ΠΟΙΗΜΑ ΦΙΛΟΥ

Έναστρη και παράξενη Νύχτα,
έτσι όπως σε χαζεύουνε βουβοί
από ένα μικρό παράθυρο
με τρία ψυχρά κάγκελα,
πες μου τι γίνεται με τους κολασμένους.
Αυτούς που τα σύρματα τυλίγουνε
τις δόλιες καρδιές τους και μαραίνονται
την στιγμή που όλη η πλάση ανθίζει.
Αυτούς που ξεψύχησαν ανάμεσα
σε τέσσερις ματωμένους τοίχους
και δεν πρόλαβαν ποτέ αυτούς
τους τελευταίους στίχους.

Το δίκαιο και το άδικο
-ανθρώπων δίπολα-
κολυμπάνε στην ζεστή σούπα
του αξιότιμου και λαίμαργου νομοθέτη.
Όσο για το παράδειγμα προς αποφυγήν
δεν παύει να είναι παράδειγμα,
καλολαδωμένο γρανάζι
σε μια μηχανή που κατακρεουργεί ζωές.

Να το ξέρεις μετανάστη στην Μόρια
και κατάδικε στο Κορυδαλλό
πως η Βαστίλη ήταν μονάχα η αρχή.

«Είναι αλήθεια μπαμπά
πως οι κακοί είναι στην φυλακή;»

Τάσος Πολίτης

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΕΝΟΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥ

 

  ΕΙΚΟΝΑ ΣΕ ΔΡΟΜΟ

 

 Ένας αναρχικός κραδαίνει

τρεκλίζοντας

μια μαυροκόκκινη σημαία – απ’ αυτές

που το μαύρο δηλώνει την αυτονομία των πειρατών

και το θανατικό –

και το κόκκινο, το αίμα δηλοί,

το φλογερό.

Μικρό παλλικαράκι

νεαρό

με μια ψυχή τυρρανισμένη στα σμπαράλια

-προχωρεί-, μιας αγάπης πανανθρώπινης

το φώς φωνάζει

μα είν’ τα λόγια του ισχνά, – και η βοή –

του όπλου που ελοχεύει τον τρομάζει.

Τα μάτια εξεγερσιακά

εκστατικά

δεν συνάδουν με του κόσμου αυτού το θλιβερό τοπίο

καθόσον γκρίζο αυτό –θαμπό-, γαλάζια εκείνα

το πρώτο ψάχνει θάνατο, τα δεύτερα χαρές

που δεν αγγίζουν η εκμετάλλευση, η βία, και των ανθρώπων

οι οιμωγές.

Οι ζωές μας

βολοδέρνουν

καταμεσής στα πέλαα των παθών και των ανταγωνισμών

και γυρεύουν ανέλπιστα κάποια διαφυγή –μια σανίδα-

άλλες το καταλαβαίνουν, άλλες τους ποτές

πως όσο κι αν δε μοιάζουνε στην τυπική την όψη

ζούμε και πεθαίνουμε σε πόλεις-φυλακές.

 

ΓΙΑ ΤΟΝ MARCOS

 

 Άφθαρτη, σίγουρη φιγούρα κινείσαι στα βουνά

Βαστώντας τη σημαία της νίκης στα σκληρά σου χέρια

Εικόνα, σύμβολο, ίνδαλμα ζωντανό των καταπιεσμένων

Σημάδι Ψυχής ακλόνητης με πίστη και ιδανικά.

Το πρόσωπό σου είναι το πιό ωραίο σ’ όλη τη γή

Γιατί σ’ αυτό καθρεφτίζεται η ομορφιά του κόσμου

Και η φωνή σου σα μιλάς, αγνή, ρομαντική

Γιατί Επανάσταση ξερνάει και σηκωμό.

Δικαίως έχεις θρόνο στο πάνθεο των ηρώων

Κι ας φτύνεις όλο δύναμη τους ΄΄ισχυρούς΄΄

Η πίπα σου ορόσημο, σημείο κατατεθέν

Και τ’ όπλο σου με τ’ άλογο, το Άρμα του Ηλίου.

