ΝΑΤΑΛΙ ΛΕΜΕΛ

Ναταλί Λεμέλ (Nathalie Lemel, οικογενειακό επώνυμο Duval, Brest, 26 Αυγούστου 1826 – IvrysurSeine, 8 Μαϊου 1921).
 
Στέλεχος της «Κομμούνας του Παρισιού» και της «Πρώτης Διεθνούς», συνδικαλίστρια, αναρχική, πρωτοπόρος του φεμινιστικού αλλά και συνεταιριστικού σοσιαλιστικού κινήματος.
 
 
 

 

ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ

 Γεννήθηκε στην Βρέστη της Βρετάνης από την μικροαστική οικογένεια Duval που λειτουργούσε στην πόλη ένα καφενείο (café). Πήγε σχολείο μέχρι την ηλικία των 12 ετών και στην συνέχεια εργάστηκε ως μαθητευόμενη σε ένα βιβλιοδετείο, με σκοπό να ασκήσει το επάγγελμα του βιβλιοδέτη. Το 1845, σε ηλικία 19 ετών, παντρεύτηκε τον βιβλιοδέτη Ζερόμ Λεμέλ (Jérοme Lemel), με τον οποίο απέκτησε τρία τέκνα και επίσης άνοιξε το έτος 1849 ένα βιβλιοπωλείο στο Quimper, όπου είχε εγκατασταθεί η οικογένεια την ίδια χρονιά. Η μικρή οικογενειακή επιχείρηση διήρκεσε έως το 1861, χρονιά κατά την οποία πτώχευσε το βιβλιοπωλείο, κυρίως λόγω του αλκοολισμού του Ζερόμ. Ακολούθησε διαζύγιο και τελικά η ήδη πολιτικοποιημένη και αυτοδύναμη Ναταλί υποχρεώθηκε να φύγει μαζί με τα τρία τέκνα της (τότε 13, 8 και 2 ετών) από την Βρετάνη, για ν’ αναζητήσει εργασία στο Παρίσι.

 

ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟΣ

 Στο Παρίσι η Ναταλί εργάστηκε ως βιβλιοδέτης, πολιτικοποιήθηκε ακόμα περισσότερο και στον επαγγελματικό της χώρο γνώρισε τους οπαδούς των αλληλοβοηθητικών θεωριών του πρωτο-αναρχικού Προυντόν (Pierre – Joseph Proudhon, 1809 – 1865) και κυρίως τον αναρχικό βιβλιοδέτη Εουζέν Βαρλέν (Eugène Varlin, 1839 – 1871), ο οποίος το 1866 ίδρυσε την «Εταιρεία αποταμίευσης και αλληλοβοηθείας των βιβλιοδετών εργατών» («Societe depargne et de credit mutuel des ouvriers relieurs»). Καθώς, αντίθετα από τους άλλους «προυντονικούς» ηγέτες της εποχής, λ.χ. Φριμπούρ (Ernest Fribourg), Τολαίν (Henri – Louis Tolain, 1828 – 1897), κ.ά., ο Βαρλέν ήθελε την γυναίκα να συμμετέχει ενεργά στην πολιτική και κοινωνική ζωή, η Ναταλί τοποθετήθηκε από αυτόν στο διοικητικό συμβούλιο του σωματείου.
 
Πριν από δύο χρόνια, τον Αύγουστο του 1864, είχε βοηθήσει τον Βαρλέν στην οργάνωση της πρώτης και επιτυχημένης απεργίας των βιβλιοδετών του Παρισιού, ενώ το 1865 είχε γίνει μέλος της «Πρώτης Διεθνούς» ή «Διεθνούς Ένωσης των Εργατών» («LAssociation Internationale des Travailleurs», «International Workingmens Association», AIT / IWA), στην οποία ήδη ανήκε ο συνεργάτης της. Έκτοτε, σε κάθε οργάνωση απεργίας η Ναταλί συμμετείχε ενεργά και δυναμικά, πάντα στην συντονιστική επιτροπή, πράγμα που για τις γυναίκες αποτελούσε σπανιότατο φαινόμενο εκείνη την εποχή, όπως επίσης ήταν σπανιότατο φαινόμενο η συμμετοχή σε πολιτικές λέσχες, κάτι το οποίο η Ναταλί έκανε κατά κόρον, συζητώντας έντονα, αγορεύοντας και προτείνοντας ιδεολογικές θέσεις ή λύσεις σε πρακτικά οργανωτικά προβλήματα.
 
