Ναι. Ο κοινωνικός αναρχισμός έχει τέσσερις κύριες τάσεις – τον μουτουαλισμό (αμοιβαιότητα), τον κολεκτιβισμό, τον κομμουνισμό και τον συνδικαλισμό. Οι διαφορές δεν είναι μεγάλες και αφορούν απλώς διαφοροποιήσεις στη στρατηγική. Η μόνη μεγάλη διαφορά που υπάρχει είναι μεταξύ του μουτουαλισμού και των άλλων τύπων κοινωνικού αναρχισμού. Ο μουτουαλισμός βασίζεται σε μια μορφή αγοραίου σοσιαλισμού – συνεταιρισμοί εργαζομένων που ανταλλάσσουν το προϊόν της εργασίας τους μέσω ενός συστήματος κοινοτικών τραπεζών. Αυτό το δίκτυο αμοιβαίων τραπεζών θα «σχηματίζεται από ολόκληρη την κοινότητα, όχι για το ιδιαίτερο όφελος κάποιου ατόμου ή τάξης, αλλά προς όφελος όλων… χωρίς τόκους που θα απαιτούνται για τα δάνεια, παρά μόνο για την κάλυψη των κινδύνων και των εξόδων». Ένα τέτοιο σύστημα θα έβαζε τέλος στην καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση, διότι «εισάγοντας την αμοιβαιότητα στην ανταλλαγή και την πίστωση την εισάγουμε παντού, και η εργασία θα πάρει μια νέα όψη και θα γίνει πραγματικά δημοκρατική». [Charles A. Dana, Proudhon and his “Bank of the People”, σελ. 44-45 και σελ. 45].
Η κοινωνική αναρχική εκδοχή του μουτουαλισμού διαφέρει από την ατομικιστική μορφή, καθώς οι τράπεζες αλληλοβοήθειας ανήκουν στην τοπική κοινότητα (ή κομμούνα) αντί να είναι ανεξάρτητοι συνεταιρισμοί. Αυτό θα εξασφάλιζε ότι θα παρείχαν επενδυτικά κεφάλαια σε συνεταιρισμούς και όχι σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Μια άλλη διαφορά είναι ότι ορισμένοι κοινωνικοί αναρχικοί μουτουαλιστές υποστηρίζουν τη δημιουργία αυτού που ο Προυντόν ονόμασε «αγροτοβιομηχανική ομοσπονδία» για να συμπληρώσει την ομοσπονδία των ελευθεριακών κοινοτήτων (που ο Προυντόν αποκαλούσε κομμούνες). Πρόκειται για μια «συνομοσπονδία… που προορίζεται να παρέχει αμοιβαία ασφάλεια στο εμπόριο και τη βιομηχανία» και σε μεγάλης κλίμακας έργα όπως δρόμοι, σιδηρόδρομοι κ.λπ. Ο σκοπός των «ειδικών ομοσπονδιακών ρυθμίσεων είναι να προστατεύσουν τους πολίτες των ομόσπονδων κρατών [sic!] από την καπιταλιστική και οικονομική φεουδαρχία, τόσο στο εσωτερικό τους όσο και από το εξωτερικό». Αυτό συμβαίνει επειδή «το πολιτικό δικαίωμα απαιτεί το να υποστηρίζεται από το οικονομικό δικαίωμα». Έτσι, η αγροτοβιομηχανική ομοσπονδία θα έπρεπε να διασφαλίζει τον αναρχικό χαρακτήρα της κοινωνίας από τις αποσταθεροποιητικές συνέπειες των ανταλλαγών της αγοράς (οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν αυξανόμενες ανισότητες στον πλούτο και άρα στην εξουσία). Ένα τέτοιο σύστημα θα αποτελούσε πρακτικό παράδειγμα αλληλεγγύης, καθώς «οι βιομηχανίες είναι αδελφές -είναι μέρη του ίδιου σώματος- η μία δεν μπορεί να υποφέρει χωρίς οι άλλες να μοιράζονται τον πόνο της. Θα πρέπει επομένως να ομοσπονδιοποιηθούν, όχι για να απορροφηθούν και να συγχρωτιστούν μαζί, αλλά για να εξασφαλίσουν αμοιβαία τις συνθήκες κοινής ευημερίας… Η σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας δεν θα μειώσει την ελευθερία τους -απλώς θα δώσει στην ελευθερία τους μεγαλύτερη ασφάλεια και ισχύ». [The Principle of Federation, σ. 70, σ. 67 και σ. 72].
