμουνισμού, την οποία ο συμβουλιακός κομμουνιστής Χέρμαν Γκόρτερ κατέρριψε στο κείμενό του Ανοιχτή επιστολή προς τον σύντροφο Λένιν. Μέχρι το 1921, οι συμβουλιακοί κομμουνιστές ήρθαν σε ρήξη με τον μπολσεβικισμό που τους είχε, ουσιαστικά, ήδη εκδιώξει τόσο από τα εθνικά κομμουνιστικά κόμματα όσο και από την Κομμουνιστική Διεθνή.

Όπως και οι αναρχικοί, υποστήριζαν ότι η Ρωσία ήταν μια κρατικοκαπιταλιστική κομματική δικτατορία και η οποία δεν είχε καμία σχέση με το σοσιαλισμό. Και, πάλι όπως οι αναρχικοί, οι συμβουλιακοί κομμουνιστές υποστηρίζουν ότι η διαδικασία οικοδόμησης μιας νέας κοινωνίας, όπως και η ίδια η επανάσταση, είτε θα είναι έργο του ίδιου του λαού είτε θα είναι καταδικασμένη εξ αρχής. Όπως και οι αναρχικοί, έτσι και αυτοί είδαν την κατάληψη των σοβιέτ από τους Μπολσεβίκους (όπως και εκείνη των συνδικάτων) ως ανατροπή της επανάστασης και ως έναρξη της επαναφοράς της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης.

Αν θέλετε να μάθετε περισσότερα για τον συμβουλιακό κομμουνισμό, τα έργα του Πολ Μάτικ είναι απαραίτητο ανάγνωσμα. Αν και είναι περισσότερο γνωστός ως συγγραφέας μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας σε έργα όπως τα Μαρξ και Κέινς, Οικονομική κρίση και θεωρία της κρίσης και Οικονομία, πολιτική και εποχή του πληθωρισμού, ο Μάτικ ήταν συμβουλιακός κομμουνιστής από τη γερμανική επανάσταση του 1919/1920. Τα βιβλία του Αντιμπολσεβίκικος Κομμουνισμός και Μαρξισμός: Το τελευταίο καταφύγιο της αστικής τάξης; αποτελούν εξαιρετικές εισαγωγές στις πολιτικές του ιδέες. Απαραίτητο ανάγνωσμα είναι επίσης τα έργα του Άντον Πάνεκοκ. Το κλασικό έργο του Εργατικά Συμβούλια εξηγεί τον συμβουλιακό κομμουνισμό από τις απαρχές του, ενώ το έργο του Ο Λένιν ως φιλόσοφος αναλύει τους ισχυρισμούς του Λένιν ότι είναι μαρξιστής (το βιβλίο του Serge Bricianer Ο Πάνεκοκ και τα Εργατικά Συμβούλια είναι η καλύτερη μελέτη για την εξέλιξη των ιδεών του Πάνεκοκ). Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μαχητική σουφραζέτα Sylvia Pankhurst έγινε συμβουλιακή κομμουνίστρια υπό τον αντίκτυπο της Ρωσικής Επανάστασης και, μαζί με αναρχικούς όπως ο Guy Aldred, ηγήθηκε της αντίστασης στην εισαγωγή του λενινισμού στο εκεί κομμουνιστικό κίνημα (βλ. το βιβλίο του Mark Shipway Αντικοινοβουλευτικός Κομμουνισμός: Το κίνημα των εργατικών συμβουλίων στη Βρετανία, 1917-45 για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τον ελευθεριακό κομμουνισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο). Ο Ότο Ρύλε και ο Καρλ Κορς αποτελούν επίσης σημαντικούς στοχαστές αυτής της παράδοσης.