                                                                                   

  Λευτέρης.


ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Άτιτλο

 

Είμαι στεγνός, καθαρός.

Έχω διαύγεια.

 

Θα βγω στο ντάλα ήλιο.

Η βρώμα από τα σκουπίδια άμεση, επιτακτική.

Μικρά τοσοδούλικα αυτοκινητάκια

έρχονται καταπάνω μου.

Είμαι τεράστιος ρε!

Χοντρός και λιγωμένος.

Θα βήξω και θα σας φτύσω.

 

Ζεστή σκόνη και γλιτσερά ρούχα

με τσιμεντώνουνε.

Και να φυσάει ο ερμαφρόδιτος αέρας

σαν πιστόλι για τα μαλλιά και για τα μυαλά.

 

 

Αυπνίες

 

Από το γραφείο χρόνια έχω να βγω

και δε με θυμάται το καλό μου το αφεντικό.

Έτι, γλιτώνω από ενοχλήσεις

και άλλες παρεξηγήσεις.

Συνδικαλιστής ή μη,

κανένας δε γνωρίζει τη δική μου τη μορφή.

 

Όταν πάω να ψωνίσω,

τα βερεσέδια φροντίζω να μην αργήσω.

Μόνο μια τσάντα για το σπίτι κουβαλάω,

μα όλες τις τιμές κοιτάω.

 

Στο γιατρούλη μου πηγαίνω

και γράμματα πολλά του στέλνω,

να του πω ευχαριστώ

 που με κρατάει τόσο γερό.

 

Το απόγευμα, την Κυριακή,

παρέα μου κρατάει η τιβί.

Σ’άλλους κόσμους τότε ζω

και με ανθρώπους ειδικούς σαν να μιλώ.

 

Κι ενώ, όλα πάνε, κατ’ ευχή

στον ύπνο, πάντα, με ξυπνάει, μια απόκοσμη φωνή.

 

 

Ανδρονίκη


Τα παραπάνω ποιήματα μας τα έστειλε μια άγνωστη φίλη και τα δημοσιεύουμε με χαρά.

ΜΗ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙΣ «ΞΕΝΟ»!

Επειδή άλλη μάνα με γέννησε

και σ’ άλλη γλώσσα άκουσες εσύ

τα όμορφα παιδικά σου παραμύθια…

μη με φωνάζεις «ξένο»

το ψωμί σου δε διαφέρει απ’ το δικό μου

το χέρι σου είναι όμοιο με το δικό μου,

σαν τη φωτιά καίει

και η δική μου φωτιά.

Γιατί λοιπόν με φωνάζεις «ξένο»;

Επειδή σ’ άλλους δρόμους βρέθηκα

και σ άλλο λαό γεννήθηκα

και άλλες θάλασσες γνώρισα

και απ’αλλού σάλπαρα;

Αλλά το ίδιο άγχος κρύβουμε κι οι δυο

η ίδια εξάντληση

στην πλάτη μας βαραίνει,

αυτή που συντρίβει το κάθε θνητό

μέσ’ απ’ του χρόνου τα σκοτάδια

από τότε που σύνορα δεν είχαν τεθεί

κι ανάμεσά μας ακόμη δεν είχαν φθάσει

όσοι διχάζουν

και σκοτώνουν το φτωχό,

αυτοί που κλέβουν

και μοιράζουν ψέμματα,

αυτοί που εμπορεύονται κι εμάς

και θάβουν αδίστακτα τα όνειρά μας

όσοι εφεύραν αυτή τη λέξη

τη σκληρή: «ξένος».

λέξη παγωμένη και γεμάτη θλίψη

που θυμίζει αλησμοσύνη κι εξορία.

Αν θέλεις το καλό μου να είσαι καλός

σταμάτα τώρα να με φωνάζεις «ξένο»

αν θέλεις, κοίταξέ με στα μάτια,

πιο πέρα απ’ το μίσος

ας φθάσει η ματιά σου,

ας ξεπεράσει φόβο, εγωισμό.

Για δες, άνθρωπος είμαι κι εγώ

Όχι, δεν είμαι «ξένος»!