Οι άλλες μορφές του κοινωνικού αναρχισμού δεν συμμερίζονται την υποστήριξη των μουτουαλιστών στις αγορές, ακόμη και στις μη καπιταλιστικές. Αντιθέτως, πιστεύουν ότι η ελευθερία εξυπηρετείται καλύτερα με την κοινοτικοποίηση της παραγωγής και την ελεύθερη ανταλλαγή πληροφοριών και προϊόντων μεταξύ των συνεταιρισμών. Με άλλα λόγια, οι άλλες μορφές κοινωνικού αναρχισμού βασίζονται στην κοινή (ή κοινωνική) ιδιοκτησία από ομοσπονδίες ενώσεων παραγωγών και κομμούνες και όχι στο σύστημα των ατομικών συνεταιρισμών του μουτουαλισμού. Σύμφωνα με τα λόγια του Μπακούνιν, «η μελλοντική κοινωνική οργάνωση πρέπει να γίνει αποκλειστικά από κάτω προς τα πάνω, από την ελεύθερη ένωση ή ομοσπονδία των εργατών, πρώτα στα σωματεία τους, μετά στις κομμούνες, στις περιφέρειες, στα έθνη και τέλος σε μια μεγάλη ομοσπονδία, διεθνή και παγκόσμια» και «η γη, τα εργαλεία της εργασίας και όλο το άλλο κεφάλαιο μπορούν να γίνουν συλλογική ιδιοκτησία ολόκληρης της κοινωνίας και να αξιοποιούνται μόνο από τους εργάτες, με άλλα λόγια από τις γεωργικές και βιομηχανικές ενώσεις». [Michael Bakunin: Selected Writings, σελ. 206 και σελ. 174] Μόνο με την επέκταση της αρχής της συνεργασίας πέρα από τους ατομικούς χώρους εργασίας μπορεί να μεγιστοποιηθεί και να προστατευτεί η ατομική ελευθερία (βλ. ενότητα I.1.3 για το γιατί οι περισσότεροι αναρχικοί είναι αντίθετοι στις αγορές). Σε αυτό μοιράζονται κάποια κοινά σημεία με τον Προυντόν, όπως μπορεί να φανεί. Οι βιομηχανικές συνομοσπονδίες θα «εγγυώνται την αμοιβαία χρήση των εργαλείων παραγωγής, τα οποία αποτελούν ιδιοκτησία κάθε μιας από αυτές τις ομάδες και τα οποία με μια αμοιβαία σύμβαση θα γίνουν συλλογική ιδιοκτησία ολόκληρης της ομοσπονδίας. Με αυτόν τον τρόπο, η ομοσπονδία των ομάδων θα είναι σε θέση να… ρυθμίζει το ρυθμό παραγωγής ώστε να ανταποκρίνεται στις κυμαινόμενες ανάγκες της κοινωνίας». [James Guillaume, Bakunin on Anarchism, σ. 376].
Αυτοί οι αναρχικοί μοιράζονται την υποστήριξη των μουτουαλιστών για την αυτοδιαχείριση της παραγωγής από τους εργαζόμενους στο πλαίσιο των συνεταιρισμών, αλλά βλέπουν στις συνομοσπονδίες αυτών των ενώσεων το βασικό σημείο έκφρασης της αλληλοβοήθειας και όχι μια αγορά. Η αυτονομία στους χώρους εργασίας και η αυτοδιαχείριση θα είναι η βάση κάθε ομοσπονδίας, διότι «οι εργάτες στα διάφορα εργοστάσια δεν έχουν την παραμικρή πρόθεση να παραδώσουν τον με κόπο κερδισμένο έλεγχο των εργαλείων παραγωγής σε μια ανώτερη δύναμη που αυτοαποκαλείται “εταιρεία”». [Guillaume, ό.π., σ. 364] Εκτός από αυτή την ομοσπονδία σε επίπεδο βιομηχανίας, θα υπήρχαν επίσης διακλαδικές και κοινοτικές συνομοσπονδίες για να φροντίζουν για τα καθήκοντα που δεν εμπίπτουν στην αποκλειστική δικαιοδοσία ή αρμοδιότητα οποιασδήποτε μεμονωμένης βιομηχανικής ομοσπονδίας ή τα οποία είναι κοινωνικού χαρακτήρα. Και πάλι, αυτό έχει ομοιότητες με τις μουτουαλιστικές ιδέες του Προυντόν.