Βασιζόμενοι στις ιδέες του συμβουλιακού κομμουνισμού, οι Καταστασιακοί ανέπτυξαν τις ιδέες τους προς σημαντικές νέες κατευθύνσεις. Δρώντας στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τη δεκαετία του 1960, συνδύασαν τις ιδέες του συμβουλιακού κομμουνισμού με τον υπερρεαλισμό και άλλες μορφές ριζοσπαστικής τέχνης για να δημιουργήσουν μια εντυπωσιακή κριτική του μεταπολεμικού καπιταλισμού. Σε αντίθεση με τον Καστοριάδη, οι ιδέες του οποίου τους επηρέασαν, οι Καταστασιακοί συνέχισαν να θεωρούν τους εαυτούς τους μαρξιστές, αναπτύσσοντας την κριτική του Μαρξ στην καπιταλιστική οικονομία σε μια κριτική της καπιταλιστικής κοινωνίας, καθώς η αλλοτρίωση είχε μετατοπιστεί από τον εντοπισμό της στην καπιταλιστική παραγωγή στο πεδίο της καθημερινής ζωής. Επινόησαν τον όρο «Θέαμα» για να περιγράψουν ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο οι άνθρωποι αποξενώνονται από τις ίδιες τους τις ζωές και παίζουν το ρόλο του κοινού, των θεατών. Έτσι, ο καπιταλισμός είχε μετατρέψει το είναι σε έχειν και τώρα, με το θέαμα, μετέτρεπε το έχειν σε φαίνεσθαι. Υποστήριζαν ότι δεν μπορούσαμε να περιμένουμε μια μακρινή επανάσταση, αλλά θα έπρεπε να απελευθερωθούμε στο εδώ και στο τώρα, δημιουργώντας γεγονότα («καταστάσεις») που θα διατάρασσαν το συνηθισμένο και το φυσιολογικό προκειμένου να αποσπάσουν τους ανθρώπους από τους κατανεμημένους ρόλους τους μέσα στην κοινωνία. Μια κοινωνική επανάσταση βασισμένη σε αυτεξούσιες συνελεύσεις της βάσης και αυτοδιαχειριζόμενα συμβούλια θα ήταν η απόλυτη «κατάσταση» και η οποία αποτελούσε τον τελικό στόχο όλων των Καταστασιακών.

Αν και ασκούν κριτική στον αναρχισμό, οι διαφορές μεταξύ των δύο θεωριών είναι σχετικά μικρές και ο αντίκτυπος των Καταστασιακών στον αναρχισμό δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Πολλοί αναρχικοί ενστερνίστηκαν την κριτική που άσκησαν στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία, την υπονόμευση της σύγχρονης τέχνης και κουλτούρας για επαναστατικούς σκοπούς και το κάλεσμα για επανάσταση στην καθημερινή ζωή. Κατά ειρωνικό τρόπο, ενώ οι Καταστασιακοί θεωρούσαν τον εαυτό τους ως μια προσπάθεια υπέρβασης των παραδοσιακών μορφών του μαρξισμού και του αναρχισμού, ουσιαστικά υποσκελίστηκαν από τον αναρχισμό. Τα κλασικά έργα του Σιτουεϊσιονισμού (situationism) είναι η Κοινωνία του Θεάματος του Γκυ Ντεμπόρ και η Επανάσταση της καθημερινής ζωής του Ραούλ Βενεγκέμ. Η Ανθολογία της Καταστασιακής Διεθνούς (σε επιμέλεια του Ken Knabb) είναι απαραίτητο ανάγνωσμα για κάθε εκκολαπτόμενο καταστασιακό, όπως και το βιβλίο του ίδιου του Κναμπ «Δημόσια Μυστικά».