 

΄Αγνωστος Μετανάστης


Ένα πουλί (Βir kuş) ~ Özdemir İnce

il_570xN.435473665_64vt

Ένα πουλί πετούσε
ανάμεσα στη Σάμο και το Κουσάντασι
και που να καταλάβω;
τούρκικο πουλί ήταν ή ελληνικό;
Ή αν μήπως από κάπου αλλού ερχόταν;
Κανένα σημάδι.
Τη θάλασσα ρώτησα
δύτης είναι, μου’πε.
Πλέκει, όλο πλέκει
νταντέλες στο στήθος μου.
Τον ουρανό ρώτησα
αγγελιοφόρος είναι, μου’πε
Απ’ το ανοιχτό βιολέ
και το τριανταφυλλένιο
ως το μενεξελί.
Τα ψάρια ρώτησα
και τ’άλλα τα πουλιά
και τα καράβια με λογιώ – λογιώ σημαίες.
Όλα κάτι άλλο μου’ πανε
απάντηση δεν πήρα.
Ένα πουλί πετούσε
ανάμεσα στη Σάμο και το Κουσάντασι.
Έ, που να καταλάβω
τούρκικο ήτανε πουλί ή ελληνικό;
Μην κι απ’ αλλού ερχότανε
Και ποιά είναι η φυλή του;
Έ πουλί, του είπα
Ποιοί είναι οι δικοί σου;
Ποιά είναι η χώρα σου;
Γλάρος είμαι, μου’πε
Πόσο χρονώ είμαι;
Όσο κι ο κόσμος.
Από ποιά χώρα είμαι;
Απ’τη γη, απ’ τον ουρανό, απ’ τη θάλασσα
Τα σύνορά μου ποιά;
Το χώμα, το νερό, ο αγέρας..

 

~ Özdemir İnce ~


 

ΜΙΚΕΛΗΣ ΑΒΛΙΧΟΣ

 (1844-1917)

250px-Μικέλης_Άβλιχος1

 Εις Δικαστάς

Ω σεις, που θέσιν έχετε υψηλή,
που κρίνετε του κόσμου τ’ αδικήματα,
που νεύετε κι ανοίγει η φυλακή
ελεύθεροι να κάνετε ατοπήματα,

που τη ζωή το χέρι σας κρατεί
κάθε πολίτη την τιμή, τα χτήματα,
ακούσετε της Μούσας τη φωνή
που δε φοβάται φυλακή, προστίματα:

Το ζύγι της η Θέμις δε σας δίνει,
σαν άχυρο το δίκιο να ζυγίζετε
για να ‘χετε καιρό για το σεργιάνι.

Κι αν δε διψάτε για δικαιοσύνη
την πλάστιγγα κάνετε τηγάνι,
που μέσα εκεί τον κόσμο να τηγανίζετε.

 

Ο Μαντζουράνης υποψήφιος εν Κεφαλληνία

Ένας στην Αλεξάνδρεια ξακουσμένος
που επλούτησε στο τζόγο με καρπιές
μας ήρθε κολονάτα φορτωμένος
για βουλευτής στις νέες εκλογές.

Κι έξω ντελάλη βγάνει και φωνάζει
— Για πούλημα ποιος είναι στα χωριά
ο Μαντζουράνης ψήφους αγοράζει
και τους πληρώνει κι’ όλα στα γερά!

Κεφαλονίτες, αν στο πρόσωπο σας
φιλότιμο υπάρχει κι ανθρωπιά,
αποκριθήτε με το φάσκελο σας
σε εκείνον που σας πήρε για τραγιά.

Της Σάμης χωρικοί, Πλαρνοί, Ρισιάνοι
πετάξτε του στα μούτρα τες δραχμές.
Δείξτε του στην τιμή σας πως δεν φτάνει
Και σεις πληρώσετέ τον με φτυσιές.

 

Ο μοχθηρός ψευτοφιλοπάτρις

Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο
που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά
το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο
που η δυστηχία των άλλων τού γεννά.