Οι κοινωνικοί αναρχικοί μοιράζονται μια σταθερή δέσμευση στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής (εξαιρουμένων εκείνων που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά από άτομα) και απορρίπτουν την ατομικιστική ιδέα ότι αυτά μπορούν να “ξεπουλιούνται” από εκείνους που τα χρησιμοποιούν. Ο λόγος, όπως σημειώθηκε προηγουμένως, είναι ότι αν αυτό μπορούσε να γίνει, ο καπιταλισμός και ο κρατισμός θα μπορούσαν να ξαναπατήσουν πόδι στην ελεύθερη κοινωνία. Επιπλέον, άλλοι κοινωνικοί αναρχικοί δεν συμφωνούν με την μουτουαλιστική ιδέα ότι ο καπιταλισμός μπορεί να μεταρρυθμιστεί σε ελευθεριακό σοσιαλισμό με την εισαγωγή τραπεζών αλληλοβοήθειας. Γι’ αυτούς ο καπιταλισμός μπορεί να αντικατασταθεί από μια ελεύθερη κοινωνία μόνο μέσω της κοινωνικής επανάστασης.
Η κύρια διαφορά μεταξύ κολεκτιβιστών και κομμουνιστών αφορά το ζήτημα του “χρήματος” μετά από μια επανάσταση. Οι αναρχοκομμουνιστές θεωρούν ότι η κατάργηση του χρήματος είναι απαραίτητη, ενώ οι αναρχοκολεκτιβιστές θεωρούν ότι το τέλος της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής είναι το κλειδί. Όπως σημείωνε ο Κροπότκιν, ο κολεκτιβιστικός αναρχισμός «εκφράζει μια κατάσταση πραγμάτων στην οποία όλα τα αναγκαία για την παραγωγή αγαθά ανήκουν από κοινού στις ομάδες εργασίας και στις ελεύθερες κοινότητες, ενώ οι τρόποι ανταπόδοσης [δηλαδή διανομής] της εργασίας, κομμουνιστικοί ή μη, θα ρυθμίζονται από κάθε ομάδα για λογαριασμό της». [Anarchism, σ. 295] Έτσι, ενώ ο κομμουνισμός και ο κολεκτιβισμός οργανώνουν και οι δύο την παραγωγή από κοινού μέσω των ενώσεων παραγωγών, διαφέρουν ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα διανεμηθούν τα παραγόμενα αγαθά. Ο κομμουνισμός βασίζεται στην ελεύθερη κατανάλωση από όλους, ενώ ο κολεκτιβισμός είναι πιθανότερο να βασίζεται στη διανομή των αγαθών ανάλογα με την εργασία που συνεισέφερε ο καθένας. Ωστόσο, οι περισσότεροι αναρχοκολεκτιβιστές πιστεύουν ότι, με την πάροδο του χρόνου, καθώς η παραγωγικότητα θα αυξάνεται και η αίσθηση της κοινότητας θα γίνεται ισχυρότερη, το χρήμα θα εξαφανιστεί. Και οι δύο συμφωνούν ότι, στο τέλος, η κοινωνία θα λειτουργεί σύμφωνα με τις γραμμές που προτείνει το κομμουνιστικό αξίωμα: «Από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητές του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του». Απλώς διαφωνούν ως προς το πόσο γρήγορα θα συμβεί αυτό (βλ. ενότητα I.2.2).