 Στις οργανώσεις των απεργιών φρόντιζε πάντοτε να περιλαμβάνεται στα αιτήματα η εξίσωση αμοιβών για άντρες και γυναίκες, αν και το πραγματικό όραμά της για τις γυναίκες ήταν στα πλαίσια του «Συνεταιριστικού Σοσιαλισμού» («Socialisme Associationiste») να μπορέσει κάποτε να κατευθύνει όλη την εργατική δύναμη των γυναικών σε συνεταιρισμούς («κοοπερατίβες»), των οποίων η ιδιοκτησία θα ανήκε στις ίδιες τις εργαζόμενες.
 
 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΡΑΣΗ

 Η «επικίνδυνη γυναίκα» Ναταλί, την οποία η αναφορά ενός χαφιέ της εποχής περιέγραφε ως εξτρεμίστρια «που διαβάζει σε δημόσια θέα κακές εφημερίδες» («…dans les ateliers, elle lisait à haute voix les mauvais journaux…»), βοήθησε το 1867 τον Βαρλέν στην ίδρυση του πρώτου στην Γαλλία καταναλωτικού συνεταιρισμού «Η Οικοκυρά» («La Ménagère»), ενώ την επόμενη χρονιά άνοιξε μαζί του το επίσης συνεταιριστικό εστιατόριο «Το Καζάνι» («La Marmite»), που, προσφέροντας στους εργάτες φθηνό φαγητό και σοσιαλιστική πολιτική ενημέρωση, πλαισιώθηκε από 8.000 μέλη, σημείωσε μεγάλη επιτυχία και έκλεισε μόνον με την ήττα της «Κομμούνας» τον Μάϊο του 1871.

 Η ακτινοβολία και η οργανωτική δύναμη της Ναταλί υπήρξαν τεράστιες, σε βαθμό που ο τότε μπλανκιστής Ανρί Ροσφόρ (Victor Henri Rochefort, 1830 – 1913, δημοκρατικός μαρκήσιος, εκδότης και δημοσιογράφος της εφημερίδας «La Marseillaise») την περιέγραψε ως έναν από τους πιο όμορφους και ισχυρούς πνευματικούς ανθρώπους που γνώρισε ποτέ.
 

ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΗΣ «ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ»

Κατά την διάρκεια της πολιορκίας του Παρισιού από τους Πρώσους, η Λεμέλ πρωτοστατούσε στην πολιτική λέσχη «Club de lEcole de Medecin» και επισκεπτόταν τακτικά δεκάδες άλλες λέσχες όπως λ.χ. την αθεϊστική «Λέσχη των Ελευθεροφρόνων» («Club des libres Penseurs») στο St. Germain lAuxerrois. Γνωρίζουμε ότι οι λόγοι της στις πολιτικές λέσχες ήσαν εξίσου συγκροτημένοι όσο και φλογεροί και ότι κατά κανόνα προσπαθούσε να στρέψει στην αυτό-οργάνωση τους εργάτες, όμως επειδή ποτέ της δεν εξέδωσε τα κείμενά της όλο αυτό το επαναστατικό υλικό χάθηκε για πάντα. Ένα μεταγενέστερο έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης (το 1873) ανέφερε πάντως γι’ αυτήν ότι «την εποχή της Κομμούνας περιφερόταν στις πολιτικές λέσχες και ανέπτυσσε τις πιο ανατρεπτικές θεωρίες».
 