Το φθονερό του μάτι το σβησμένο
που δείχνει βουλιμιά για συμφορά
μας εξηγούν γιατ’ είναι διψασμένο
τ’ αχείλι του και πόλεμο ζητά.

Διψάει να ιδεί στα μαύρα φορεμένους
πατέρες και μαννάδες που μισεί,
να τους ιδεί στα δάκρυα τους πνιγμένους:

Θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή.
Για τούτο υπέρ Πατρίδος σκούζει, κράζει
Όρνιο, που για κουφάρια αναστενάζει!

 

Προσωπο-ψυχογραφία ενός θεομπαίχτη

Στις φλέβες σου φαρμάκι και χολή,
αντίς για αίμα, ρέει, θεομπαίχτη πλάνε,
κι ενώ το στόμα σου για θρησκεία μιλεί,
λύσσας αφρούς τα χείλια σου σκορπάνε.

Είσαι αφ’ των Φαρισαίων τη φυλή,
που του Χριστού τη σταύρωση θυμάνε,
και μίση μόνον η καρδιά σου κλει,
ωσάν οχιές που στη φωλιά τους νάναι.

Κάνε νηστείες, αγύρτη, και σταυρούς,
γέλα τις γυναικούλες με τα ψέματα·
και μάνιζε εναντίον στους ασεβείς

πλην μάτην σκοτεινούς ποθείς καιρούς
και μάταια διψάς γι’ απίστων αίματα,
την έπαθες! … αργά να γεννηθείς.

 

Στον Ψυχάρη, για τον θάνατο του παιδιού του στον πόλεμο

Κατάρα να έχει ο πόλεμος
που τους βλαστούς θερίζει,
κατάρα η δόξα η μάταιη
που σπέρνει συμφορές,
που αγαπημένα αντρόγυνα
σκληρά τ’ αποχωρίζει
και που γονέων απάνθρωπα
σουβλίζει τις καρδιές!

Σε σε, πατέρα δύστυχε,
τα λόγια τούτα λέω,
στο σκοτωμό του τέκνου σου
με θλίψη της ψυχής,
και τον αγιάτρεφτο χαμό
-φίλος- μαζί σου κλαίω
ποτήρι που σε κέρασεν
ο πόλεμος να πιεις!

 

Χριστούγεννα

Στη φάτνη των χτηνών Χριστός γεννάται
χωρίς της Επιστήμης συνδρομή·
η θεία Φύσις κάνει για μαμμή
κι ο δράκος, σαν αρνί, θεός κοιμάται.

Αύριον, άντρας, σα ληστής κρεμάται –
νέα του κόσμου θέλει οικοδομή.
Σταυρό του δίνει ο Νόμος πληρωμή -,
πλην άγιο φως στον τάφο του πλανάται.

Διάκοι του Βάαλ, δεν είναι δικός σας
αυτός της φάτνης ο φτωχός Χριστός,
που εκήρυξε για νόμο του τη χάρη.

Εσάς τιμή σας μόνη το στιχάρι.
Πομπές, θεοπομπές το ιδανικό σας,
κι είν’ ο Θεός σας, σαν κι εσάς, μιαρός!

 

Η πρώτη παράκληση το βράδυ με την κήρυξη του πολέμου μας 1912

Η δέ δύναμις της αμαρτίας ο Νόμος.
(Παύλος προς Κορινθίους Α’ 15-56)

Φωτοπεριχυμένη η εκκλησιά,
μέσα με φόβο του θεού γυρεύουνε.
Νίκας κατά βαρβάρων να μας δώσει.
Κι απ’ όξου κάτι βρώμικα σκυλιά
Σκουρδουμπελοκοπώντας σκαρδακεύουνε
χωρίς Πατρίδα και Θεό και Γνώση!
-Πέστε μου τώρα άνθρωποι λογικοί,
μέσα ή απ’ όξου είναι η λογική;
-Και ενώ από μέσα αντηχάει το Αμήν
των σκύλων είναι το Ειρήνη Υμίν;
Κι από την αναρχία έχετε τρόμο,
Μη μοιάσουμε τα ζώα χωρίς το νόμο;