Όσο για τους αναρχοκομμουνιστές, πιστεύουν ότι «ο κομμουνισμός -τουλάχιστον ο μερικός- έχει περισσότερες πιθανότητες να εφαρμοστεί από τον κολεκτιβισμό» μετά από μια επανάσταση. [Ό.π., σ. 298] Θεωρούν ότι οι προσπάθειες προς τον κομμουνισμό είναι απαραίτητες, καθώς ο κολεκτιβισμός «ξεκινά με την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και αμέσως αυτοαναιρείται επιστρέφοντας στο σύστημα αμοιβής ανάλογα με την παρεχόμενη εργασία, πράγμα που σημαίνει την επαναφορά της ανισότητας». [Alexander Berkman, What is Anarchism?, σελ. 230] Όσο πιο γρήγορα γίνει η μετάβαση στον κομμουνισμό, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να αναπτυχθούν νέες ανισότητες. Είναι περιττό να πούμε ότι οι θέσεις αυτές δεν είναι τόσο διαφορετικές και, στην πράξη, οι ανάγκες μιας κοινωνικής επανάστασης και το επίπεδο πολιτικής συνειδητοποίησης αυτών που θα προωθήσουν τον αναρχισμό θα καθορίσουν ποιο σύστημα θα εφαρμοστεί σε κάθε περιοχή.
Ο συνδικαλισμός είναι η άλλη σημαντική μορφή του κοινωνικού αναρχισμού. Οι αναρχοσυνδικαλιστές, όπως και άλλοι συνδικαλιστές, θέλουν να δημιουργήσουν ένα βιομηχανικό συνδικαλιστικό κίνημα βασισμένο στις αναρχικές ιδέες. Ως εκ τούτου, υποστηρίζουν αποκεντρωμένα, ομοσπονδιακά συνδικάτα που χρησιμοποιούν την άμεση δράση για να επιτύχουν μεταρρυθμίσεις στο πλαίσιο του καπιταλισμού μέχρι να είναι αρκετά ισχυρά ώστε να τον ανατρέψουν. Από πολλές απόψεις ο αναρχοσυνδικαλισμός μπορεί να θεωρηθεί ως μια νέα εκδοχή του κολεκτιβιστικού αναρχισμού, ο οποίος επίσης τόνιζε τη σημασία των αναρχικών που εργάζονται μέσα στο εργατικό κίνημα και δημιουργούν συνδικάτα τα οποία προεικονίζουν τη μελλοντική ελεύθερη κοινωνία.
Έτσι, ακόμη και στον καπιταλισμό, οι αναρχοσυνδικαλιστές επιδιώκουν να δημιουργήσουν «ελεύθερες ενώσεις ελεύθερων παραγωγών». Πιστεύουν ότι αυτές οι ενώσεις θα χρησιμεύσουν ως «ένα πρακτικό σχολείο του αναρχισμού» και παίρνουν πολύ σοβαρά την παρατήρηση του Μπακούνιν ότι οι εργατικές οργανώσεις πρέπει να δημιουργήσουν «όχι μόνο τις ιδέες αλλά και τα γεγονότα του ίδιου του μέλλοντος» στην προεπαναστατική περίοδο.
Οι αναρχοσυνδικαλιστές, όπως και όλοι οι κοινωνικοί αναρχικοί, «είναι πεπεισμένοι ότι μια σοσιαλιστική οικονομική τάξη δεν μπορεί να δημιουργηθεί με τα διατάγματα και τα νομοθετήματα μιας κυβέρνησης, αλλά μόνο με την αλληλέγγυα συνεργασία των εργατών με το χέρι και το μυαλό σε κάθε ειδικό κλάδο της παραγωγής, δηλαδή με την ανάληψη της διαχείρισης όλων των μονάδων από τους ίδιους τους παραγωγούς με τέτοια μορφή, ώστε οι ξεχωριστές ομάδες, τα εργοστάσια και οι κλάδοι της βιομηχανίας να είναι ανεξάρτητα μέλη του γενικού οικονομικού οργανισμού και να διεξάγουν συστηματικά την παραγωγή και τη διανομή των προϊόντων προς το συμφέρον της κοινότητας στη βάση ελεύθερων αμοιβαίων συμφωνιών». [Rudolf Rocker, Anarcho-syndicalism, σ. 55].