 Η Λεμέλ προσχώρησε όντως στην «Κομμούνα» αμέσως μετά την ανακήρυξή της και στις 11 Απριλίου ίδρυσε μαζί με την ρωσίδα επαναστάτρια Ελισάβετ Δημητρίγιεβα (Elizabeth Dmitrieff, μέλος της «Διεθνούς») την «Ένωση Γυναικών για την υπεράσπιση του Παρισιού και την φροντίδα των τραυματισμένων» («LUnion des femmes pour la défense de Paris et les soins aux blessés»), μία από τις μεγαλύτερες οργανώσεις γυναικών που έδρασαν κατά την διάρκεια της «Κομμούνας», στης οποίας την κεντρική επιτροπή συμμετείχαν εκτός των δύο ιδρυτριών η Μπλανς Λεφέβρ (Blanche Lefebvre) και οι Marceline Leloup, Adele Gauvin, Aline Jacquier και κάποια Jarry. Στο καταστατικό της η «Ένωση», στην οποία υπολογίζεται ότι συμμετείχαν περισσότερες από χίλιες γυναίκες, περιελάμβανε ως σκοπό και «την προμήθεια πετρελαίου και όπλων για τις μαχόμενες γυναίκες – πολίτες», φράση που αργότερα έδωσε λαβή για τον αστικό μύθο των «Πυρπολητριών» («Les Petroleuses», βλ. σχετικά Edith Thomas, Παρίσι, Paris, 1963), επαναστατημένων μαινάδων που κατά την τελευταία εβδομάδα της «Κομμούνας» έκαιγαν τα πάντα εκεί που πλησίαζαν νικητές οι «Βερσαλιέροι» (τον μύθο ενίσχυσε και μία σειρά από φωτογραφικά πορτραίτα κρατούμενων γυναικών στις Βερσαλίες, που δημιούργησε ο αντιδραστικός, βασιλόφρων φωτογράφος Ernest Eugène Appert, 1830-1891). 
 

Ανακοίνωση της “Ένωσης Γυναικών”
με υπογραφή της Λεμέλ

Στις ανακοινώσεις που εξέδιδε η «Ένωση», πρόβαλε μία σειρά από ριζοσπαστικά αιτήματα του γυναικείου κινήματος, όπως λ.χ. πλήρη νομική εξίσωση των δύο φύλων, δικαίωμα και στις γυναίκες να καταθέτουν αίτηση διαζυγίου, κατάργηση των διακρίσεων μεταξύ «νομίμων» συζύγων και γυναικών που συζούν με τους συντρόφους τους, κατάργηση των διακρίσεων μεταξύ «νόμιμων» και «νόθων» τέκνων, ισότητα στους μισθούς και τα ημερομίσθια, επαγγελματική εκπαίδευση και για τις γυναίκες, κατάργηση της πορνείας και κλείσιμο των «οίκων ανοχής» («maisons de tolérance»).

 
 
Κατά την τελευταία αιματοβαμμένη εβδομάδα της «Κομμούνας» (την «Ματωμένη Εβδομάδα», «La Semaine Sanglante»), η Λεμέλ πολέμησε μαζί με πολλές άλλες συντρόφισσές της από την «Ένωση» στο οδόφραγμα της πλατείας Πιγκάλ (place Pigalle), για του οποίου την ύψωση είχε εργαστεί και η ίδια. Όταν επικράτησαν παντού οι «Βερσαλιέροι», κατόρθωσε αρχικά να διαφύγει, αλλά μετά από κατάδοση συνελήφθη στις 21 Ιουνίου και κλείστηκε στην φυλακή. Εκεί αποπειράθηκε δίχως επιτυχία να αυτοκτονήσει και στην συνέχεια εναντιώθηκε σε όλες τις προσπάθειες των φίλων της να προσφύγουν στις αρχές για χάρη ή εύνοια.
 