 
 

(Από το αφιέρωμα του Χ. Αντωνάτου στον Άβλιχο, στο τεύχος αρ. 683 (1920) του περιοδικού «Νουμάς»)

Σημείωση Ν.Σ.: Ο τίτλος εύλογα προκαλεί απορία. Το βράδυ της κήρυξης του πολέμου το 1912 διαβάστηκε στη Μητρόπολη του Ληξουριού η ευχή της Ιεράς Συνόδου κατά των εχθρών της Ελλάδος. Ο Άβλιχος, που ο πόλεμος του προξενούσε υπέρτατη πίκρα, έγραψε το ποίημα αυτό.

Ο φιλάργυρος


Σαν το Χριστό κ’ ή φύσις αναστημένη
στοργή και ζέση ολόγυρα σκορπάει
είναι του πάγου η πλάκα κυλισμένη
κι’ από χαρά πάσα πνοή σκιρτάει.

Κι αγάλλεται όλη η πλάση ερωτευμένη
και την ανάσταση της τραγουδάει!
Κ’ ευωδιάζει η πασχαλιά ανθισμένη
κι ολούθε αγάπης φίλημα αντηχάει

Μόνον Ιούδα, εσύ, τ’ αργύριά σου
μετράς- και δεν ευρίσκεις τη χαρά
μήτε σ’ αυτά, και γι’ άλλα διψασμένος

Ρίψ’ τα λοιπόν και πήγαινε…κρεμάσου…
θα σε δεχτεί κουνώντας την ουρά
ο Μαμωνάς στον Άδη ενθουσιασμένος!

 

Ο Μικέλης Άβλιχος – ποιητής και λόγιος- γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλλονιάς το 1844. Παρέμεινε στο Ληξούρι μέχρι και την αποφοίτηση του από το Πετρίτσειο λύκειο και υστέρα συμπλήρωσε τη φιλοσοφική και φιλολογική του μόρφωση στη Βέρνη της Ελβετίας αλλά και σε άλλα κέντρα της Ευρώπης (Παρίσι, Ζυρίχη, Ρώμη, Φλωρεντία , Τορίνο). Από παιδική ηλικία βρέθηκε σε ένα περιβάλλον όπου δέχτηκε την επίδραση του Ανδρ. Λασκαράτου, Ανδρ. Μορφερράτου, των Ριζοσπαστών και σε εφηβική ηλικία ενθουσιάζεται με τον αγώνα των Ριζοσπαστών και συνδέεται φιλικά μαζί τους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Βέρνη, όπου τελείωσε και τις σπουδές του, ήρθε σε επαφή με τους Ρώσους αναρχικούς εξόριστους Μιχαήλ Μπακούνιν και Κροπότκιν όπου και ασπάστηκε τις ελευθεριακές απόψεις τους. Η ποίηση του ακολουθεί την επτανησιακή παράδοση (όπου μάλιστα είναι και ο τελευταίος αυτής) και είναι επηρεασμένη από τον επίσης επτανησιώτη Ανδρ. Λασκαράτο.
Ο λόγος του ήταν επαναστατικός και αντίθετος με το κοινωνικό καθεστώς και τις κυρίαρχες αξίες της εποχής του. Όπως χαρακτηριστικά τονίσε στο επικήδειο άρθρο του για τον Άβλιχο ο Κωστής Παλαμάς: «Διέκειτο δυσμενώς προς το υφιστάμενον κοινωνικόν καθεστώς και εμίσει την στρατοκρατίαν και τον πόλεμον». Μέσω των ποιημάτων του, ο Άβλιχος επιγραμματοποιεί κάθε υπόθεση κοινωνικού και πολιτικού περιεχομένου προσδίδοντας άλλοτε σαρκαστικό, άλλοτε ειρωνικό άλλοτε σατιρικό – και όχι μόνο – χαρακτήρα. Χαρακτηρίζεται αθεϊστής, θεωρητικά αναρχικός και ριζοσπάστης.
Το 1877 ύστερα από τις δεκαετείς σπουδές στην Ευρώπη, για λόγους υγείας έμεινε στην Κέρκυρα και σε ηλικία 34 χρονών εγκαταστάθηκε οριστικά στο Ληξούρι.
Αν και ταξίδευε αρκετά, παρέμεινε τύπος ανθρώπου που επιθυμεί να ζήσει και να πεθάνει στον τόπο που γεννήθηκε. Τα ποιήματα του δημοσιεύτηκαν μετά τον θάνατο του και πολλά από αυτά μελοποιήθηκαν. Η διάσωση τους οφείλεται στον Μικέλη Τζανάτο, ο οποίος βοηθούσε τον Άβλιχο στα τελευταία χρόνια της ζωής του.
Πέθανε στο Ληξούρι το Νοέμβριο του 1917.