Και πάλι, όπως όλοι οι κοινωνικοί αναρχικοί, οι αναρχοσυνδικαλιστές βλέπουν τον συλλογικό αγώνα και την οργάνωση που συνεπάγονται τα συνδικάτα ως το σχολείο του αναρχισμού. Όπως το έθεσε ο Eugene Varlin (ένας αναρχικός που δραστηριοποιήθηκε στην Πρώτη Διεθνή και δολοφονήθηκε στο τέλος της Παρισινής Κομμούνας), τα συνδικάτα έχουν «το τεράστιο πλεονέκτημα ότι συνηθίζουν τους ανθρώπους στην ομαδική ζωή και έτσι τους προετοιμάζουν για μια πιο εκτεταμένη κοινωνική οργάνωση. Συνηθίζουν τους ανθρώπους όχι μόνο να συνεννοούνται και να κατανοούν ο ένας τον άλλον, αλλά και να οργανώνονται, να συζητούν και να επιχειρηματολογούν από μια συλλογική προοπτική». Επιπλέον, εκτός από το να μετριάζουν την καπιταλιστική εκμετάλλευση και καταπίεση στο εδώ και στο τώρα, τα συνδικάτα «αποτελούν επίσης τα φυσικά δομικά στοιχεία του κοινωνικού οικοδομήματος του μέλλοντος -είναι αυτά που μπορούν εύκολα να μετασχηματιστούν σε ενώσεις παραγωγών- είναι αυτά που μπορούν να κάνουν τα κοινωνικά συστατικά και την οργάνωση της παραγωγής να λειτουργήσουν». [παρατίθεται από τον Julian P. W. Archer, The First International in France, 1864-1872, σ. 196].
Η διαφορά μεταξύ συνδικαλιστών και άλλων επαναστατών κοινωνικών αναρχικών είναι μικρή και περιστρέφεται καθαρά γύρω από το ζήτημα των αναρχοσυνδικαλιστικών συνδικάτων. Οι κολεκτιβιστές αναρχικοί συμφωνούν ότι η οικοδόμηση ελευθεριακών συνδικάτων είναι σημαντική και ότι η εργασία μέσα στο εργατικό κίνημα είναι απαραίτητη προκειμένου να εξασφαλιστεί «η ανάπτυξη και η οργάνωση της κοινωνικής (και, κατά συνέπεια, αντιπολιτικής) δύναμης των εργαζόμενων μαζών». [Bakunin, Michael Bakunin: Selected Writings, σ. 197] Οι κομμουνιστές αναρχικοί συνήθως αναγνωρίζουν επίσης τη σημασία της εργασίας στο εργατικό κίνημα, αλλά γενικά πιστεύουν ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θα δημιουργηθούν από τους εργαζόμενους που αγωνίζονται, και έτσι θεωρούν την ενθάρρυνση του “πνεύματος της εξέγερσης” πιο σημαντική από τη δημιουργία [αναρχο]συνδικαλιστικών σωματείων και την ελπίδα ότι οι εργαζόμενοι θα ενταχθούν σε αυτά (φυσικά, οι αναρχοσυνδικαλιστές υποστηρίζουν έναν τέτοιο αυτόνομο αγώνα και οργάνωση, οπότε οι διαφορές δεν είναι μεγάλες). Οι κομμουνιστές-αναρχικοί δεν δίνουν επίσης τόσο μεγάλη έμφαση στο χώρο εργασίας, θεωρώντας ότι οι αγώνες μέσα σε αυτόν είναι εξίσου σημαντικοί με άλλους αγώνες ενάντια στην ιεραρχία και την κυριαρχία έξω από το χώρο εργασίας (οι περισσότεροι αναρχοσυνδικαλιστές θα συμφωνούσαν με αυτό, ωστόσο, και συχνά πρόκειται απλώς για ζήτημα έμφασης). Λίγοι κομμουνιστές-αναρχικοί απορρίπτουν το εργατικό κίνημα ως απελπιστικά ρεφορμιστικό από τη φύση του ώστε να αρνούνται να εργαστούν μέσα σε αυτό, αλλά αυτοί είναι μια μικρή μειοψηφία.