 
 ΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΝΕΑ ΚΑΛΗΔΟΝΙΑ
 
 Τελικά τον Σεπτέμβριο του 1872 καταδικάστηκε από στρατοδικείο σε ισόβια εκτόπιση και στις 8 Αυγούστου 1873 φορτώθηκε αλυσοδεμένη στο πλοίο «Virginie» με προορισμό την Νέα Καλυδωνία (Nouvelle Calédonie) του Ειρηνικού, στης οποίας την φυλακή «Numbo» έφτασε μετά από ένα σκληρό ταξίδι τεσσάρων μηνών, στην διάρκεια του οποίου έγινε στενή φίλη με τους συγκρατουμένους της «κομμουνάρους» Ανρί Ροσφόρ και Λουϊζ Μισέλ (Louise Michel, την «Κόκκινη Παρθένα της Μονμάρτης»). Με την τελευταία μοιραζόταν στο καράβι το ίδιο σιδερένιο κλουβί και στις φυλακές το ίδιο κελί, όπου μετά από ατελείωτες πολιτικοκοινωνικές συζητήσεις την μύησε στον Αναρχισμό.
 
 
 ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ
 
Στις 14 Ιουλίου 1880, μετά από αίτημα του μόλις αποφυλακισμένου και θρυλικού πια επαναστάτη Ωγκίστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui, 1805 – 1881) στον Γαμβέττα (Léon Gambetta, 1838 – 1882) και πολιτικές πιέσεις του τελευταίου, χορηγήθηκε γενική πολιτική αμνηστία. Η Λεμέλ, όπως και όλοι οι άλλοι φυλακισμένοι ή εκτοπισμένοι για τα γεγονότα της «Κομμούνας», επέστρεψε στο Παρίσι και για τα προς το ζην αναλάμβανε διάφορες ευκαιριακές εργασίες, αρθρογραφώντας παράλληλα στην νεοϊδρυθείσα (τον Ιούλιο του 1880) αριστερή εφημερίδα «Αδιάλλακτος» («LIntransigeant»), που διηύθυνε ο συγκρατούμενός της Ροσφόρ. Αργότερα όμως, στα τέλη της δεκαετίας, η Λεμέλ απομακρύνθηκε από τον «Αδιάλλακτο», καθώς η εφημερίδα στράφηκε ιδεολογικά προς τον αντιδραστικό «μπουλανζισμό» («Βoulangisme»).
 

 Από εκεί και πέρα τα ίχνη της Λεμέλ είναι ελάχιστα. Προφανώς βυθίστηκε στην οικονομική εξαθλίωση, καθώς την βρίσκουμε τελικά να πεθαίνει στις 8 Μαϊου 1921 σε ένα γηροκομείο του Ivry στην ValdeMarne, 95 σχεδόν ετών και προ πολλού πάμφτωχη και τυφλή.

Το 2007 την «Ημέρα της (μαχόμενης) Γυναίκας» (8 Μαρτίου) δόθηκε το όνομά της σε μία πλατεία του Παρισιού («place Nathalie Lemel»), όπου στις ημέρες που εκείνη ζούσε βρίσκονταν τα γραφεία της «Διεθνούς», αλλά και, ελάχιστα πιο πέρα, η κατοικία της. Οδοί που φέρουν το όνομά της υπάρχουν στην γενέτειρά της Βρέστη και στο Quimper.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Eugène Kerbaul, «Une Bretonne révolutionnaire et feminist: Nathalie Lemel», Paris, 1997

Edith Thomas, «Les Petroleuses», Paris, 1963

Bernard Noël, «Dictionnaire de la Commune de Paris», Paris, 1978

 

https://rassias.wordpress.com/article/%ce%bd%ce%b1%cf%84%ce%b1%ce%bb%ce%af-%ce%bb%ce%b5%ce%bc%ce%ad%ce%bb-gnmodo87aoe9-196/