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 2, αρχές 2006, του αναρχικού περιοδικού «Αντιδόγμα» της Αναρχική Ομάδας «Ρωγμή του Υπάρχοντος» από το Ναύπλιο.
 
ΠΗΓΕΣ:

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΓΩΓΟΥ

image-ashx

ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΜΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ

 

Μη με σταματάς. Ονειρεύομαι.
Ζήσαμε σκυμμένοι αιώνες αδικίας.
Αιώνες μοναξιάς.
Τώρα μη. Μη με σταματάς.
Τώρα κι εδώ για πάντα και παντού.
Ονειρεύομαι ελευθερία.
Μέσα απ′ του καθένα
την πανέμορφη ιδιαιτερότητα
ν′ αποκαταστήσουμε
του Σύμπαντος την Αρμονία.
Ας παίξουμε. Η γνώση είναι χαρά.
Δεν είναι επιστράτευση απ′ τα σχολεία
Ονειρεύομαι γιατί αγαπώ.
Μεγάλα όνειρα στον ουρανό.
Εργάτες με δικά τους εργοστάσια
συμβάλουν στην παγκόσμια σοκολατοποιία.
Ονειρεύομαι γιατί ΞΕΡΩ και ΜΠΟΡΩ.
Οι τράπεζες γεννάνε τους «ληστές».
Οι φυλακές τους «τρομοκράτες»
Η μοναξιά τους «απροσάρμοστους».
Το προϊόν την «ανάγκη»
Τα σύνορα τους στρατούς
Όλα η ιδιοχτησία.
Βία γεννάει η Βία.
Μη ρωτάς. Μη με σταματάς.
Είναι τώρα ν′ αποκαταστήσουμε
του ηθικού δικαίου την υπέρτατη πράξη.
Να κάνουμε ποίημα τη Ζωή.
Και τη Ζωή πράξη.
Είναι ένα όνειρο που μπορώ μπορώ μπορώ
Σ′ ΑΓΑΠΩ
και δεν με σταματάς δεν ονειρεύομαι. Ζω.
Απλώνω τα χέρια
στον Ερωτά στην αλληλεγγύη
στην Ελευθερία.
Όσες φορές χρειαστεί κι απ′ την αρχή.
Υπερασπίζομαι την ΑΝΑΡΧΙΑ.


 

[Christo Botev, 1848-1876]

 