Τόσο οι κομμουνιστές όσο και οι κολεκτιβιστές αναρχικοί αναγνωρίζουν την ανάγκη να ενωθούν οι αναρχικοί σε αμιγώς αναρχικές οργανώσεις. Θεωρούν ότι είναι απαραίτητο οι αναρχικοί να συνεργάζονται ως αναρχικοί για να αποσαφηνίσουν και να διαδώσουν τις ιδέες τους στους άλλους. Οι συνδικαλιστές συχνά αρνούνται τη σημασία των αναρχικών ομάδων και ομοσπονδιών, υποστηρίζοντας ότι τα επαναστατικά βιομηχανικά και κοινοτικά συνδικάτα είναι αρκετά από μόνα τους. Οι συνδικαλιστές πιστεύουν ότι το αναρχικό και το συνδικαλιστικό κίνημα μπορούν να συγχωνευτούν σε ένα, αλλά οι περισσότεροι από τους άλλους αναρχικούς διαφωνούν. Οι μη συνδικαλιστές επισημαίνουν τη ρεφορμιστική φύση του συνδικαλισμού και υποστηρίζουν ότι για να διατηρήσουν τα συνδικαλιστικά συνδικάτα επαναστατικά, οι αναρχικοί πρέπει να εργάζονται μέσα σε αυτά ως μέρος μιας αναρχικής ομάδας ή ομοσπονδίας. Οι περισσότεροι μη συνδικαλιστές θεωρούν ότι η συγχώνευση του αναρχισμού και του συνδικαλισμού αποτελεί πηγή δυνητικής σύγχυσης που θα είχε ως αποτέλεσμα τα δύο κινήματα να αποτύχουν να κάνουν σωστά το έργο που έχουν αναλάβει. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τον αναρχοσυνδικαλισμό βλέπε ενότητα Ι.3.8 (και ενότητα Ι.3.9 για το γιατί πολλοί αναρχικοί απορρίπτουν ορισμένες πτυχές του). Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι μη συνδικαλιστές αναρχικοί δεν απορρίπτουν την ανάγκη συλλογικής πάλης και οργάνωσης από τους εργαζόμενους (βλ. ενότητα Η.2.8 σχετικά με αυτόν τον ιδιότυπο μαρξιστικό μύθο).
Στην πραγματικότητα, λίγοι αναρχοσυνδικαλιστές απορρίπτουν εντελώς την ανάγκη για μια αναρχική ομοσπονδία, ενώ λίγοι αναρχικοί είναι εντελώς αντισυνδικαλιστές. Για παράδειγμα, ο Μπακούνιν ενέπνευσε τόσο τις αναρχοκομμουνιστικές όσο και τις αναρχοσυνδικαλιστικές ιδέες, και αναρχοκομμουνιστές όπως ο Κροπότκιν, ο Μαλατέστα, ο Μπέρκμαν και η Γκόλντμαν έδειξαν συμπάθεια στα αναρχοσυνδικαλιστικά κινήματα και ιδέες.
Για περαιτέρω μελέτη σχετικά με τους διάφορους τύπους του κοινωνικού αναρχισμού, θα συμβουλεύαμε τα εξής: η αλληλοβοήθεια συνδέεται συνήθως με τα έργα του Προυντόν, ο κολεκτιβισμός με αυτά του Μπακούνιν, ο κομμουνισμός με αυτά του Κροπότκιν, του Μαλατέστα, της Γκόλντμαν και του Μπέρκμαν. Ο συνδικαλισμός είναι κάπως διαφορετικός, καθώς ήταν πολύ περισσότερο το προϊόν των εργαζομένων μέσα στον αγώνα παρά το έργο ενός “διάσημου” ονόματος (αν και αυτό δεν εμποδίζει τους ακαδημαϊκούς να αποκαλούν τον George Sorel πατέρα του συνδικαλισμού, παρόλο που έγραψε για ένα συνδικαλιστικό κίνημα που ήδη υπήρχε. Η ιδέα ότι οι άνθρωποι της εργατικής τάξης μπορούν να αναπτύξουν τις δικές τους ιδέες, μόνοι τους, συνήθως τους διαφεύγει). Ωστόσο, ο Ρούντολφ Ρόκερ θεωρείται συχνά κορυφαίος θεωρητικός του αναρχοσυνδικαλισμού και τα έργα του Φερνάν Πελουτιέ και του Εμίλ Πουζέ είναι απαραίτητο ανάγνωσμα για την κατανόηση του αναρχοσυνδικαλισμού. Για μια επισκόπηση της εξέλιξης του κοινωνικού αναρχισμού και των βασικών έργων των κορυφαίων εκπροσώπων του, η εξαιρετική ανθολογία No Gods No Masters του Daniel Guerin παραμένει αξεπέραστη.