Τέλος, υπάρχει ο Αυτόνομος Μαρξισμός. Αντλώντας από τα έργα του συμβουλιακού κομμουνισμού, του Καστοριάδη, των Καταστασιακών και άλλων, τοποθετεί την ταξική πάλη στο επίκεντρο της ανάλυσης του καπιταλισμού. Αναπτύχθηκε αρχικά στην Ιταλία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και έχει πολλά ρεύματα, ορισμένα πιο κοντά στον αναρχισμό από ό,τι άλλα. Αν και ο πιο διάσημος στοχαστής της αυτόνομης παράδοσης είναι πιθανώς ο Αντόνιο Νέγκρι (ο οποίος επινόησε την υπέροχη φράση «το χρήμα έχει μόνο ένα πρόσωπο, αυτό του αφεντικού» στο βιβλίο του «Ο Μαρξ πέρα από τον Μαρξ»), οι ιδέες του εντάσσονται περισσότερο μέσα στο πλαίσιο του παραδοσιακού μαρξισμού. Για έναν Αυτόνομο του οποίου οι ιδέες είναι πιο κοντά στον αναρχισμό, πρέπει να στραφούμε στον Αμερικανό στοχαστή και ακτιβιστή Harry Cleaver που έχει γράψει μια από τις καλύτερες περιλήψεις των ιδεών του Κροπότκιν, στην οποία επισημαίνει με γόνιμο τρόπο τις ομοιότητες μεταξύ του αναρχοκομμουνισμού και του Αυτόνομου Μαρξισμού («Κροπότκιν, αυτοαξιοποίηση και η κρίση του Μαρξισμού», Anarchist Studies, τ. 2, αρ. 3). Το βιβλίο του «Διαβάζοντας το Κεφάλαιο Πολιτικά» είναι ένα βασικό κείμενο για την κατανόηση της Αυτονομίας και της ιστορίας της.

Για τον Κλίβερ, ο «αυτόνομος μαρξισμός» συνιστά μια γενική ονομασία για μια ποικιλία κινημάτων, πολιτικών και στοχαστών που δίνουν έμφαση στην αυτόνομη δύναμη των εργαζομένων – αυτόνομη από το κεφάλαιο, προφανώς, αλλά και από τις επίσημες οργανώσεις τους (π.χ. τα συνδικάτα, τα πολιτικά κόμματα) και, επιπλέον, τη δύναμη συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων της εργατικής τάξης να δρουν αυτόνομα από άλλες ομάδες (π.χ. οι γυναίκες από τους άνδρες). Με τον όρο «αυτονομία» εννοείται η ικανότητα των ανθρώπων της εργατικής τάξης να καθορίζουν τα δικά τους συμφέροντα και να αγωνίζονται γι’ αυτά και, κριτικά, να υπερβαίνουν την απλή αντίδραση στην εκμετάλλευση και να περνούν στην επίθεση με τρόπους που διαμορφώνουν την ταξική πάλη και καθορίζουν το μέλλον. Έτσι, τοποθετούν την εργατική κοινωνική ισχύ στο επίκεντρο της σκέψης τους για τον καπιταλισμό, τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται και τη δυναμική του, καθώς και στις ταξικές συγκρούσεις στο εσωτερικό του. Αυτό δεν περιορίζεται μόνο στους χώρους εργασίας και όπως οι εργαζόμενοι αντιστέκονται στην επιβολή της εργασίας μέσα στο εργοστάσιο ή το γραφείο, μέσω κωλυσιεργιών, απεργιών και σαμποτάζ, έτσι και οι μη μισθωτοί αντιστέκονται στην υποβάθμιση της ζωής τους σε εργασία. Για τους Αυτόνομους, η δημιουργία του κομμουνισμού δεν είναι κάτι που έρχεται μετέπειτα, αλλά είναι κάτι που δημιουργείται επανειλημμένα από τις τρέχουσες εξελίξεις των νέων μορφών αυτοδραστηριοποίησης της εργατικής τάξης.