ΑΓΩΝΑΣ

Σ’ αθλιότητα περνά και θλίψη η νειότη.
Πικρό το αίμα κυλά στις φλέβες μέσα.
Σκοτεινιάζει το βλέμμα, ο νούς δε βλέπει
καλό’ ναι καν κακό ότι φτάνει… Πιέζουν
βαριά αναμνήσεις την ψυχή, που η μνήμη
τις ξαναλέει αδυσώπητα. Και μήτε
στην καρδιά αγάπη, μήτε πίστη, μήτε
κ’ ελπίδα, πως μπορεί έστω κ’ ένας μόνο
συνετός να ξυπνήση από τον ύπνο
του θανάτου ! Τους συνετούς θεωρούνε
στον τόπο μας τρελούς, κι όλοι τιμούνε
τον κάθε ανόητο: «Μα είναι πλούσιος», λένε,
πλην δε ρωτά κανείς, σαν πόσους τάχα
να έκαψε ζωντανούς, μήδε σαν πόσους
δυστυχισμένους λήστεψε, ή σαν πόσες
φορές, με προσευχές, με ψευτιές κι όρκους
ξεγέλασε το Θεό. Κι αυτόν τον δήμιο
του κοσμάκη, με πίστην ο παπάς μας,
κ’ η Εκκλησία από δίπλα, υπηρετούνε,
κι ο βλάκας των βλακών, ο δάσκαλός μας,
υποκλίνεται μπρός του, αλαμπρατσέτα
καθώς με τον εφημεριδογράφο
περιπατεί, φιλοσοφώντας, ότι ο
φόβος του Θεού σοφίας αρχή’ ναι… Ειπώθη-
κε από Συμβούλιο λύκων, που κρυβόταν
κάτω από αρνιών τομάρια, για να βάλη
της ψευτιάς της ιερής την πρώτη πέτρα,
το μυαλό αλυσοδένοντας του ανθρώπου
για πάντα, με βαριά δεσμά. Κ’ εκείνος
ο βασιλιάς ο ακόλαστος, ο μέγας
Σολομώντας, – ένας κατεστημένος
κάπου, μες τον Παράδεισο, από χρόνια
τώρα, με τις παραβολές του, μ’ όλους
μαζί τους, σαν και δαύτον, άγιους, – είπε
μια βλακεία για τους βλάκες, που ως τα τώρα
τη λέει πάλι και πάλιν ο κοσμάκης:
Φοβού τον Θεό, τον Βασιλέα του σέβου !
 
Βλακεία καθαγιασμένη ! Αιώνες τώρα
Λογική και Συνείδηση αγωνίζον-
ται ενάντιά σου, του κάκου·  σε μαρτύρια
οι μαχητές φριχτά πεθάνανε, – όμως
δεν μπορέσανε τίποτα να κάμουν !
Οι άνθρωποι, στον ζυγό συνηθισμένοι,
να σέβωνται δεν πάψαν τους τυράννους.
Ταπεινά ασπάζονται το χέρι, αν είναι
σιδερένιο. Πιστεύουνε τα λόγια,
ψεύτικα αν είναι: «Σώπα, παρακάλει
σα σε χτυπούν, κι αν ζωντανό σε γδάρη
θεριό ανελέητο, λύκοι, φίδια, αν πιούνε
το αίμα σου, εσύ στο Θεό να ελπίζης μόνο:
«Ελεησόν με ο Θεός, κατά το μέγα
έλεός σου, αμαρτωλός ειμί», και παρακάλει
στα γόνατα, και πίστευε γερά, ότι
μόνον «ους αγαπά ο Θεός παιδεύει»…»
Κ’ έτσι ο κόσμος πορεύεται… Στην έρμη
γη η σκλαβιά και το ψέμα βασιλεύουν !
Και την κληρονομιά τους, μέρα – νύχτα,
η μια γενιά στην άλλη μεταδίνει.
Μα σ’ αυτό το βασίλειο των δακρύων
και του αίματος, της αμαρτίας, του πόνου,
της αναντρίας και του άδικου, κοχλάζει ο
αγώνας, και με βήματα βαδίζει
γοργά κατά το τέλος το ιερό του,
με μια κραυγή: «Ψωμί ! Ψωμί, ή μολύβι !»

 

 

Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΟΥ

Ω θεέ της Δικαιοσύνης, Θεέ μου,

όχι, όχι εσύ του Πάνου Κόσμου,

μα εσύ μονάχα πού είσαι εντός μου,

μες στη βαθιά ψυχή μου, Θεέ μου!


Όχι, όχι εσύ, που γονατίζουν

μπρος σου οι καλόγεροι, οι παπάδες,

κ’ οι αγροίκοι ορθόδοξοι, λαμπάδες

σου ανάβουν και σε θυμιατίζουν.


Όχι εσύ, βέβαια, που ‘χεις πλάσει

τον άνθρωπον από πηλό,

και σκλάβο έχεις παντοτινό

το πλάσμα σου καταδικάσει.