Οι ομοιότητες με τον κοινωνικό αναρχισμό είναι προφανείς. Πράγμα που πιθανώς εξηγεί γιατί οι Αυτόνομοι ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο αναλύοντας και παραθέτοντας τον Μαρξ για να δικαιολογήσουν τις ιδέες τους, γιατί διαφορετικά οι άλλοι μαρξιστές θα ακολουθήσουν το παράδειγμα του Λένιν απέναντι στους συμβουλιακούς κομμουνιστές χαρακτηρίζοντάς τους αναρχικούς και αγνοώντας τους! Στους αναρχικούς, όλη αυτή η παράθεση του Μαρξ φαίνεται διασκεδαστική. Τελικά, αν ο Μαρξ ήταν πραγματικά ένας Αυτόνομος Μαρξιστής, τότε γιατί οι Αυτόνομοι πρέπει να ξοδεύουν τόσο πολύ χρόνο για να ανακατασκευάσουν τι εννοούσε «πραγματικά» ο Μαρξ; Γιατί απλά δεν το είπε ξεκάθαρα εξαρχής; Ομοίως, γιατί πρέπει να ξετρυπώνετε (μερικές φορές ασαφή) αποσπάσματα και (μερικές φορές περιστασιακά) σχόλια του Μαρξ για να δικαιολογήσετε τις ιδέες σας; Μήπως κάτι παύει να είναι αληθινό αν ο Μαρξ δεν το ανέφερε πρώτος; Όποιες κι αν είναι οι ιδέες της Αυτονομίας, ο μαρξισμός της θα την σέρνει προς τα πίσω, ριζώνοντας την πολιτική της στα κείμενα δύο προ πολλού αποθανόντων Γερμανών. Όπως η σουρεαλιστική συζήτηση μεταξύ του Τρότσκι και του Στάλιν τη δεκαετία του 1920 για τον «Σοσιαλισμό σε μια χώρα» που διεξήχθη μέσω παραθεμάτων του Λένιν, το μόνο που θα αποδειχθεί δεν είναι αν μια δεδομένη ιδέα είναι σωστή, αλλά απλώς ότι η αμοιβαία συμφωνημένη αυθεντία (ο Λένιν ή ο Μαρξ) μπορεί να την είχε υποστηρίξει. Έτσι, οι αναρχικοί προτείνουν στους Αυτόνομους να εφαρμόζουν μια κάποια αυτονομία όταν πρόκειται για τον Μαρξ και τον Ένγκελς.

Άλλοι ελευθεριακοί μαρξιστές που βρίσκονται κοντά στον αναρχισμό είναι ο Έριχ Φρομ και ο Βίλχελμ Ράιχ. Και οι δύο προσπάθησαν να συνδυάσουν τον Μαρξ με τον Φρόυντ για να δημιουργήσουν μια ριζοσπαστική ανάλυση του καπιταλισμού και των διαταραχών της προσωπικότητας που αυτός προκαλεί. Ο Έριχ Φρομ, σε βιβλία όπως «Ο φόβος της ελευθερίας», «Ο άνθρωπος για τον εαυτό του», «Η λογική κοινωνία» και το «Να έχεις ή να είσαι;» ανέπτυξε μια ισχυρή και διορατική ανάλυση του καπιταλισμού, η οποία ανέλυε τον τρόπο με τον οποίο αυτός διαμορφώνει το άτομο και χτίζει ψυχολογικά εμπόδια στην ελευθερία και την αυθεντική ζωή. Τα έργα του πραγματεύονται πολλά σημαντικά ζητήματα, όπως η ηθική, η αυταρχική προσωπικότητα (τι την προκαλεί και πώς να την αλλάξουμε), η αποξένωση, η ελευθερία, ο ατομικισμός και πώς θα ήταν μια καλή κοινωνία.

Η ανάλυση του Φρομ για τον καπιταλισμό και τον τρόπο ζωής «του έχειν» είναι απίστευτα διορατική, ειδικά σε σχέση με τον σύγχρονο καταναλωτισμό. Για τον Φρομ, ο τρόπος που ζούμε, εργαζόμαστε και οργανωνόμαστε από κοινού επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο εξελισσόμαστε, την υγεία μας (ψυχική και σωματική), και την ευτυχία μας περισσότερο από όσο υποψιαζόμαστε. Αμφισβητεί τη λογική μιας κοινωνίας που επιθυμεί την ιδιοκτησία πάνω από την ανθρωπιά και εμμένει σε θεωρίες υποταγής και κυριαρχίας αντί της αυτοδιάθεσης και της αυτοπραγμάτωσης. Το καυστικό κατηγορώ του ενάντια στον σύγχρονο καπιταλισμό δείχνει ότι αυτός είναι η κύρια πηγή της απομόνωσης και της αποξένωσης που επικρατεί σήμερα. Η αποξένωση, για τον Φρομ, βρίσκεται στην καρδιά του συστήματος (είτε πρόκειται για ιδιωτικό είτε για κρατικό καπιταλισμό). Είμαστε ευτυχισμένοι στο βαθμό που συνειδητοποιούμε τον εαυτό μας και για να συμβεί αυτό η κοινωνία μας πρέπει να εκτιμά τον άνθρωπο έναντι του άψυχου (ιδιοκτησία).

Ο Φρομ θεμελίωσε τις ιδέες του σε μια ανθρωπιστική ερμηνεία του Μαρξ, απορρίπτοντας τον λενινισμό και τον σταλινισμό ως αυταρχικές παραποιήσεις των ιδεών του («η καταστροφή του σοσιαλισμού… ξεκίνησε με τον Λένιν»). Επιπλέον, τόνισε την ανάγκη για μια αποκεντρωμένη και ελευθεριακή μορφή σοσιαλισμού, υποστηρίζοντας ότι οι αναρχικοί είχαν δίκιο που αμφισβητούσαν τις προτιμήσεις του Μαρξ προς τα κράτη και τον συγκεντρωτισμό. Όπως το έθεσε, τα «λάθη του Μαρξ και του Ένγκελς… [και] ο συγκεντρωτικός τους προσανατολισμός, οφείλονταν στο γεγονός ότι ήταν πολύ περισσότερο ριζωμένοι στη μεσοαστική παράδοση του 18ου και 19ου αιώνα, τόσο ψυχολογικά όσο και διανοητικά, από ανθρώπους όπως ο Φουριέ, ο Όουεν, ο Προυντόν και ο Κροπότκιν». Όπως και με την «αντίφαση» στον Μαρξ μεταξύ «των αρχών της συγκεντροποίησης και της αποκέντρωσης», για τον Φρομ «ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν πολύ πιο “αστοί” στοχαστές από ό,τι ήταν άνθρωποι όπως ο Προυντόν, ο Μπακούνιν, ο Κροπότκιν και ο Λαντάουερ. Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, η λενινιστική ανάπτυξη του σοσιαλισμού αντιπροσώπευε μια οπισθοδρόμηση στις αστικές αντιλήψεις για το κράτος και την πολιτική εξουσία, παρά τη νέα σοσιαλιστική αντίληψη, όπως αυτή εκφράστηκε πολύ πιο ξεκάθαρα από τον Όουεν, τον Προυντόν και άλλους». [The Sane Society, σ. 265, σ. 267 και σ. 259] Ο μαρξισμός του Φρομ, επομένως, ήταν θεμελιωδώς ελευθεριακού και ανθρωπιστικού χαρακτήρα και οι ιδέες του έχουν εξαιρετική σημασία για όποιον ενδιαφέρεται να αλλάξει την κοινωνία προς το καλύτερο.

Ο Βίλχελμ Ράιχ, όπως και ο Φρομ, προσπάθησε να επεξεργαστεί μια κοινωνική ψυχολογία βασισμένη τόσο στον μαρξισμό όσο και στην ψυχανάλυση. Για τον Ράιχ, η σεξουαλική καταπίεση οδηγούσε σε ανθρώπους δεκτικούς στον αυταρχισμό και ευτυχείς στο να υποτάσσονται σε αυταρχικά καθεστώτα. Ενώ ανέλυσε με αυτόν τον τρόπο τον ναζισμό (στο βιβλίο του Η μαζική ψυχολογία του φασισμού, οι διαπιστώσεις του ισχύουν και για άλλες κοινωνίες και κινήματα (δεν είναι τυχαίο, για παράδειγμα, ότι η θρησκευτική δεξιά στην Αμερική αντιτίθεται στο προγαμιαίο σεξ και χρησιμοποιεί τακτικές τρομοκράτησης για να αναγκάσει τους εφήβους να το συνδέσουν με ασθένειες, βρωμιά και ενοχές).