Όχι εσύ, βέβαια, που ‘χεις χρίσει

πάπες, πατριάρχες, βασιλείς,

και στη μιζέρια, δυστυχείς,

τους αδελφούς μου έχεις αφήσει.


Εσύ όχι, που στον σκλάβο λες,

μ’ ελπίδες μόνο, ώσπου πεθαίνει,

ζώντας τον μάταιες, να υπομένει

με νηστείες και με προσευχές.


Όχι εσύ, Κύριε των αισχρών

τυράννων και των απατεώνων,

των ηλιθίων είδωλο μόνον

κι όλων, του ανθρώπου, των εχθρών.


Μα εσύ, του Λόγου θεέ, σιμά σου

μόνο που οι σκλάβοι αναγαλλιάζουν,

και που γοργά, αύριο, θα γιορτάζουν

οι λαοί, μαζί όλοι, τ’ όνομά σου!


Αγάπη ζώσα, στον καθένα

να εμπνεύσεις, για τη λευτεριά,

που, όπως μπορεί, να πολέμα

του λαού τους δήμιους ο καθένας.


Δυνάμωσε και το δικό μου

χέρι, που ο σκλάβος σαν ξεσηκωθεί,

στων πολεμάρχων τη γραμμή

να βρω κ’ εγώ τον θάνατό μου.


Κάμε, η φλεγόμενη καρδιά μου

μην κρυώσει εδώ, στην ξενιτειά,

και να μην ακουστεί η λαλιά μου

σάμπως μια βοή στην ερημιά. 

 

 

από την “Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως” του Αρη Δικταίου (1971, εκδόσεις Δωδώνη)

 

 

∗ Ο Χρίστο Μπότεφ ήταν Βούλγαρος αναρχικός επαναστάτης και ποιητής. Γεννήθηκε στο Καλόφερ, μια μικρή πόλη των νοτίων Βαλκανίων, στην περίφημη “κοιλάδα των τριαντάφυλλων”. Ο πατέρας του είχε σπουδάσει δάσκαλος στη Ρωσία. Ο ίδιος ως μαθητής στην Οδησσό, γνωρίζει τα έργα του Χέρτσεν, του Τσερνιτσέβσκυ και αργότερα τα γραπτά του Μπακούνιν. Το 1867 εξαιτίας των σχέσεών του με επαναστάτες αποβάλλεται και γυρνά για λίγο στη γενέτειρά του. Εκεί ξεκινά την αναρχική προπαγάνδα και λίγο αργότερα εγκαθίσταται στη Ρουμανία όπου έρχεται σε επαφή με πολλούς επαναστάτες πρόσφυγες. Δημοσιεύει άρθρα και ποιήματα σε εφημερίδες. Διατηρεί σχέσεις με ρώσους επαναστάτες στην Ελβετία και το Λονδίνο και περνά παράνομα τα γραπτά τους στη Ρωσία. Είναι ο πρώτος που διακινεί παράνομα το έργο του Μπακούνιν Κρατισμός και Αναρχία. Μετά την Κομμούνα του Παρισιού συμμετέχει σε αναρχική ομάδα στη Ρουμανία. Με το ξέσπασμα της αντιοθωμανικής εξέγερσης του 1876 ο Μπότεφ παίρνει μέρος ως επικεφαλής σε μια ομάδα διακοσίων ανταρτών καλά προετοιμασμένων και οπλισμένων. Μετά από μια βδομάδα σκληρών αναμετρήσεων με τον πολυάριθμο οθωμανικό στρατό στα βουνά των Βαλκανίων, ο Μπότεφ σκοτώνεται στις 2 Ιούνη του 1876 και η ομάδα του διασπάται και διαλύεται. Μετά το θάνατό του η καθεστωτική ιστορία τον βαφτίζει «ήρωα της εθνικής παλιγγενεσίας» και «εθνικό ποιητή» της Βουλγαρίας, παρόλο που στα γραπτά και τα ποιήματά του εναντιώνεται σε κάθε τι εθνικό.

 

∗ Από το βιβλίο Ο ταξικός πόλεμος στη Βουλγαρία, εκδόσεις ΠΡΟλΕΤΚΟΥλΤ