Το επιχείρημά του είναι ότι λόγω της σεξουαλικής καταπίεσης αναπτύσσουμε αυτό που ονόμασε «πανοπλία χαρακτήρα», η οποία εσωτερικεύει τις καταπιέσεις μας και διασφαλίζει ότι μπορούμε να λειτουργούμε σε μια ιεραρχική κοινωνία. Αυτή η κοινωνική προετοιμασία παράγεται από την πατριαρχική οικογένεια και τα τελικά αποτελέσματά της είναι μια ισχυρή ενίσχυση και διαιώνιση της κυρίαρχης ιδεολογίας και η μαζική παραγωγή ατόμων με εμπεδωμένη την υπακοή, ατόμων έτοιμων να αποδεχτούν την εξουσία του δασκάλου, του ιερέα, του εργοδότη και του πολιτικού καθώς και να προσυπογράψουν την επικρατούσα κοινωνική δομή. Αυτό εξηγεί πώς τα άτομα και οι ομάδες μπορούν να υποστηρίξουν κινήματα και θεσμούς που τα εκμεταλλεύονται ή τα καταπιέζουν. Με άλλα λόγια, συμπεριφέρονται σκέφτονται, αισθάνονται και ενεργούν ενάντια στον εαυτό τους και, επιπλέον, μπορούν να εσωτερικεύσουν την καταπίεσή τους σε τέτοιο βαθμό ώστε να προσπαθούν ακόμη και να υπερασπιστούν την υποδεέστερη θέση τους.

Έτσι, για τον Ράιχ, η σεξουαλική καταπίεση παράγει ένα άτομο που είναι προσαρμοσμένο στην εξουσιαστική τάξη και που θα υποταχθεί σε αυτήν παρά τη δυστυχία και την υποβάθμιση που του προκαλεί. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ο φόβος της ελευθερίας και μια συντηρητική, αντιδραστική νοοτροπία. Η σεξουαλική καταπίεση βοηθά την πολιτική εξουσία, όχι μόνο μέσω της διαδικασίας που καθιστά το μαζικό άτομο παθητικό και μη πολιτικό, αλλά και με τη δημιουργία στη δομή του χαρακτήρα του ενός συμφέροντος για την ενεργό υποστήριξη της εξουσιαστικής τάξης.

Αν και η μονοδιάστατη εστίασή του στο σεξ είναι άστοχη, η ανάλυσή του για το πώς εσωτερικεύουμε την καταπίεσή μας προκειμένου να επιβιώσουμε κάτω από την ιεραρχία είναι σημαντική για την κατανόηση του γιατί τόσοι πολλοί από τους πιο καταπιεσμένους ανθρώπους φαίνεται να αγαπούν την κοινωνική τους θέση και αυτούς που τους εξουσιάζουν. Με την κατανόηση αυτής της συλλογικής δομής του χαρακτήρα και του τρόπου με τον οποίο διαμορφώνεται παρέχονται επίσης στην ανθρωπότητα νέα μέσα για την υπέρβαση τέτοιων εμποδίων προς την κοινωνική αλλαγή. Μόνο η συνειδητοποίηση του τρόπου με τον οποίο η δομή του χαρακτήρα των ανθρώπων τους εμποδίζει να συνειδητοποιήσουν τα πραγματικά τους συμφέροντα μπορεί να καταπολεμηθεί και να διασφαλιστεί η κοινωνική αυτοχειραφέτηση.

Το βιβλίο του Maurice Brinton Το παράλογο στην πολιτική είναι μια εξαιρετική σύντομη εισαγωγή στις ιδέες του Ράιχ, η οποία συνδέει τις ιδέες του με τον ελευθεριακό σοσιαλισμό.

 

 

https://anarchistfaq.org/afaq/sectionA.html#seca44